Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(еду)

  • 1 еду

    еду, едешь
    и т. д. наст. вр. от ехать.

    Русско-новогреческий словарь > еду

  • 2 ехать

    еду, едешь, μτχ. ενεστ. едущий επίρ. μτχ. ехав κ. (παλ., απλ.) едучи ρ.δ.
    1. πηγαίνω (με μεταφ. μέσο) ταξιδεύω•

    ехать верхом πηγαίνω καβάλα (έφιππος)•

    ехать на параходе ταξιδεύω με το πλοίο•

    ехать на велосипеде πηγαίνω με το ποδήλατο.

    || κινούμαι, βρίσκομαι σει κίνηση, κυλώ•

    поезд едет το τραίνο πηγαίνει.

    2. αναχωρώ, φεύγω•

    завтра я еду в афины αύριο φεύγω για την Αθήνα.

    3. μτφ. μετακινούμαι, γλιστρώ, μετατοπίζομαι•

    галстук -ет набок η γραβάτα στραβώνει.

    Большой русско-греческий словарь > ехать

  • 3 заехать

    -еду, -едешь, προστκ. δεν έχει• ρ. σ.
    1. επισκέπτομαι περαστικός, περνώ διαβατικός. || έρχομαι να πάρω•

    я -еду за вами θα έρθω να σας πάρω•

    за мной -ли ήρθαν να με πάρουν.

    || μπαίνω εισέρχομαι•

    заехать во двор μπαίνω στην αυλή.

    2. απομακρύνομαι, προχωρώ μακριά•

    он -ал в трясину αυτός προχώρησε μακριά στο βαλτότοπο.

    3. στρίβω, στρέφω, γυρίζω• κρύβομαι•

    заехать за угол στρίβω στη γωνία,

    4. πατσίζω, χτυπώ.

    Большой русско-греческий словарь > заехать

  • 4 едешь

    еду, едешь
    и т. д. наст. вр. от ехать.

    Русско-новогреческий словарь > едешь

  • 5 взъехать

    -еду, -едешь, ρ.σ.
    ανεβαίνω, ανέρχομαι (με μεταφορικό μέσο).

    Большой русско-греческий словарь > взъехать

  • 6 возвести

    -еду, -едёшь, παρλθ. χρ. возвел, -ела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. -едший, эр:-ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.
    1. παλ. ανεβάζω•

    возвести на престол ανεβάζω στο θρόνο.

    || υψώνω, σηκώνω•

    возвести глаза σηκώνω τα μάτια.

    2. προάγω, προβιβάζω, κάνω• απονέμω, δίνω βαθμό.
    3. ανεγείρω•

    возвести здание ανεγείρω κτίριο.

    4. σε συνδυασμό με τα ουσιαστικά: обвинение, клевета, ложь κλπ. στα ελληνικά αποδίδεται με ρ. που έχει τη σημ. του ουσιαστικού:

    возвести обвинение κατηγορώ•

    возвести клевету συκοφαντώ•

    возвести ложь ψεύδομαι.

    5. μαθ •υψώνω, ανεβάζω•

    возвести пять в квадрат υψώνω το πέντε στο τετράγωνο.

    6. ανάγω•

    некоторые обычия можно возвести в глубокой древности μερικές συνήθειες μπορεί ν’ αναχθούν στην πολύ μακρινή αρχαιότητα.

    εκφρ.
    возвести на ступень – ανάγω στο βαθμό (ή τη δύναμη).
    παλ. (γιά μάτια, βλέμμα κ.τ.τ.) ανυψώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > возвести

  • 7 воспроизвести

    -еду, -едёшь, παρλθ. χρ. -вел, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воспроизведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. воспроизведенный, βρ: -ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.
    1. αναπαράγω• ανανεώνω•

    воспроизвести капитал ‘ αναπαράγω το κεφάλαιο.

    2. αναδημιουργώ• αναπαρασταίνω•

    мысленно воспроизвести события юности νοερά επαναφέρω στη μνήμη τις νεανικές πράξεις.

    || εκθέτω, ε-παναλαβαίνω•

    воспроизвести чужие мнения επαναλαβαίνω ξένες γνώμες.

    3. ανατυπώνω• αναπαράγω•

    воспроизвести звук αναπαράγω ήχο.

    Большой русско-греческий словарь > воспроизвести

  • 8 выехать

    -еду, -едешь, προστκ. δεν έχει• ρ.σ.
    1. αναχωρώ, φεύγω (με μεταφ. μέσο)•
    2. φτάνω (με μεταφ. μέσο).
    3. μτφ. χρησιμοποιώ προς όφελος, για κέρδος, βγάζω.

