Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(за+угол)

  • 21 внешний

    -яя, -ее, επ.
    1. εξωτερικός•

    -ие признаки εξωτερικά σημάδια•

    внешний вид εξωτερική μορφή•

    -ее сходство εξωτερική ομοιότητα.

    2. επιφανειακός, επιπόλαιος, φαινομενικός•

    его доброта носит внешний характер η καλοσύνη του εί\«ι φαινομενική.

    3. ο έξω από τα σύνορα, εξωτερικός•

    -яя политика η εξωτερική πολιτική•

    -враг ο εξωτερικός εχθρός•

    -яя торговля το εξωτερικό εμπόριο•

    -ее вмешательство εξωτερική επέμβαση.

    εκφρ.
    внешний угол – εξωτερική γωνία του τριγώνου, πολυγώνου.

    Большой русско-греческий словарь > внешний

  • 22 градус

    α.
    1. μοίρα•

    угол в 45 -ов γωνία 45 μοιρών•

    градус широты μοίρα γεωγραφικού πλάτους.

    2. βαθμός θερμομέτρου κλπ. οργάνων•

    температура у больного 40 -ов ο άρρωστος έχει 40 πυρετό•

    коньяк 65 -ов κονιάκ 65 βαθμούς.

    εκφρ.
    в последнем -е – στο τελευταίο στάδιο•
    чахотка в последнем -е – φυματίωση στο τελευταίο στάδιο•
    под -ом – λίγο πιομένος, εν ευθυμία, στο κέφι, κεφάτος.

    Большой русско-греческий словарь > градус

  • 23 жать

    жму, жмешь, ρ.δ.μ.
    1. σφίγγω, πιέζω, θλίβω• ζουλίζω, ζουπίζω•

    жать руку σφίγγω το χέρι•

    жать друг друга в толпе συνωθούμαι στο πλήθος.

    || στηρίζω γερά•

    жать ружье к плечу στηρίζω γερά το όπλο στον ώμο.

    || συμπιέζω, συμπυκνώνω. || καταπιέζω, καταδυναστεύω.
    2. στενεύω•

    туфли жмут τα παπούτσια με σφίγγουν•

    воротник жмет ο γιακάς με σφίγγει.

    3. στίβω, εκθλίβω•

    жать сок из лимона στίβω το λεμόνι•

    жать виноград πατώ τα σταφύλια•

    жать масло βγάζω λάδι.

    4.•(αθλτ.) ανυψώνω, σηκώνω, αίρω•

    жать штангу σηκώνω βάρη (αλτήρες).

    5. (απλ.) πατώ, αυξαίνω (για ταχύτητα κλπ)•

    водитель все жал и жал ο οδηγός πατούσε κι όλο πατούσε (γκαζ).

    1. μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, ζαρώνω•

    жать от холода μαζεύομαι, από το κρύο.

    || συνωστίζομαι.
    2. σφίγγομαι, κολλώ•

    ребенок -лся к матери το παιδάκι κόλλησε στη μάνα•

    он испуганно -лся в угол φοβισμένος μαζεύτηκε στη. γωνία.

    3. μαζεύομαι, συστέλλομαι, διστάζω•

    он -лся, не зная, что сказать αυτός μαζεύτηκε, μη ξέροντας τί να πει.

    4. τσιγγουνεύομαι, αψυχώ•

    не жмитесь, давайте что есть μη μαζεύεστε, δόστε ό,τι υπάρχει.

    жну, жнешь, ρ.δ.μ. θερίζω.
    θερίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > жать

  • 24 за...

    (πρόθεμα)
    I.
    Μ’ αυτό σχηματίζονται ρήματα με τις εξής σημασίες:
    1. έναρξη, αρχή ενέργειας, δράσης: зааплодировать, запеть κλπ.
    2. επίτευξη αποτελάσματος της ενέργειας ή κατάστασης: завоевать, закрепить κλπ.
    3. (με το μόριο «ся» ή κ. χωρίς αυτό) πέρα από τα όρια: захвалить, закормить.
    4. (κατεύθυνση της ενέργειας) πίσω απο•

    завернуть за угол στρίβω πίσω στη γωνία.

    5. (κίνηση) πέρα, μακριά: завезти, загнать κλπ.
    6. (μπαίνω για λίγο, περνώ βιαστικά, στο πόδι)•

    забежать, занести κλπ.

    7. (ενέργεια μόνο κατά την επιφάνεια ή στην άκρη): запилить.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσ. κ. επ. με σημ. πέρα, αντίπερα, από πέρα, πέρα απο: заречье, заречный.

    Большой русско-греческий словарь > за...

