Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(лекарство)

  • 41 облатка

    θ.
    1. περιτύλιγμα φαρμακευτικών σκονακιών•

    лекарство в -ах φάρμακο σε σκονάκια.

    || χαπάκι, δισκίο, κουφέτο.
    2. χαρτάκι περ ικόλλησης.
    3. η όστια (άζυμο ψωμί των καθολικών).

    Большой русско-греческий словарь > облатка

  • 42 перед

    κ. передо πρόθ. με οργν.
    1. μπροστά, εμπρός, ενώπιον, έμπροσθεν, προ•

    он стойл передо мной αυτός καθότανε μπροστά μου•

    перед ним вдруг появился его отец μπροστά του ξαφνικά εμφανίστηκε ο πατέρας του•

    не отступать перед трудностями δεν υποχωρώ μπροστά στις δυσκολίες•

    извиниться перед учителем ζητώ συγγνώμη από το δάσκαλο•

    он ничто перед ним αυτός δεν είναι τίποτε μπροστά σ αυτόν.

    2. πριν, προ, προτού•

    это было перед моим поступлением в школу αυτό συνέβηκε πριν αρχίσω να πηγαίνω στο σχολείο•

    перед замужеством πριν την παντρεί,ά•

    перед едой принимала лекарство αυτή πριν το φαγητό έπαιρνε φάρμακο.

    || νωρίτερα, πρωτύτερα, προηγούμενα•

    он приехал перед нами αυτός ήρθε νωρίτερα από μας.

    3. προς, για•

    долг перед родиной το καθήκο προς την πατρίδα.

    Большой русско-греческий словарь > перед

  • 43 подействовать

    ρ.σ.
    1. επιδρώ, επενεργώ•

    это лекарство -ло хорошо αυτό το φάρμακο μου έκανε καλό•

    эта угроза -ла на него αυτή η φοβέρα είχε την επίδραση της σ αυτόν.

    2. (για ένα χρον. διάστημα)• δρω, ενεργώ.

    Большой русско-греческий словарь > подействовать

  • 44 помочь

    θ. (παλ. κ. διαλκ.) βλ. помощь.
    εκφρ.
    Бог помочьπαλ. με τη βοήθεια του Θεού, ο Θεός βοηθός.
    -могу, -можешь, -могут, παρλθ. χρ. помог, -ла, -ло
    ρ.σ. βοηθώ, συνδράμω, έρχομαι αρωγός•

    -гите остащим βοηθείστε τους υστερούντες•

    она -ла ей встать αυτή τη βοήθησε να σηκωθεί•

    помочь деньгами βοηθώ χρηματικά•

    помочь нуждающим βοηθώ τους αναγκεμένους.

    || επιδρώ•

    лекарство -ло το φάρμακο βοήθησε.

    εκφρ.
    помочь горю (беде) – βοηθώ στη δυστυχία.

    Большой русско-греческий словарь > помочь

  • 45 потогонный

    επ.
    ιδρωτοποιός, εφιδρωτικός ή εζιδρωτικός•

    - ое лекарство ή средство εκφορητικό φάρμακο.

    ουσ. ουδ. -ое φάρμακο εκφορητικό. || μτφ. επαχθής, εξαντλητικός•

    труд δουλειά που πάει ο ιδρώτας ποτάμι.

    Большой русско-греческий словарь > потогонный

  • 46 приготовить

    ρ.σ.
    1. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω• ετοιμάζω. || καταρτίζω•

    приготовить к поступлению в институт προετοιμάζω για εισαγωγήστο Ινστιτούτο.

    2. προδιαθέτω, προϊδεάζω.
    3. φτιάχνω, παρασκευάζω•

    приготовить лекарство παρασκευάζω φάρμακο.

    || μαγειρεύω•

    приготовить обед ετοιμάζω το γεύμα.

    || εξασφαλίζω, εφοδιάζομαι•

    приготовить дрова к зиме ετοιμάζω καυσόξυλα για το χειμώνα.

    || κάνω•

    приготовить уроки ετοιμάζω τα μαθήματα.

