Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(ехать)

  • 41 юг

    юг
    м ὁ νότος, ἡ μεσημβρία:
    на \юг, к \югу προς νότο· отдыхать на \юге ἀναπαύομαι στά νότια μέρη, στον νότο· ехать на \юг πηγαίνω στό νότο.

    Русско-новогреческий словарь > юг

  • 42 граница

    θ.
    1. όριο, σύνορο• μεθόριος•

    -ы колхоза τα σύνορα του κολχόζ•

    государственная граница κρατικά σύνορα•

    морская граница χωρικά ύδατα (αιγιαλίτιδα).

    2. (επιτρεπόμενο) όριο•ακρινό σημείο, όριο•

    всему есть граница σε όλα υπάρχει όριο" не знать -иц δε λογαριάζω περιορισμούς•

    сверх всяких -иц πέρα από κάθε όριο•

    ставить -ы βάζω όρια (περιορίζω)’ выйти из -иц приличия βγαίνω από τα όρια της ευπρέπειας•

    это переходит все -ы αυτό ξεπερνάει όλα τα όρια•

    ехать за -у πηγαίνω στο εξωτερικό•

    он жил за -ей αυτός ζούσε στο εξωτερικό•

    она приехала из-за -ы αυτή ήρθε από το εξωτερικό.

    Большой русско-греческий словарь > граница

  • 43 дальше

    1. συγκρ. β. του επ. далекий και του επίρ. далеко.
    2. επίρ. μετά, έπειτα, ύστερα, κατόπιν, ακολούθως•

    а дальше что было? και μετά τι έγινε;•

    что же -? και μετά;

    3. παρακάτω, κατωτέρω•

    пишите дальше γράφετε παρακάτω•

    дальше рассказывай дальше διηγήσου παρακάτω.

    || περισσότερο, άλλο, πιο πέρα•

    я дальше не могу терпеть άλλο δε μπορώ να υποφέρω.

    εκφρ.
    дальше! – παρακάτω!•
    дальше ехать некуда – παραπέρα δεν έχει, δεν πάει, ως αυτού και πίσω•
    не дальше как... ή не дальше чем – (για τόπο, χρόνο) ακριβώς, συγκεκριμένα, καθόλου παραπάνω ή πιο πέρα.

    Большой русско-греческий словарь > дальше

  • 44 должность

    θ.
    αξίωμα• υπηρεσιακή θέση, πόστο•

    административная должность διοικητική θέση•

    должность судьи το αξίωμα του δικαστή•

    получить πιάνω θέση•

    быть без -и είμαι εκτός υπηρεσίας•

    удвердить в -и εγκρίνω το διορισμό ως.

    || τα καθήκοντα•

    вступить в должность αναλαβαίνω τα καθήκοντα•

    несовместимость -ей το ασυμβί-βαστον με την υπηρεσία•

    временно исполняющий должность προσωρινός αναπληρωτής•

    в должность идти ή ехать κ.τ.τ. πηγαίνω υπηρεσία.

    Большой русско-греческий словарь > должность

  • 45 ездить

    езжу, ездишь, ρ.δ.
    1. βλ. ехать (με τη διαφορά όΐι η κίνηση εδώ επαναλαβαίνεται ή γίνεται αε διάφορες κατευθΰνσεις)
    2. έρχομαι, επισκέπτομαι (με μεταφ. μέσο)•

    он к нам -ит каждый день αυτός έρχεται σε μας κάθε μέρα.

    3. μπορώ να οδηγώ•

    на велосипеде он -ит отлично αυτός πηγαίνει με το ποδήλατο άριστα.

    4. μτφ. κινούμαι, μετατοπίζομαι, ξεφεύγω.
    εκφρ.
    ездить (верхом) на ком – πηγαίνω (ή είμαι) καβάλα (υποτάσσω για τα συμφέροντα μου).

    Большой русско-греческий словарь > ездить

  • 46 заяц

    зайца α.
    1. λαγός. || γούνα λαγίσια.
    2. βλ. зайчик (2 σημ.).
    εκφρ.
    ехать -ем – ταξιδεύω λαθραία (χωρίς εισιτήριο), ως λαθρεπιβάτης•
    гоняться (ή гнать(ся) за двуми зайцами – κυνηγώ ταυτόχρονα δυο δουλειές ή βάζω ταυτόχρονα δυο σκοπούς•
    за двумя -ами погонишься, ни одного не поймаешьπαρμ. όποιος κυνηγά δυο λαγούς δεν πιάνει κανένα•
    одним ударом двух -ев убить – μ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια (για ταυτόχρονες επιτυχίες).