  • 25 заехать

    -еду, -едешь, προστκ. δεν έχει• ρ. σ.
    1. επισκέπτομαι περαστικός, περνώ διαβατικός. || έρχομαι να πάρω•

    я -еду за вами θα έρθω να σας πάρω•

    за мной -ли ήρθαν να με πάρουν.

    || μπαίνω εισέρχομαι•

    заехать во двор μπαίνω στην αυλή.

    2. απομακρύνομαι, προχωρώ μακριά•

    он -ал в трясину αυτός προχώρησε μακριά στο βαλτότοπο.

    3. στρίβω, στρέφω, γυρίζω• κρύβομαι•

    заехать за угол στρίβω στη γωνία,

    4. πατσίζω, χτυπώ.

    Большой русско-греческий словарь > заехать

  • 26 замести

    -мету, -метешь, παρλθ. χρ. замел
    -мела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заметший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заметенный, βρ: -тен, -те-на, -тено
    ρ.σ.μ.
    1. σκουπίζω, σαρώνω, μαζεύω τα σκουπίδια•

    замести сор в угол μαζεύω τα σκουπίδια στη γωνία.

    || μτφ. (απλ.) πιάνω, συλλαμβάνω.
    2. σκεπάζω, εξαλείφω•

    замести следы α) εξαφανίζω τα ίχνη, τα αποτυπώματα, β) μτφ. εξαφανίζω κάθε ίχνος μαρτυρίας.

    3. αρχίζω να σκουπίζω.

    Большой русско-греческий словарь > замести

  • 27 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 28 косой

    επ., βρ: кос, коей, косо.
    1. πλάγιος, λοξός• επικλινής•

    -ые лучи солнца οι λοξές ακτίνες του ήλιου•

    косой дождь λοξή βροχή•

    косой почерк πλάγια γραφή.

    2. στραβός, σκεβρός.
    3. βλ. косоглазый.
    4. μτφ. ύποπτος, δυσμενής•

    косой взгляд λοξή ματιά.

    5. (απλ.) ουσ, λαγός.
    εκφρ.
    косой ворот – γιακάς που κουμπώνει στο πλευρό•
    косой парус – τριγωνικό καραβόπανο•
    косой угол – οξεία γωνία•
    косой треугольник – οξυγώνιο τρίγωνο•
    -ая сажень в плечах; в -ую сажень ростом – πελώριος άνθρωπος, άντρακλας.

    Большой русско-греческий словарь > косой

  • 29 медвежий

    -ья, -ье
    επ.
    της αρκούδας, α. αρκουδίσιος•

    медвежий след ίχνος (τορός) αρκούδας•

    -ье мясо κρέας αρκούδας•

    -ья шуба αρκουδόγουνα•

    -ья шкура αρκτή, αρκουδοτόμαρο.

    || μτφ. αρκουδοειδής.
    εκφρ.
    - ья болезнь – αρκουδοδιάρροια (από φόβο), δειλία•
    медвежий угол – μέρος απόκεντρο, απομακρυσμένο•
    - ья услуга – η κακή εξυπηρέτηση (περιποίηση).

    Большой русско-греческий словарь > медвежий

  • 30 многогранный

    επ., βρ: -анен, -анна, -анно.
    1. πολύεδρος•

    многогранный камень πολύεδρη πέτρα•

    -ая гайка πολύεδρο περικόχλιο.

    2. μτφ. πολύπλευρος πλυμερής•

    -ая деятельность πολύπλευρη δραστηριότητα.

    εκφρ.
    многогранный угол – πολύπλευρη γων ία.

    Большой русско-греческий словарь > многогранный

  • 31 непочатый

    επ.
    μη αρχινημένος, ανάρχιστος άθικτος, απείραχτος•

    -ая бочка вина ανάρχι-στο βαρέλι με κρασί.

    || μτφ. άφθονος.
    εκφρ.
    непочатый край ή угол – αφθονία, το κέρας της Αμάλθειας.

    Большой русско-греческий словарь > непочатый

  • 32 определить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определенный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. καθορίζω, προσδιορίζω•

    определить направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου•

    обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώσεις του καθενός.

    || κάνω διάγνωση•

    определить болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας.

    (μαθ.) βρίσκω, λογαριάζω•

    определить треугольник, угол προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία.

    || διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω,
    2. χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό•

    определить искусство δίνω τον ορισμό της Τέχνης.

    3. σημειώνω, διαγράφω•

    определить пунктиром линию раз-рза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής.

