-
81 разить
-
82 разрешить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разрешенный, βρ: -шен, -пгена, -о1. ρ.σ.μ.επιτρέπω, δίνω άδεια• αφήνω•разрешить беспрепятственный вход и выход επιτρέπω ελεύθερατην είσοδο και έξοδο•
разрешить пить вино επιτρέπωνα πιει κρασί.
2. λύνω, δίνω λύση•разрешить вопрос λύνω το ζήτημα•
разрешить спор λύνω τη διαφορά.
|| διευθετώ, διακανονίζω, επιλύω•разрешить противоречия επιλύω τις αντιθέσεις.
|| απαλλάσσω• αποδεσμεύω• απελευθερώνω•разрешить кого–нибудь от обязательства απαλλάσσω κάποιον από τις υποχρεώσεις.
3. (προστκ.) -й(те) επίτρεψε, επιτρέψτε•-йте пройти επιτρέψτε μου (αφήστεμε) να περάσω.
4. παλ. θεραπεύω, επαναφέρω (όραση, ακοή, ομιλία). || μτφ. λύνω•разрешить молчание λύω τη σιωπή.
1. λύνομαι•вопрос -йлся το ζήτημα λύθηκε.
|| διαλύομαι•сомнения -лись οι αμφιβολίες διαλύθηκαν.
2. περατώνομαι, τελειώνω•дело -лось η υπόθεσητέλειωσε.
|| τερματίζομαι, καταλήγω•болознь -лась кризисом η άρρωστεια κατέληξε σε κρίση.4. γεννώ, λευτερώνομαι•ока -ла.сь от бремени αυτή γέννησε (λευτερώθηκε από το κοιλιακό βάρος).
|| δημιουργώ, φτιάχνω (μετά από μακρές προσπάθειες). -
83 роскошь
-и θ.1. πολυτέλεια• λούσο• αίγλη• χλιδή•дама одетая с -ьго κυρία ντυμένη στα λούσια•
вырасти в -и μεγαλώνω στην πολυτέλεια.
2. βλάστηση πλούσια.3. θαύμα, πολύ εξαιρετικό•это вино роскошь -! αυτό το κρασί είναι βαϋ
α,εκφρ.предметы -и – είδη πολυτέλειας•позволить себе роскошь – επιτρέπω στον εαυτό μου περ ιττότητες•это уж роскошь – αυτό πια είναι πολυτέλεια (περίσσιο). -
84 сердитый
επ., βρ: -дит, -а, -о.1. ευέξαπτος, αψιθυμος, ευόργητος, οργιλος, θυμώδης.2. θυμωμένος, οργισμένος.3. δυνατός, γερός, δραστικός•-ая горчица καυστικό σινάπι•
табак βαρύς καπνός•
сердитый мороз δυνατό (τσουχτερό) κρύο (παγωνιά)•
-ое вино δυνατό (αψύ) κρασί•
4. (απλ.) ζηλωτής, πρόθυμος•под -ую руку πάνω στο θυμό ή στην οργή.
-
85 сладкий
επ., βρ: -док, -дка, -дко, слаще; сладчайший.1. γλυκός•сладкий чай γλυκό τσάι•
плод γλυκός καρπός•
-ое вино γλυκό κρασί.
2. ουσ. ουδ-ое το γλύκισμα•обед без -ого γεύμα χωρίς γλύκισμα.
3. μτφ. καλός, ευχάριστος• απολαυστικός•-ая жизнь απολαυστική ζωή•
-ие грзы όνειρα γλυκά•
сладкий сон γλυκός ύπνος•
сладкий звук γλυκός ήχος.
4. μτφ. παρατραβηγμένος, υπέρ το δέον•-ие слова γλυκόλογα.
5. γλυκός (μη αρμυρός, μη καυτερός κ.τ.τ.)• сладкий сыр γλυκό κασέρι (μη αρμυρό)•сладкий перец πιπέρι μη καυτερό•
-ое масло βούτυρο ανάλατο.
-
86 смягчить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смягченный, βρ: -чен, -чена, -чегоρ.σ.μ.1. μαλακώνω, -κύνω, απαλύνω•смягчить кожу μαλακώνω το δέρμα.