    Большой русско-греческий словарь > заяц

  • 47 море

    -я, πλθ. -я, -и ουδ.
    1. η θάλασσα•

    средиземное море Μεσόγεια θάλασσα•

    балтийское море Βαλτική θάλασσα•

    каспийское море Κασπία θάλασσα•

    взволнованное море ταραγμένη θάλασσα•

    бурное море τρικυμισμένη θάλασσα•

    за -ем πέραν των θαλασσών μακριά στα ξένα•

    из-за -я πέρα από τις θάλασσες, εκείθεν των θαλασσών.

    || πέλαγος•

    эгиско море Αιγαίο πέλαγος•

    ионическое море Ιόνιο πέλαγος.

    || λίμνη πολύ μεγάλη•

    аральское море η λίμνη Αρρίλη.

    2. μτφ. πάρα πολύ, ποτάμι, ωκεανός•

    море слз π,οτάμια δάκρυα•

    море крови ποτάμια αίματος.

    || τεράστια έκταση•

    хлебов θάλασσα σιτηρών.

    3. επίρ. δια θαλάσσης•

    ехать -ем ταξιδεύω δια θαλάσσης.

    εκφρ.
    житейское мореπαλ. πολυτάραχος (πολυκύμαντος) βίος•
    в открытое море (выйти); в открытом -е – στα ανοιχτά της θάλασσας•
    за -ем, (мореями)παλ. στα ξένα•
    на дне -я найти (сыскать); со дна -я достать – να βρεθεί οπού και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας•
    ждать у -я погоды – εκ Ναζαρέτ δύναται αγαθόν είναι; ή από του διαβόλου την αυλή ούτε ερίφι ούτε αρνί.

    Большой русско-греческий словарь > море

  • 48 неволя

    θ.
    1. σκλαβιά, δουλεία, ειλωτία• αιχμαλωσία•

    бежать из -и φεύγω (δραπετεύω) από τη σκλαβιά.

    2. (απλ.) ανάγκη, καταναγκασμός σφίξη•

    горькая неволя αδυσώπητη ανάγκη•

    что за неволя ехать в такой дождь τι ανάγκη υπάρχει να πάμε με τέτοια βροχή.

    3. ως επίρ. παλ. -ей, -его βλ. невольно.

    Большой русско-греческий словарь > неволя

  • 49 неохота

    θ.
    1. αθυμία, απροθυμία ανορεξία•

    с -ой ανόρεχτα, χωρίς διάθεση.

    2. ως κατηγ. δεν υπάρχει διάθεση•

    мне неохота ехать на бал δεν έχω διάθεση να πάω στο χορό.

    Большой русско-греческий словарь > неохота

  • 50 охота

    θ.
    κυνήγι, θήρα•

    медвежья охота κυνήγι αρκούδων•

    охота на волков κυνήγι λύκων•

    идти (ехать) на -у πηγαίνω κυνήγι•

    пристраститься к -е με πιάνει μανία κυνηγιού•

    псовая охота κυνήγι με σκυλιά;

    τα μέσα κυνηγιού (σκυλιά, γεράκια, παγίδες κ.τ.τ.).
    θ.
    επιθυμία, διάθεση, όρεξη, αποθυμιά• κλίση, τάση, ζήλος•

    у него большая охота учиться αυτός έχει μεγάλο ζήλο για γράμματα•

    у него нет -ы к музыке αυτός δεν έχει κλίση στη μουσική•

    отбить -у κόβω την όρεξη (διάθεση)•

    он всё делает с -ой αυτός όλα τα κάνει πρόθυμα.

    εκφρ.
    охота тебе (делать что) – γιατί, τι σου αρέσει, τι θέλεις•
    что за охота – τι σας αρέσει•
    α) όσο θέλω, κατά βούληση, με την ψυχή μου• отдыхай в -у – ξεκουράσου όσο θέλεις• спи в -у – κοιμήσου όσο θέλεις•
    β) ως κατηγ. θέλω, μου αρέσει• вам уже надоело, а ему в -у посмотреть – εσείς πια βαρεθήκατε, αυτός όμως θέλει να κοιτάξει.