    4. καθιερώνω. || αποφασίζω, βγάζω απόφαση. || χορηγώ, παρέχω, δίνω. || μτφ. προετοιμάζω, προαποφασίζω, προκαθορίζω.
    5. διορίζω, τοποθετώ• ονομάζω• βάζω•

    его -ли в судьи τον ονόμασαν δικαστή•

    отец -ил сына в сапожника ο πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης.

    1. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι• διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι. || σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως•

    характер -лся ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε πλήρως.

    2. προσανατολίζομαι.
    3. κατατάσσομαι, τοποθετούμαι κρίνομαι• μπαίνω•

    -в военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υπηρεσία•

    определить в пехоту κατατάσσομαι στο πεζικό•

    определить в команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος).

    Большой русско-греческий словарь > определить

  • 33 острый

    επ., βρ: остр κ. остр, остра, остро.
    1. αιχμηρός, οξύς, οξύληκτος, μυτερός, σουβλερός κοφτερός, οξύστομος•

    -ая игла το μυτερό βελόνι•

    -ое копь αιχμηρό ακόντιο•

    -меч αιχμηρό ξίφος•

    острый нож κοφτερό ή αιχμηρό μαχαίρι.

    2. ωοειδής•

    -ое лицо ωοειδές πρόσωπο.

    3. μτφ. ισχυρός, έντονος, οξύς•

    -ое зрение οξεία όραση, οξυωπία•

    -ое обояние οξεία όσφρηση•

    острый слух οξεία ακοή•

    острый ум οξύνοια, ακονισμένο μυαλό.

    4. αψύς, δριμύς, τσουχτερός, πικάντικος•

    острый запах δριμεία οσμή.

    || στυφός•

    -ая айва στυφό κιδώνι.

    5. αρμυρός, ξινός•

    -ые блюда αρμυρά ή ξινά φαγητά.

    || καυτερός, τσουχτερός•

    острый перец καυτερό πιπέρι•

    -ая горчица καυτερό σινάπι ή μουστάρδα.

    6. μτφ. δηκτικός, τσουχτερός•

    -ое словцо δηκτική λέξη•

    у него острый язык ή он остр на язык αυτός έχει φαρμακερή γλώσσα.

    7. δυνατός, ισχυρός, σφοδρός, μεγάλος -οβ•

    желание μεγάλη επιθυμία, μεγάλος πόθος καημός•

    -ая тоска μεγάλη θλίψη.

    8. (για ασθένειες) οξύς•

    острый аппендицит οξεία σκωληκοειδίτιδα•

    -ая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.

    9. μτφ. επίμαχος•

    острый вопрос επίμαχο ζήτημα.

    || οξυμένος οξύς κρίσιμος•

    -ое положение οξυμένη κατάσταση•

    острый кризис οξεία κρίση•

    момент κρίσιμη στιγμή.

    ουσ. θ. -ая η οξεία (τόνος λέξεων).
    εκφρ.
    острый угол – οξεία γων ία.

    Большой русско-греческий словарь > острый

  • 34 отогнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отогнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ισιώνω, ισιάζω, ευθύνω, ευθυάζω (κεκαμμένο, καμπύλο αντικείμενο)• ξεδιπλώνω•

    отогнуть угол страницы ισιάζω τη γωνία της σελίδας.

    2. ανασηκώνω, γυρίζω, μαζεύω•

    отогнуть рукава μαζεύω τα μανίκια•

    отогнуть поля шляпы λυγίζω, κάμπτω το γύρο της ρεπούμπλικας.

    γίνομαι ίσιος, ευθύς, ισιάζω, ισιώνω•

    гвоздь -лся το καρφί ίσιωσε.

    || ανασηκώνομαι, γυρίζω, λυγίζω, κάμπτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отогнуть

  • 35 пережечь

    -жгу, -жжшь, -жгут, παρλθ. χρ. пережг
    -жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пережженный, βρ: -жжн, -жжена, -жжено,
    ρ.σ.μ.
    1. παρακαίω υπερθερμαίνω•

    пережечь кофе παραψήνω τον καφέ.

    || καταστρέφω, αχρηστεύω•

    электрическую лампу καίω την ηλεκτρική λάμπα•

    пережечь предохранитель καίω την (ηλεκτρική) ασφάλεια.

    2. καίω (όλα, πολλά)•

    пережечь все дрова καίω όλα τα καυσόξυλα.

    3. (για καύσιμα, ηλεκτρική ενέργεια) παρακαίω, καίω περισσότερο του κανονικού.
    4. κόβω με τή φωτιά•

    вервку καίω την τριχιά για να την κόψω.

    5. μετατρέπω με τη φωτιά•

    пережечь дрова в угол κάνω τα καυσόξυλα κάρβουνα.