    (προ)ετοιμάζομαι, (προ)παρασκευάζομαι• (προ)καταρτίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > приготовить

  • 47 приём

    α.
    1. παραλαβή•

    приём заявлений παραλαβή αιτήσεων.

    || λήψη•

    приём лекарств λήψη φαρμάκων•

    приём пищи λήψη τροφής.

    || πρόσληψη, εισδοχή•

    приём в партию πρόσληψη στο κόμμα.

    2. υποδοχή•

    приём гостей υποδοχή φιλοξενούμενων•

    дни -а μέρες δεξίωσης•

    холодный приём ψυχρή υποδοχή•

    устроить приём οργανώνω υποδοχή•

    серд-чный приём εγκάρδια υποδοχή.

    || ακρόαση, επίσκεψη στο γιατρό. || δόση•

    лекарство в маленьких -ах φάρμακο σε μικρές δόσεις.

    3. φορά•

    выпить в один приём πίνω μια φορά, μονοκοπανιά.

    4. κίνηση, άσκηση•

    ружейные -ы ασκήσεις όπλου, οπλασκία•

    гимнастические -ы γυμναστικές ασκήσεις.

    || τρόπος, μέθοδος•

    разные -ы лечения διάφοροι τρόποι θεραπείας.

    5. πλθ. παλ. τρόποι συμπεριφοράς.
    (αθλτ.) τρόπος• λαβή (στην πάλη).

    Большой русско-греческий словарь > приём

  • 48 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 49 проглотить

    -лочу, -лотишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проглоченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταπίνω•

    проглотить лекарство καταπίνω το φάρμακο.

    2. μτφ. πιστεύω αφελώς ή ανέχομαι κάτιαδιαμαρτύρητα: проглотить оскорбление ανέχομαι την προσβολή. || μτφ. συγκρατώ, δε φανερώνω, καταπνίγω•

    проглотить волнение δε φανερώνω την ταραχή.

    3. μτφ. δεν εκφέρω•

    проглотить слово καταπίνω τη λέξη.

    4. μτφ. καταβροχθίζω, διαβάζω γρήγορα.• я проглотитьил за вечер книгу για ένα βράδυ διάβασα ένα βιβλίο.
    εκφρ.
    проглотить язык – καταπίνω ή δαγκώνω τη γλώσσα (δέχομαι αδιαμαρτύρητα, το βουλώνω)•
    язык -тишь – να γλείφεις και τα δάχτυλα (από τη νοστιμάδα).

    Большой русско-греческий словарь > проглотить

  • 50 против

    σύνδ.
    1. απέναντι, έναντι, αντίκρυ•

    -дома стоит высокое дерево απέναντι από το σπίτι υπάρχει ψηλό δέντρο.

    2. κατά, προς•

    смотреть против солнца κοιτάζω κατά τον ήλιο.

    || παρά, χωρίς•

    против воли отца παρά τη θέληση του πατέρα•

    против моего желания παρά την επιθυμία μου.

    || ενάντια, αντίθετα, κόντρα•

    ты не дспротив лжен идти против родителей δεν πρέπει να πηγαίνεις ενάντια προς τους γονείς.

    3. αντίθετα•

    плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα•

    против ветра αντίθετα προς τον άνεμο.

    4. κατά, για•

    лекарство против кашля φάρμακο για το βήχα.

    || κατά, παρά•

    ошибка против языка, против грамматики λάθος γλωσσικό, γραμματικό.

    5. κατά, εναντίον•

    десять шансов против одного δέκα πιθανότητες κατά μιας.

    εκφρ.
    я не против – δεν είμαι ενάντιος, δεν έχω αντίρρηση.

    Большой русско-греческий словарь > против

  • 51 рекомендовать

    -дую, -дуешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. συσταίνω, συνιστώ•

    рекомендовать служащего δίνω συστάσεις για τον υπάλληλο,.

    2. συμβουλεύω, παραινώ, συσταίνω
    - συνιστώ•

    -дую вам быть осторожнее σας συνιστώ να είστε προσεχτικότεροι? доктор -ал это лекарство ο γιατρός τό δο-σε αυτό το φάρμακο.

    3. γνωρίζω κάποιον με άλλον•

    он -ал его своим другом τον σύστησε για παλαιό του φίλο.

    1. συσταίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. αυτοσυσταίνομαι•

    позвольте мне рекомендовать επιτρέψτε μου να αυτοσυσταθώ.