    Большой русско-греческий словарь > выехать

  • 9 доехать

    -еду, -едешь
    ρ.σ.
    φτάνω ως, αφικνούμαι•

    ну, -ли, вылезайте λοιπόν, φτάσαμε, αποβιβαστείτε.

    (μτφ.) στενοχωρώ, σεκλετίζω, προξενώ στενοχώρια, δυσφορία.

    Большой русско-греческий словарь > доехать

  • 10 обвести

    -еду, -едешь, παρλθ. χρ. обвл, -ели, -ело, μτχ. παρλθ. χρ. обведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обведенный, βρ: -ден, -дена, -дено, επιρ. μτχ. обведший κ. обведя
    ρ.σ.μ.
    1. περιφέρω•

    обвести гостей вокруг дома περιφέρω τους φιλοξενούμενους γύρω από το σπίτι (τους δείχνω το σπίτι μου).

    || παρακάμπτω αποφεύγω (τον αντίπαλο).
    2. κινούμαι κυκλικά. || (για βλέμμα) περιφέρω.
    3. (για σχέδιο) περιγράφω, διαγράφω, κάνω κυκλοτερές διάγραμμα.
    4. περιβάλλω, περικλείω, περιφράζω.
    5. περιχρίω, περιδιαγράφω (με μελάνη κ.τ.τ.).
    6. (απλ.) απατώ, ξεγελώ.

    Большой русско-греческий словарь > обвести

  • 11 обзавести

    -еду, -едешь, παρλθ. χρ. обза-вл, -ела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. обзавдший,
    επίρ. μτχ. обзаведя ρ.σ.μ. με οργν. παλ. εξασφαλίζω με τα απαραίτητα εφοδιάζω, προμηθεύω νοικοκυρεύω•

    обзавести хозяйством φτιάχνω το νοικοκυριό μου.

    εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι τα προς του ζειν, για το νοικοκυριό. || αποκτώ, δημιουργώ (οικογένεια, φίλους κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > обзавести

  • 12 отвести

    -еду, -едешь, παρλθ. χρ. отвёл, -вела, -ло μτχ. παρλθ. χρ. отведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отведенный, βρ: -ден, -дена, -дено επιρ. μτχ. отведя
    ρ.σ.μ.
    1. φέρω, πηγαίνω•

    отвести ребёнка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό.

    2. απάγω, αποσύρω, απομακρύνω παίρνω•

    отвести стадо от дороги παίρνω το κοπάδι από το δρόμο.

    || μεταφέρω, μετακομίζω. || μτφ. απομακρύνω, αποξενώνω.
    3. διοχετεύω, παροχετεύω αποχετεύω παίρνω•

    -воду от города διοχετεύω τα νερά έξω από την πόλη•

    отвести глаза παίρνω τα μάτια (κοιτάζω αλλού).

    || αποκρούω•

    отвести удар αποκρούωτο χτύπημα.

    || προλαβαίνω, αποτρέπω, αποσοβώ•

    беду προλαβαίνω το κακό.

    4. μτφ. απορρίπτω, δε δέχομαι• — заявление δεν κάνω δεκτή την αίτηση.
    5. παραχωρώ, παρέχω• χορηγώ•

    отвести участок под школьный сад παραχωρώ τόπο για σχολικό κήπο.

    6. πολλαπλασιάζω με καταβολάδες.
    εκφρ.
    отвести глаза кому – αποτραβώ την προσοχή κάποιου, εξαπατώ, ξεγελώ.

    Большой русско-греческий словарь > отвести

  • 13 переехать

    -еду, -едешь
    ρ.σ.
    1. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι (με μεταφ. μέσο).
    2. μετοικώ μετακομίζομαι.
    3. μ. πατώ, συνθλίβω, περνώ•

    троллейбус -ал упавшего человека το τρόλεϊ πάτησε τον άνθρωπο, που έπεσε.

    Большой русско-греческий словарь > переехать

  • 14 поехать

    -еду, -едешь ρ.σ.
    1. πηγαίνω,φεύγω•

    поехать на курорт πηγαίνω στη λουτρόπολη•

    на пароход πηγαίνω ατμοπλοϊκά, με το πλοίο.

    || κατευθύνομαι, κόβω, τραβώ•

    повозка -ла направо το αμάξι έκοψε δεξιά.