    Большой русско-греческий словарь > пережечь

  • 36 прямой

    επ., βρ: прям, пряма, прямо.
    1. ευθύς, ίσιος•

    -ая линия ευθεία γραμμή•

    -ая дорога ίσιος δρόμος•

    прямой нос ίσια μύτη•

    -ые волосы ίσια μαλλιά.

    2. άμεσος•

    говорить по -мому проводу μιλώ απ ευθείας με το τηλέφωνο•

    -ые выборы άμεσες εκλογές•

    прямой налог άμεσος φόρος.

    3. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης.
    4. φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος•

    прямой вызов φανερή πρόκληση•

    прямой обман ολοφάνερη απάτη.

    || πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. || καθαρός•

    -ая польза καθαρό όφελος•

    -ая выгода καθαρό κέρδος•

    прямой убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα).

    5. ουσ. -ая θ. (μαθ.) η ευθεία (γραμμή).
    εκφρ.
    - ая пропорциональность – (μαθ.) ευθεία αναλογία•
    прямой ворот – ίσιος (ορθός) γιακάς•
    прямой выстрел – ευθυτενής βολή•
    - ое дополнение – (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο•
    -ая дорога
    - путь – σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ.τ.)• -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο•
    - ая линия родства – οι κατιόντες συγγενείς•
    - ое попадание – ευθυβολία, ευστοχία•
    - ая речь – (γραμμ.) ο ευθύς λόγος•
    угол – ορθή γωνία•
    в -ом смысле слова – στην κυριολεξία.

    Большой русско-греческий словарь > прямой

  • 37 составить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    1. παραθέτω, παρατάσσω, βάζω δίπλα, μαζί•

    составить стулья в угол βάζω, κακτοποιώ τα καθίσματα στη γωνία.

    || συνενώνω, φέρω κοντά, πλησιάζω.
    2. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω• εκτελώ• συνθέτω• ενώνω, συντάσσω•

    составить лестницу φτιάχνω σκάλα•

    составить узор φτιάχνω διάκοσμο•

    составить лекарство φτιάχνω φάρμακο•

    составить план φτιάχνω πλάνο,

    4. (κυρλξ. κ. μτφ) σχηματίζω, συγκροτώ• δημιουργώ• αποκτώ•

    хор συγκροτώ χορωδία•

    составить новое правительство σχηματίζω νέα κυβέρνηση•

    составить карьеру κάνω καριέρα•

    составить себе имя δημιουργώ όνομα•

    составить мнение σχηματίζω γνώμη•

    составить себе представление σχηματίζω αντίληψη (εικόνα)•

    ученики -ли предложения οι μαθητές έκαμαν προτάσεις.

    5. αποτελώ•

    это не -ит препятствие αυτό δε θα αποτελέσει εμπόδιο•

    это не -ит большого труда αυτό δε θα απαιτήσει μεγάλο κόπο,

    6. κατεβάζω•

    составить цветы с подоконника на пол κατεβάζω τα λουλούδια από το κατώφλι του παραθυριού στο πάτωμα.

    1. σχηματίζομαι, γίνομαι, δημιουργούμαι.
    2. συγκροτούμαι, ιδρύομαι• οργανώνομαι.
    3. αποτελούμαι κλπ. ρ.μ.

    Большой русско-греческий словарь > составить

  • 38 треснуть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.
    1. βλ. трещать.
    2. ραγίζομαι, σκάζω•

    льдина -ла ο ογκόπαγος ράγισε.

    3. μτφ. αποτυχαίνω οικτρά, χρεοκοπώ.
    4. μ. κ. αμ. χτυπώ δυνατά.
    εκφρ.
    треснуть со смеху – σκάζω από τα γέλια•
    треснуть со злости – σκάζω από την κακία, από το κακό μου•
    хоть -ни – βρε να σκάσεις (ματαιοπονείς).
    χτυπώ, -ιέμαι δυνατά•

    треснуть лбом об угол χτυπώ το κεφάλι στη γων ία.

    Большой русско-греческий словарь > треснуть

  • 39 трёхгранный

    επ.
    τρίεδρος• τρ ιγων ικός, τρ ί-πλευρος•

    трёхгранный угол τρίεδρη γωνία•

    трёхгранный штык τριγωνική λόγχη•

    трёхгранный нэлильник τριγωνική λίμα.

    Большой русско-греческий словарь > трёхгранный

  • 40 тупой

    επ. βρ: туп, -а, -о.
    1. αμβλύς, αμ-βλύστομος, στομωμένος• ατρόχιστος•

    тупой нож στομωμένο μαχαίρι•

    -ая бритва ακόνιστο ξυράφι.

    || πλατύς•

    тупой конец яйца το πλατύ άκρο του αυγού.