    Большой русско-греческий словарь > рекомендовать

  • 52 сильнодействующий

    επ.
    δραστικός•

    -ее лекарство δραστικό φάρμακο.

    Большой русско-греческий словарь > сильнодействующий

  • 53 сильный

    επ., βρ: силен
    κ. силн, сильна, сильно, πλθ. сильны,
    1. δυνατός, ισχυρός, γερός•

    сильный человек δυνατός άνθρωπος•

    -ая лошадь γερό άλογο•

    -ая рука δυνατό χέρι•

    -ая крепость ισχυρό φρούριο•

    -ое государство ισχυρό κράτος•

    сильный ученик γερός (καλός) μαθητής.

    2. μεγάλος• σφοδρός• δριμύς•

    сильный ветер σφοδρός άνεμος•

    -ое желание μεγάλη επιθυμία•

    -ое лекарство δραστικό φάρμακο•

    сильный запах βαριά (δριμεία) οσμή.

    || υγιής, γερός•

    -ые лгкие γερά πνευμόνια.

    3. Μτφ. σταθερός, ακλόνητος•

    сильный человек -ой воли άνθρωπος με ισχυρή θέληση•

    у него сильный характер αυτός έχει γερό χαρακτήρα.

    4. καλός•

    сильный ученик δυνατός μαθητής•

    -пловец καλός κολυμβητής.

    εκφρ.
    -ые слова ή выражения – βαριά λόγια, βαριές φράσεις•
    сильный занимать (иметь) -ые позиции – έχω μεγάλα πόστα (έχω μεγάλη ισχύ)•
    иметь -уго руку – έχω μεγάλο μέσο ή μπάρμπα στην κορώνα.

    Большой русско-греческий словарь > сильный

  • 54 составить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    1. παραθέτω, παρατάσσω, βάζω δίπλα, μαζί•

    составить стулья в угол βάζω, κακτοποιώ τα καθίσματα στη γωνία.

    || συνενώνω, φέρω κοντά, πλησιάζω.
    2. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω• εκτελώ• συνθέτω• ενώνω, συντάσσω•

    составить лестницу φτιάχνω σκάλα•

    составить узор φτιάχνω διάκοσμο•

    составить лекарство φτιάχνω φάρμακο•

    составить план φτιάχνω πλάνο,

    4. (κυρλξ. κ. μτφ) σχηματίζω, συγκροτώ• δημιουργώ• αποκτώ•

    хор συγκροτώ χορωδία•

    составить новое правительство σχηματίζω νέα κυβέρνηση•

    составить карьеру κάνω καριέρα•

    составить себе имя δημιουργώ όνομα•

    составить мнение σχηματίζω γνώμη•

    составить себе представление σχηματίζω αντίληψη (εικόνα)•

    ученики -ли предложения οι μαθητές έκαμαν προτάσεις.

    5. αποτελώ•

    это не -ит препятствие αυτό δε θα αποτελέσει εμπόδιο•

    это не -ит большого труда αυτό δε θα απαιτήσει μεγάλο κόπο,

    6. κατεβάζω•

    составить цветы с подоконника на пол κατεβάζω τα λουλούδια από το κατώφλι του παραθυριού στο πάτωμα.

    1. σχηματίζομαι, γίνομαι, δημιουργούμαι.
    2. συγκροτούμαι, ιδρύομαι• οργανώνομαι.
    3. αποτελούμαι κλπ. ρ.μ.

    Большой русско-греческий словарь > составить

  • 55 употребление

    ουδ.
    χρησιμοποίηση, χρήση, μεταχείριση•

    лекарство для внутреннего -я φάρμακο εσωτερικής χρήσης•

    употребление выйти из -я δε χρησιμοποιούμαι πια.

    Большой русско-греческий словарь > употребление

  • 56 успокоительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    καθησυχαστικός• καταπραϋντικός, κατευναστικός•

    -ое известие καθησυχαστική είδηση--ое лекарство καταπραϋντικό φάρμακο•

    успокоительный знэк рукой καθησυχαστικό νεύμα με το χέρι.