2. μτφ. καταπραΰνω, κατευνάζω• μετριάζω•смягчить боль μαλακώνω τον πόνο.
|| μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω•смягчить приговор μετριάζω την ποινή.
|| αδυνατίζω, νοθεύω•вино αδυνατίζω (νερώνω) το κρασί.
|| μτφ. κάνω ήπιο•смягчить климат μαλακώνω το κλίμα.
3. (γλωσ.) μαλακώνω (την προφορά των συμφώνων).1. μαλακώνω, απαλύνομαι•кожа -лась το δέρμα μαλάκωσε.
2. μτφ. (κατα)πραΰνομαι, κατευνάζομαι, γίνομαι ήπιος: καλμάρω. || αδυνατίζω, εξασθενίζω. || μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• μετριάζομαι. -
87 созреть
-его, -ешьρ.σ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) ωριμάζω•плоды -ли οι καρποί ωρίμασαν•
талант его -ел το ταλέντο του ωρίμασε•
идея -ла η ιδέα ωρίμασε.
2. γίνομαι, φτάνω στο απαιτούμενο όριο•вино -ло το κρασί έγινε.
-
88 сортовой
επ.ποιοτικός, καθορισμένης ποιότητας. || του είδους ή της ποικιλλιας.εκφρ.- – όθ•вино – κρασί από ορισμένη ποι,κιλ-λία σταφυλιών. -
89 старый
επ., βρ: стар, стара, старо; старше, старее κ. παλ. старее, старе; старейший.1. γέρος, γηραλέος•старый человек γέρος άνθρωπος.
2. βλ. стариковский.3. παρήλικος, που δεν αρμόζει στην ηλικία.4. παλιός, αρχαίος•старый университет παλιό πανεπιστήμιο•
старый долг παλιό χρέος•
-ая привычка παλιά συνήθεια•
старый прим παλιός (ξεπερσμένος) τρόπος.
|| έμπειρος, παλιός, παλαίμαχος.5. φθαρμένος• άχρηστος•-ое платье παλιό φόρεμα•
-ые книги παλιά βιβλία•
старый дом παλιόσπιτο.
|| προηγούμενος, προγενέστερος•старый адрес παλιά διεύθυνση•
старый картофель παλιά πατάτα•
-ые годы τα παλιά χρόνια•
-ые производственные отношения παλιές παραγωγγικές σχέσεις.
6. ουσ. -ое ουδ. το παλιό, τα παλιά•забывать -ое ξεχνώ τα παλιά•
борьба нового со старым πάλη του καινούργιου και του παλιού.
εκφρ.- ая вера – βλ. староверство• -ое вино παλιό κρασί•старый стиль – παλιό ημερολόγιο•старый и малый; стар и мал; и стар и мал – μεγάλοι και μικροί (όλες οι ηλικίες)•человек -го закала – άνθρωπος του παλιού καιρού, παλιών συνηθειών προγονολάτρης. -
90 столовный
επ.1. του τραπεζιού•столовный ящик συρτάρι του τραπεζιού.
2. του φαγητού•-ая ложка κουτάλι του φαγητού•
-ая соль αλάτι μαγειρικό.
3. επίπεδος•-ая вершина επίπεδη κορυφή.
εκφρ.- ое вино – γνήσιο κρασί. -
91 сухой
επ., βρ: сух, -а, -о; суше.1. ξηρός• στεγνός•-йе дрова ξηρά καυσόξυλα-сухойое сено ξηρό χόρτο•
сухой порох στεγνή μπαρούτη•
сухой хлеб ξηρό ψωμί•
-йе глаза άκλαυτα μάτια•
ветер ξηρός άνεμος (χωρίς υγρασία)•
-ое лето ξηρό (άνυδρο) καλοκαίρι•
-ое дерево ξηρό δέντρο (ξέρακας)•
сухой кашель ξερόβηχας•
плеврит ξηρή πλευρίτιδα•
-йе волосы στεγνά μαλλιά.