    2. παλ. αδύνατος, άτονος, εξασθενημένος•

    -ое зрение αμβλεία όραση• -όθ•

    слух αμβλεία ακοή•

    тупой взгляд άτονο βλέμμα.

    || ανέκφραστος, άχαρος•

    -ая улыбка άχαρο χαμόγελο.

    3. λειψός, κουτούτσικος, αγαθός, αφελής.
    4. παράλογος, αδικαιολόγητος, παράξενος• ανόητος•

    тупой страх αδικαιολόγητος φόβος•

    -ое упрямство στενοκεφαλιά, ανένδοτο πείσμα.

    || αγόγγυστος, αναντίρρητος, αδιαμαρτύρητος• τυφλός•

    -ое повиновение τυφλή υποταγή.

    5. μαλακός•

    -ая боль μαλακός πόνος.

    6. κούφιος, υπόκωφος, πνιχτός.
    7. παλ. βλ. тупиковый.
    εκφρ.
    тупой угол – (μαθ.) αμβλεία γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > тупой

См. также в других словарях:

  • УГОЛ — муж. перелом, излом, колено, локоть, выступ или залом (впадина) об одной грани. Угол линейный, всякие две встречные черты и промежуток их; угол плоскостной или в плоскостях, встреча двух плоскостей или стен; угол толстый, теловой, встреча в одной …   Толковый словарь Даля

  • УГОЛ — угла, об угле, на (в) углу и (мат.) в угле, м. 1. Часть плоскости между двумя прямыми линиями, исходящими из одной точки (мат.). Вершина угла. Стороны угла. Измерение угла градусами. Прямой угол. (90°). Острый угол. (менее 90°). Тупой угол.… …   Толковый словарь Ушакова

  • угол атаки — Рис. 1. Угол атаки профиля. угол атаки — 1) У. а. профиля — угол α между направлением вектора скорости набегающего потока и направлением хорды профиля (рис. 1, см. также Профиль крыла); геометрическая характеристика, определяющая режим… …   Энциклопедия «Авиация»

  • угол атаки — Рис. 1. Угол атаки профиля. угол атаки — 1) У. а. профиля — угол α между направлением вектора скорости набегающего потока и направлением хорды профиля (рис. 1, см. также Профиль крыла); геометрическая характеристика, определяющая режим… …   Энциклопедия «Авиация»

  • Угол (значения) — Угол: Угол  неограниченная геометрическая фигура, образованная двумя лучами (сторонами угла), выходящими из одной точки (вершины угла). Угол физическая величина, отношение длины дуги к её радиусу Угол инструмент, использующийся в… …   Википедия

  • Угол внутреннего трения — параметр прямой зависимости сопротивления грунта срезу от вертикального давления, определяемый как угол наклона этой прямой к оси абсцисс. Источник: ГОСТ 30416 96: Грунты. Лабораторные испытания. Общие положения оригинал документа …   Словарь-справочник терминов нормативно-технической документации

  • угол наблюдения — угол наблюдения: Угол между нормалью, проведенной к поверхности экрана в месте отображения знака, и прямой, соединяющей глаз оператора с точкой пересечения нормали с поверхностью экрана. [ГОСТ Р 50948 2001, статья 3.20] Источник: ГОСТ Р 52871… …   Словарь-справочник терминов нормативно-технической документации

  • Угол атаки — 1) У. а. профиля угол (α) между направлением вектора скорости набегающего потока и направлением хорды профиля (см. также Профиль крыла); геометрическая характеристика, определяющая режим обтекания профиля. Изменение У. а. приводит к изменению… …   Энциклопедия техники

  • Угол резания — Инструмент, устанавливаемый в суппорте лущильного станка, предназначенный для обжима шпона при лущении чурака Источник: ГОСТ 15814 70: Оборудование, инструменты и приборы для производства слоистой древесины. Термины и определения …   Словарь-справочник терминов нормативно-технической документации

  • УГОЛ — (1) атаки угол между направлением воздушного потока, набегающего на крыло самолёта, и хордой сечения крыла. От этого угла зависит значение подъёмной силы. Угол, при котором подъёмная сила максимальна, называется критическим углом атаки. У… …   Большая политехническая энциклопедия

  • угол переднего (заднего) свеса автомобиля — Ндп. угол въезда угол съезда передний (задний) угол проходимости передний (задний) угол свеса Угол между опорной поверхностью и плоскостью, касательной к окружностям наружных диаметров передних (задних) колес и проходящей через точку контура… …   Справочник технического переводчика

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»