    2. μτφ. αρχίζω να φλυαρώ ενοχλητικά, πιάνω τη λίμα, αρχίζω την πάρλα•

    вот болтун•, как -ал, не остановишь να φλύαρος: σαν αρχίσει την πάρλα δεν τον σταματάς.

    Большой русско-греческий словарь > поехать

  • 15 проехать

    -еду, -едешь ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι (για μεταφ. μέσο ή σε με-ταφ. μέσο)•

    по асфальтной дороге -ал грузовик στον ασφαλτόδρομο πέρασε ένα φορτηγό αυτοκίνητο•

    он -ал последний дом на улице и свернул вправо αυτός πέρασε το τελευταίο σπίτι της οδού και έστριψε δεξιά.

    || διατρέχω, διανύω. || πηγαίνω (με μεταφ. μέσο)• μεταβαίνω•

    надо к брату проехать πρέπει να πάω στον αδερφό.

    2. περνώ, διέρχομαι, διαβαίνω χωρίς να σταματήσω.
    κάνω περίπατο (σε άλογο, αυτοκίνητο κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    проехать на чей счёт ή по адресу когоβλ. στη λ. пройтись.

    Большой русско-греческий словарь > проехать

  • 16 ехать

    ехать 1) πηγαίνω ( με μετα φορικό μέσο) \ехать поездом (на автомобиле, метро) πηγαίνω με τρένο ( αυτοκίνητο, μετρό) \ехать верхом πηγαίνω καβάλα 2) (уезжать) φεύγω, αναχωρώ куда вы едете? πού πηγαίνετε; я еду завтра φεύγω αύριο
    * * *

    е́хать по́ездом (на автомоби́ле, метро́) — πηγαίνω με τρένο (αυτοκίνητο, μετρό)

    е́хать верхо́м — πηγαίνω καβάλα

    2) ( уезжать) φεύγω, αναχωρώ

    куда́ вы е́дете? — πού πηγαίνετε

    я е́ду за́втра — φεύγω αύριο

    Русско-греческий словарь > ехать

  • 17 набрасываться

    набрасываться
    несов ρίχνομαι, ρίπτομαι, χυμάω:
    \набрасываться на кого-л. ρίχνομαι ἐπάνω σέ κάποιον \набрасываться на еду ρίχνομαι στό φαΐ· \набрасываться на кого-л. с вопросами βομβαρδίζω κάποιον μέ ἐρωτήσεις.

    Русско-новогреческий словарь > набрасываться

  • 18 налегать

    налегать
    несов
    1. (опираться) ἀκουμπώ, πέφτω, στηρίζομαι· \налегать на весла ρίχνομαι στά κουπιά, κωπηλατώ ἐντατικά·
    2. пере ἡ. ρίχνομαι, δουλεύω ἐντατικά:
    \налегать на еду́ ρίχνομαι στό φαΐ.

    Русско-новогреческий словарь > налегать

  • 19 проедать

    проедать
    несов
    1. (насквозь) τρώγω/ καίω, διαβιβρώσκω (о кислоте)·
    2. (тратить на еду) разг τρώγω, κατασπαταλώ.

    Русско-новогреческий словарь > проедать

  • 20 бросать

    ρ.δ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•

    гранату ρίχνω χειροβομβίδα•

    бросать якорь ρίχνω άγκυρα.

    2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•

    бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.

    3. διαχέω, σκορπίζω•

    бросать тень ρίχνω σκιά•

    солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.

    4. αποβάλλω ως άχρηστο•

    он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.

    || τοποθετώ άταχτα•

    бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.

    5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•

    бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.

    || μτφ. παύω, σταματώ•

    бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•

    -айте работу! σταματήστε τη δουλιά!

    (απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•

    меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.

    εκφρ.
    бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•
    бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•
    бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•
    бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•
    бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•
    бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•
    бросать теньμτφ. αμαυρώνω.
    1. αλληλορίχνω•

    -снежками χιονοπολεμώ.

    || μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•

    бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).

    2. σπεύδω, τρέχω•

    бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.

    || ρίχνομαι, πέφτω•

    бросать на колени πέφτω στα γόνατα•

    бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.

    3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•

    собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.

    || τρώγω αχόρταγα•

    бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.

    4. πηδώ από ψηλά•

    бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•

    бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•

    бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.

    5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    εκφρ.
    бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•
    бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•
    бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•
    вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•
    краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > бросать

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»