2. ξηραμένος• στεγνωμένος• διατηρημένος•-ая малина ξηραμένα σμέουρα•
-йе фрукты ξηραμένα φρούτα•
-ие овощи ξηραμένα λαχανικά•
-ое молоко γαλακτόσκονη.
3. αδύνατος, ισχνός, ξερακιανός•сухие ноги τα κανιά•
-ая рука ξερακιανό χέρι.
4. μτφ. αδιάφορος, άχαρος, απροσήγορος• τυπικός.5. μτφ. άτονος, χωρίς ζωντάνια.6. (αθλτ., παιγν.) νικώ κατά κράτος, χωρίς μα πάρει ούτε ένα πόντο•сделать -уго кому-Η, βγάζω κάποιον παρθένα (κατανικώ).
εκφρ.- ое вино – γνήσιο και μη γλυκό κρασί•сухой лд – ξηρός πάγος•- ая гроза – μπουμπουνητό χωρίς βροχή•сухой пак – ξηρό σιτηρέσιο, ξηρή τροφή•- им путм – δια ξηράς (μετάβαση). -
92 терпкий
επ., βρ: -пок, -пка, -пко; терпче στυφός•-ое вино στυφό κρασί.
|| δριμύς•-запах δριμεία οσμή.
|| μτφ. τραχύς, οξύς, δηκτικός, καυτερός. -
93 то
то 1σύνδ. πότε, μια•то на право, то налево πότε προς τα δεξιά, πότε προς τα αριστερά•
то тут, то там μια εδώ, μια εκεί•
она то плакала то смеялась αυτή πότε έκλαιγε, πότε γελούσε.
|| με τα μόρια•не, или σημαίνει κάτι αμφίβολο, ακαθάριστο• σαν•
не то снег, не то дождь σαν χιόνι, σαν βροχή.
εκφρ.а то – βλ. а2• а то нет βλ. нет• не то αλλιώς, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση• (да) и то και μόνο, κι ακόμα, και επιπλέον•вино подавали за ужином, и то по рюмочке – κρασί προσέφερναν μετά το δείπνο, όμως μόμο ένα ποτηράκι.то 2βλ. тот.то 3(μόριο επιτακ. στην αρχή της κύριας πρότασης)• τότε•если так, то я не согласен άν είναι έτσι, τότε εγώ δε συμφωνώ.
-
94 тронутый
επ. από μτχ.1. λίγο βλαμμένος, λίγο φθαρμένος ή χαλασμένος•-ое вино κρασί λίγο χαλασμένο.
2. λίγο φρενοβλαβής, λίγο βαρεμένος.3. συγκινημένος. -
95 туманить
ρ.δ.μ.1. ανταριάζω, σκοτεινιάζω.2. θολώνω, θαμπώνω•слёзы -ят глаза τα δάκρυα θαμπώνουν τα μάτια.
|| συγχύζω, μπερδεύω, συσκοτίζω•вино -ит голову το κρασίθολώνει το κεφάλι (το μυαλό)•
страсть туманитьит рассудок το πάθος θολώνει το λογικό.
1. ανταριάζω, καλύπτομαι από ομίχλη. || θαμποφαίνομαι.2. θαμπώνω, -ομαι, θολώνω, -ομαι•взор -ится το βλέμμα θαμπώνει.
|| μτφ. συγχύζομαι, μπερδεύομαι, συσκοτίζομαι•-ится моя мысль συσκοτίζεται η σκέψη μου•
его голова -лась το κεφάλι του (το μυαλότου) θόλωσε.
-
96 тянуть
тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.δ.1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•
тянуть за руку τραβώ από το χέρι.
2. τεντώνω• απλώνω•тянуть руку απλώνω το χέρι•
тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.
|| κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•
тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.
|| κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).3. μ. έλκω•пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•
трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.
|| κατευθύνομαι, πηγαίνω.4. κάνω βαριά δουλειά•одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.
|| διατρέφω•вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.
|| βοηθώ•тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.
5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.6. μ. παίρνω•тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•
тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.
|| μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•
тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.
7. προσελκύω•меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•
его -ет природа τον τραβάει η φύση.
8. τείνω, έχω τάση•-ет ко сну νυστάζω•
тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.