    Большой русско-греческий словарь > охота

  • 51 поезжай(те)

    (προστκ. του μή χρησιμοποιούμενου ρ. поезжать).
    Χρησιμοποιείται σαν προστακτική•

    поехать κ. ехать, βλ. ρ.

    Большой русско-греческий словарь > поезжай(те)

  • 52 поклон

    α.
    υπόκλιση, (ως χαιρετισμός)

    низкий поклон βαθιά (εδαφιαία) υπόκλιση•

    передайте ему мой поклон μεταδόστε του τους χαιρετισμούς μου.

    εκφρ.
    идти (ехатьκ.τ.τ.) на поклон ή с -ом α) υποκλίνομαι ταπεινά, β) καθικετεύω, εκλιπαρώ.

    Большой русско-греческий словарь > поклон

  • 53 расположение

    ουδ.
    1. διευθέτηση, τακτοποίηση• διαρύθμιση• διάταξη. || σειρά, τάξη • παράταξη•

    расположение слов в предложении η κανονική σειρά των λέξεων στην πρόταση.

    2. εγκατάσταση, τοποθέτηση•

    расположение лагерем στρατοπέδευση• καταυλισμός.

    (στρατ.) διάταξη•

    войск διάταξη των στρατευμάτων.

    3. διάθεση•

    доброе расположение καλή (ευνοϊκή) διάθεση.

    || κλίση, όρεξη• επιθυμία•

    у него никакого -я к медицине αυτός δεν έχει καμιά διάθεση (κλίση)για γιατρός•

    у меня нет -я ехать завтра δεν είμαι διατεθημένος να αναχωρήσω αύριο.

    || εύνοια, συμπάθεια. || προδιάθεση•

    расположение к болезням προδιάθεση για ασθένειες.

    Большой русско-греческий словарь > расположение

  • 54 расчёт

    α.
    1. υπολογισμός, λογαριασμός•

    правильный расчёт σωστός λογαριασμός•

    ошибка в -θ λάθος στο λογαριασμό ή λογιστικό λάθος•

    произвести расчёт κάνω υπολογισμό.

    2. απόλυση από την εργασία (με τις δουλεμένες αποδοχές).
    3. μτφ. λογοδοσία.
    4. σκοπός, πρόθεση•

    ошибся в своих -ах λάθεψα στους υπολογισμούς•

    сказал ему с -ом του είπα σκόπιμα•

    обмануться в -е πέφτω έξω στους υπολογισμούς•

    сделал это без всякого -а το έπραξα χωρίς κανένα απώτερο σκοπό.

    5. όφελος, κέρδος• συμφέρον•

    мне нет -а ехать туда δεν έχω κανένα όφελος να πάω εκεί.

    6. βλ. расчтливость.
    7. (στρατ.) το στοιχείο (οι πυροβολητές).
    εκφρ.
    врасчёт -е – πάτοι (ξόφλισα, πάτσισα)•
    из -а – παίρνοντας υπ όψη, υπολογίζοντας•
    принять (взять) в расчёт – λαβαίνω (παίρνω•) υπ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > расчёт

  • 55 сани

    -ей πλθ. χιονολισθητήρας• έλκηθρο•

    сани ехать на ή в -ях πηγαίνω με το έλκηθρο.

    εκφρ.
    не в свой сани сесть – πιάνω θέση (στηνυπηρεσία, κοινωνία) που δεν αξίζω.

    Большой русско-греческий словарь > сани

  • 56 уговорить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уговоренный, βρ: -рен, -рена, -рено
    ρ.σ.μ.
    1. πείθω•

    уговорить больного подвергнуться операции πείθω τον άρρωστο να κάνει εγχείρηση.

    2. καθησυχάζω παρηγορώντας.
    συμφωνώ, συμβιβάζομαι•

    они -лись ехать вместе αυτοί συμφώνησαν να ταξιδέψουν μαζί.

    Большой русско-греческий словарь > уговорить

  • 57 ужасно

    1. επίρ. πάρα πολύ, φοβερά, υπέρμετρα, υπερβολικά, άκρως•

    он ужасно богат αυτός είναι πάμπλουτος.

    2. ως κατηγ. είναι φοβερό, φρικτό, φρίκη•

    ужасно ехать в такой темноте εί-φοβερό να ταξιδεύεις μέσα σε τέτοιο σκοτάδι•

    это ужасно αυτό είναι φρικτό.