    Большой русско-греческий словарь > успокоительный

  • 57 через

    (πρόθεση με αιτ.).
    1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•

    переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•

    перейти через улицу περνώ την οδό•

    пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•

    переступить через порог περνώ το κατώφλι.

    || (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•

    мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.

    || πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•

    деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.

    2. μέσα απο•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.

    || μέσο, δια μέσου•

    ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.

    || απο•

    проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.

    3. υπέρ, πάνω απο•

    перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•

    прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.

    || υπεράνω•

    через силу υπεράνω των δυνάμεων.

    4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•

    оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•

    сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•

    переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•

    через расстрел με τουφεκισμό•

    через повешение με απαγχονισμό.

    5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•
    - болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.
    6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•

    через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•

    полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.

    || μεταξύ, ανάμεσα•

    писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.

    7. κάθε, ανά•

    курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•

    принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•

    работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > через

  • 58 энергичный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. δραστήριος, ενεργητικός•

    энергичный человек δραστήριος άνθρωπος.

    || έντονος•

    энергичный протест έντονη διαμαρτυρία.

    2. δραστικός, αποτελεσματικός•

    -ое лекарство δραστικό φάρμακο.

    Большой русско-греческий словарь > энергичный

См. также в других словарях:

  • ЛЕКАРСТВО — ЛЕКАРСТВО, лекарства, ср. Лечебное средство, составленное по рецепту врача, медикамент. Прописать лекарство. Принимать лекарство. Ему никакие лекарства не помогут. Лекарство от или против кашля. Лекарство подействовало. || перен. Средство,… …   Толковый словарь Ушакова

  • Лекарство — Наука * История * Математика * Медицина * Открытие * Прогресс * Техника * Философия * Химия Медицина (Лекарство) Медицина слагается из науки и искусства, а над ними простирается покров героизма. Г. Глязер Самый чудесный врач природа, хотя бы… …   Сводная энциклопедия афоризмов

  • Лекарство — В Викицитатнике есть страница по теме Лекарство Лекарство отражено в статьях: Лекарственные средства (основная статья) Список лекарств GMP международный кодекс документов, регулирующих производства лекарственных средств …   Википедия

  • лекарство — Снадобье, средство, зелье, врачевство, противоядие, медикамент, специи, паллиатив, панацея; бальзам, капли, мазь, микстура, облатки, пилюли, порошок, эликсир. Врачи давали ей всякие снадобья. Доктор прописал какие то порошки. Героическое средство …   Словарь синонимов

  • лекарство — ЛЕКАРСТВО, а, с. Выпивка, спиртное. Пора принять лекарство. См. также: принимать лекарство …   Словарь русского арго

  • лекарство —     ЛЕКАРСТВО, бальзам, средство, книжн. панацея, разг. снадобье …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • Лекарство — лекарственные формы, назначаемые врачом или фельдшером на основании поставленного диагноза пациенту, предназначенные для введения в организм (прием внутрь, инъекции, ингаляции, втирания и пр.) с целью лечения или предупреждения развития… …   Словарь бизнес-терминов

  • Лекарство — I л екарство ср. разг. 1. Занятие, должность лекаря. 2. Пребывание в должность лекаря. II лек арство ср. 1. Средство, применяемое для лечения или предупреждения болезни. 2. перен. То, что помогает устранить несчастье, беду или нежелательное… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • Лекарство — I л екарство ср. разг. 1. Занятие, должность лекаря. 2. Пребывание в должность лекаря. II лек арство ср. 1. Средство, применяемое для лечения или предупреждения болезни. 2. перен. То, что помогает устранить несчастье, беду или нежелательное… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • ЛЕКАРСТВО — ЛЕКАРСТВО, а, ср. Природное или синтетическое лечебное средство. Прописать л. Принять л. Л. от кашля. Л. от всех бед (перен.: о том, что помогает, выручает в любом случае; ирон.). | прил. лекарственный, ая, ое. Лекарственные растения. Л. препарат …   Толковый словарь Ожегова

  • лекарство — — [http://www.eionet.europa.eu/gemet/alphabetic?langcode=en] EN drug (medicine) A chemical substance used internally or externally as a medicine for the prevention, diagnosis, treatment or cure of disease, for the relief of pain or to… …   Справочник технического переводчика

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»