9. βγάζω•тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•
тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•
тянуть жребий τραβώ κλήρο.
10. αναρροφώ•насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.
|| πίνω• ρουφώ•тянуть вино τραβώ κρασί.
|| καπνίζω, φουμάρω•тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.
11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•тянуть деньги τραβώ χρήματα.
12. κλέβω. || πετώ•журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.
|| (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.14. φυσώ, πνέω•с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.
|| φέρω, παρασύρω•ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.
|| απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•-ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•
-ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•
-ет жаром έρχεται ζέστη.
15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.
|| συνεχίζω, εξακολουθώ•тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.
16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).17. είμαι βαρύς•ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.
|| βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•
18. σφίγγω, πιέζω•тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•
рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.
εκφρ.тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•тянуть за душу – κ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•резина -ется το λάστιχο τεντώνει•
кожа -ется το δέρμα τεντώνει.
|| εκτείνομαι•за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.
2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.
3. στρέφω, γυρίζω•цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.
4. με τραβάει, με ελκύει•тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.
5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
97 ударить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ударенный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.1. χτυπώ•ударить кулаком по столу χτυπώ τη γροθιά πάνωστο τραπέζι•
ударить по липу χτυπώ στο πρόσωπο•
ударить палкой χτυπώ με τη μαγκούρα•
ударить в грудь χτυπώ στο στήθος•
ударить огнивом πριοβολίζω.
|| μτφ. εισδύω, μπαίνω•лучи солнца -ли в нашу комнату οι ακτίνες του ήλιου μπήκαν στο δωμάτιο.
|| μτφ. πλήττω•мне вино сразу ударитьло в голову εμένα το κρασί αμέσως με χτύπησεστο κεφάλι.
2. κρούω•ударить в колокол χτυπώ την καμπάνα•
ударить в ладоши χτυπώ τα παλαμάκια•
ударить тревогу σημαίνω (βαρώ) συναγερμό•
-ло четыре часа χτύπησε τέσσερις η ώρα.
3. πυροβολώ•он -ил бекаса и промахнулся αυτός πυροβόλησε τη μπεκάτσα και δεν την πέτυχε.
4. επιτίθεμαι ορμητικά και ξαφνικά•ударить врага со всех сторон χτυπώ αιφνιδιαστικά τον εχθρόαπ όλες τις μεριές (από παντού).
|| μτφ. αγωνίζομαι κατά τίνος•ударить по бюрократизму χτυπώ το γράφε ιοκρατισμό.
|| μτφ. αρχίζω δραστήρια να κάνω κάτι.5. (για φυσικά φαινόμενα)• επέρχομαι ξαφνικά•к утру -ил ливень κατά το πρωί έρριξε απότομα ραγδαία βροχή•
-ла гроза έπεσε κεραυνός•
-ил сильный мороз έπεσε δυνατό κρύο.
|| το ρίχνω•ударить по водке το ρίχνω στη βότκα (πίνω συχνά βότκα).
6. πλήττω•его -ил паралич τον χτύπησε παράλυση (έπαθε παράλυση).
|| κατέχομαι, με πιάνει•от жары его -ил пот από τη ζέστη έτρεξε ιδρώτας.
7. τονίζω, υπογραμμίζω.εκφρ.ударить во все колокола – διακουδουνίζω, διατυμπανίζω, διαθρυλώ, διαλαλώ•ударить по карману – βλάπτω, ζημιώνω οικονομικά.1. χτυπώ, χτυπιέμαιπροσκρούοντας. || μωλωπίζομαι.2. επιπίπτω•камень -ился в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο.
3. παραδίδομαι-επιδίδομαι• το ρίχνω•ударить воспоминаниями παραδίδομαι στις αναμνήσεις•
ударить в распутство το ρίχνω στον εκφυλισμό•
ударить в спорт επιδίδομαι στον αθλητισμό.