    Большой русско-греческий словарь > ужасно

  • 58 через

    (πρόθεση με αιτ.).
    1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•

    переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•

    перейти через улицу περνώ την οδό•

    пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•

    переступить через порог περνώ το κατώφλι.

    || (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•

    мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.

    || πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•

    деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.

    2. μέσα απο•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.

    || μέσο, δια μέσου•

    ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.

    || απο•

    проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.

    3. υπέρ, πάνω απο•

    перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•

    прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.

    || υπεράνω•

    через силу υπεράνω των δυνάμεων.

    4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•

    оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•

    сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•

    переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•

    через расстрел με τουφεκισμό•

    через повешение με απαγχονισμό.

    5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•
    - болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.
    6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•

    через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•

    полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.

    || μεταξύ, ανάμεσα•

    писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.

    7. κάθε, ανά•

    курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•

    принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•

    работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > через

  • 59 черепаха

    θ.
    1. η χελώνα•

    сухопутная черепаха χελώνα της ξηράς•

    морская черепаха θαλάσσια χελώνα•

    болотная черепаха η χελωδίνη.

    2. το όστρακο της χελώνας (για κατασκευή αντικειμένων).
    εκφρ.
    как черепаха ή -ой.идти, ехать – πηγαίνω σαν τη χελώνα, με βήματα αργά (προχωρώ, προοδεύω αργά).

    Большой русско-греческий словарь > черепаха

См. также в других словарях:

  • Ехать — значит ехать... Жанр музыкальная комедия Режиссёр Виктор Василенко Продюсер Сергей Сорочинский Автор сценария Леонид …   Википедия

  • ЕХАТЬ — ЕХАТЬ, еду, едешь, д.н.в. (обл.) едучи, в знач. повел. наст. вр. употр. поезжай (езжай прост. обл.; ехай неправ.), несовер. (срн. ездить). 1. Двигаться, перемещаться при помощи каких нибудь средств передвижения. Ехать лесом. Ехать на санях. Ехать …   Толковый словарь Ушакова

  • ехать — Ездить, кататься, катить, колесить, путешествовать, скакать, лететь, мчаться, нестись, гнать. На биржу тянется извозчик . Пушк. Я исколесил всю Россию. Гнать во весь опор. Ездить верхом, скакать, гарцевать, наездничать. Лошади понесли, помчали.… …   Словарь синонимов

  • ЕХАТЬ — ЕХАТЬ, см. ездить. Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 …   Толковый словарь Даля

  • ЕХАТЬ — ЕХАТЬ, еду, едешь; в знач. повел. употр. поезжай и (прост.) езжай; едучи; несовер. 1. Двигаться куда н. при помощи каких н. средств передвижения. Е. на поезде, на теплоходе (поездом, теплоходом). Е. на велосипеде, на лошадях (лошадьми). Е. в… …   Толковый словарь Ожегова

  • ехать — ехать, еду, едет; пов. поезж ай(те) …   Русский орфографический словарь

  • ехать — Ехать, с точки зрения словаря ошибок, этот глагол вызывает интерес своей формой повелительного наклонения: поезжай(те)! Формы езжай(те) или ехай(те) являются нелитературными и могут использоваться только для того, чтобы придать просторечную… …   Словарь ошибок русского языка

  • ехать — ехать, еду, едет; повел. поезжай и в просторечии езжай (неправильно едь, ехай); дееприч. ехав и в просторечии едучи …   Словарь трудностей произношения и ударения в современном русском языке

  • ехать — глаг., нсв., ??? Морфология: я еду, ты едешь, он/она/оно едет, мы едем, вы едете, они едут, поезжай, поезжайте, ехал, ехала, ехало, ехали, едущий, ехавший 1. Когда вы едете на машине, велосипеде и т. п., вы управляете им и двигаетесь в… …   Толковый словарь Дмитриева

  • ЕХАТЬ —     Видеть сон, в котором вы едете на машине, означает вашу активность и удачливость в делах. Для влюбленных ехать рядом в машине знаменует верность друг другу, несмотря на происки соперников и соперниц.     Если вы во сне верхом на лошади… …   Сонник Мельникова

  • ехать — Древнерусское – ехати. Общеславянское – jeti. Слово появилось в языке в XI в., его происхождение точно не установлено. Глагол «ехать» означает «передвигаться» с помощью какого либо транспорта». Слова с похожим значением и написанием встречаются… …   Этимологический словарь русского языка Семенова

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»