4. (με τις λ. «бегство», «бежать») τρέχω ολοταχώς.εκφρ.ударить об заклад – στοιχηματίζω. -
98 фальсифицировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.1. παραποιώ, αλλοιώνω• κιβδηλεύω• ψευτίζω. || νοθεύω•фальсифицировать масло νοθεύω το βούτυρο ή το λάδι•
фальсифицировать вино νοθεύω το κρασί•
фальсифицировать документы ы πλαστογραφώ έγγραφα• •фальсифицировать выборы καλπονοθεύω τις εκλογές.
2. διαστρευλώνω.παραποιούμαι αλλοιώνομαι νοθεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
99 цельный
επ. βρ: -лен, -льна, -льно.1. ολόκληρος, μονοκόμματος, ατόφυος, ολόβολος, ακέραιος•-ая мачта μονοκόμματο κατάρτι•
-ая скала μονοκόμματος (συμπαγής) βράχος.
2. ολοκληρωμένος, τέλειος•цельный характер ακέραιος χαρακτήρας•
-ое впечатление ολοκληρωμένη εντύπωση.
3. αγνός, καθαρός, αμιγής•-ое вино γνήσιο κρασί.
4. βλ. целый (1, 4 σημ.). -
100 шипучий
-ая, -ееεπ.σφυριστικός• που σίζει•-ая змея φίδι, που σίζει.
|| αφρώδης-αεριούχος•-ее вино αφρώδης οίνος•
шипучий напиток αεριούχο ποτό.
См. также в других словарях:
ВИНО — ср. растительная жидкость, перешедшая третью степень брожения (1. квасное, 2. сахарное, 3. винное, 4. гнилое) и получившая от этого пьяное свойство. Вино хлебное, водка, горячее вино, зелено вино, перегоняемое в кубе из заквашенного хлебного… … Толковый словарь Даля
Вино из одуванчиков (роман) — Вино из одуванчиков Dandelion Wine Жанр: роман Автор: Брэдбери, Рэй Язык оригинала: английский Публикация: 1957 г … Википедия
Вино — Гостеприимство * Бал * Вино * Еда * Подарок * Праздник * Рождество Вино Вино передает каждому, кто пьет его, четыре состояния. Сначала человек становится похожим на павлина он пыжится, его движения плавны и величавы. Затем он приобретает характер … Сводная энциклопедия афоризмов
Вино из одуванчиков (повесть) — Вино из одуванчиков Dandelion Wine Жанр: роман Автор: Брэдбери, Рэй Язык оригинала: английский Публикация: 1957 г. «Вино из одуванчиков» (англ. Dandelion Wine) роман … Википедия
вино — (2) 1. Хмельной напиток из винограда: Бишася денъ, бишася другыи; третьяго дни къ полуднію падоша стязи Игоревы. ...Ту кроваваго вина не доста; ту пиръ докончаша храбріи Русичи: сваты попоиша, а сами полегоша за землю Рускую. 18. А Святъславь… … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
Вино, вино, на радость нам дано — Из дореволюционной студенческой застольной песни: Так наливай, брат, наливай, наливай! Всё до капли выпивай, выпивай! Вино, вино, вино, вино, Оно на радость нам дано. Видимо, анонимные авторы этих слов вдохновлялись очень популярным в свое время… … Словарь крылатых слов и выражений
вино — См … Словарь синонимов
Вино (история) — Вино, подобно другим хмельным напиткам, вызвало у всех народов множество разнообразных сказаний, касающихся особенно его происхождения. Уже в древнейшую эпоху жизни индоевропейских народов хмельные напитки были известны, и особенно ценился… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Вино веселит сердце человека — Вино веселитъ сердце человѣка. Ср. Много есть у меня Для пировъ серебра, Для бесѣдъ красныхъ словъ, Для веселья вина. Кольцовъ. Пѣсня. Ср. Я до отставки не пивалъ: Спросите, скажетъ весь кварталъ. Теперь же съ горя какъ напьюся, То будто бы… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Вино Верде — Винные плантации в регионе производства Вино Верде в Минью, Португалия … Википедия
вино — сущ., с., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? вина, чему? вину, (вижу) что? вино, чем? вином, о чём? о вине; мн. что? вина, (нет) чего? вин, чему? винам, (вижу) что? вина, чем? винами, о чём? о винах Вино это алкогольный напиток, который… … Толковый словарь Дмитриева