Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(в+вино)

  • 81 разить

    ралу, разишь ρ.σ.μ. (γραπ.,λόγος)• χτυπώ, πλήττω•

    разить прикладом χτυπώ με το κοντάκι (όπλου)•

    разить врага χτυπώ τον εχθρό.

    -ит ρ.δ. (απλ.) μυρίζω, βρωμώ, ζέχνω•

    от него -ло вино αυτός μύριζε κρασί ή κρασίλας.

    Большой русско-греческий словарь > разить

  • 82 разрешить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разрешенный, βρ: -шен, -пгена, -о
    1. ρ.σ.μ.
    επιτρέπω, δίνω άδεια• αφήνω•

    разрешить беспрепятственный вход и выход επιτρέπω ελεύθερατην είσοδο και έξοδο•

    разрешить пить вино επιτρέπωνα πιει κρασί.

    2. λύνω, δίνω λύση•

    разрешить вопрос λύνω το ζήτημα•

    разрешить спор λύνω τη διαφορά.

    || διευθετώ, διακανονίζω, επιλύω•

    разрешить противоречия επιλύω τις αντιθέσεις.

    || απαλλάσσω• αποδεσμεύω• απελευθερώνω•

    разрешить кого–нибудь от обязательства απαλλάσσω κάποιον από τις υποχρεώσεις.

    3. (προστκ.) -й(те) επίτρεψε, επιτρέψτε•

    -йте пройти επιτρέψτε μου (αφήστεμε) να περάσω.

    4. παλ. θεραπεύω, επαναφέρω (όραση, ακοή, ομιλία). || μτφ. λύνω•

    разрешить молчание λύω τη σιωπή.

    1. λύνομαι•

    вопрос -йлся το ζήτημα λύθηκε.

    || διαλύομαι•

    сомнения -лись οι αμφιβολίες διαλύθηκαν.

    2. περατώνομαι, τελειώνω•

    дело -лось η υπόθεσητέλειωσε.

    || τερματίζομαι, καταλήγω•
    болознь -лась кризисом η άρρωστεια κατέληξε σε κρίση.
    4. γεννώ, λευτερώνομαι•

    ока -ла.сь от бремени αυτή γέννησε (λευτερώθηκε από το κοιλιακό βάρος).

    || δημιουργώ, φτιάχνω (μετά από μακρές προσπάθειες).

    Большой русско-греческий словарь > разрешить

  • 83 роскошь

    θ.
    1. πολυτέλεια• λούσο• αίγλη• χλιδή•

    дама одетая с -ьго κυρία ντυμένη στα λούσια•

    вырасти в -и μεγαλώνω στην πολυτέλεια.

    2. βλάστηση πλούσια.
    3. θαύμα, πολύ εξαιρετικό•

    это вино роскошь -! αυτό το κρασί είναι βαϋ

    α,
    εκφρ.
    предметы -и – είδη πολυτέλειας•
    позволить себе роскошь – επιτρέπω στον εαυτό μου περ ιττότητες•
    это уж роскошь – αυτό πια είναι πολυτέλεια (περίσσιο).

    Большой русско-греческий словарь > роскошь

  • 84 сердитый

    επ., βρ: -дит, -а, -о.
    1. ευέξαπτος, αψιθυμος, ευόργητος, οργιλος, θυμώδης.
    2. θυμωμένος, οργισμένος.
    3. δυνατός, γερός, δραστικός•

    -ая горчица καυστικό σινάπι•

    табак βαρύς καπνός•

    сердитый мороз δυνατό (τσουχτερό) κρύο (παγωνιά)•

    -ое вино δυνατό (αψύ) κρασί•

    4. (απλ.) ζηλωτής, πρόθυμος•

    под -ую руку πάνω στο θυμό ή στην οργή.

    Большой русско-греческий словарь > сердитый

  • 85 сладкий

    επ., βρ: -док, -дка, -дко, слаще; сладчайший.
    1. γλυκός•

    сладкий чай γλυκό τσάι•

    плод γλυκός καρπός•

    -ое вино γλυκό κρασί.

    2. ουσ. ουδ
    -ое το γλύκισμα•

    обед без -ого γεύμα χωρίς γλύκισμα.

    3. μτφ. καλός, ευχάριστος• απολαυστικός•

    -ая жизнь απολαυστική ζωή•

    -ие грзы όνειρα γλυκά•

    сладкий сон γλυκός ύπνος•

    сладкий звук γλυκός ήχος.

    4. μτφ. παρατραβηγμένος, υπέρ το δέον•

    -ие слова γλυκόλογα.

    5. γλυκός (μη αρμυρός, μη καυτερός κ.τ.τ.)• сладкий сыр γλυκό κασέρι (μη αρμυρό)•

    сладкий перец πιπέρι μη καυτερό•

    -ое масло βούτυρο ανάλατο.

    Большой русско-греческий словарь > сладкий

  • 86 смягчить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смягченный, βρ: -чен, -чена, -чего
    ρ.σ.μ.
    1. μαλακώνω, -κύνω, απαλύνω•

    смягчить кожу μαλακώνω το δέρμα.

    2. μτφ. καταπραΰνω, κατευνάζω• μετριάζω•

    смягчить боль μαλακώνω τον πόνο.

    || μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω•

    смягчить приговор μετριάζω την ποινή.

    || αδυνατίζω, νοθεύω•

    вино αδυνατίζω (νερώνω) το κρασί.

    || μτφ. κάνω ήπιο•

    смягчить климат μαλακώνω το κλίμα.

    3. (γλωσ.) μαλακώνω (την προφορά των συμφώνων).
    1. μαλακώνω, απαλύνομαι•

    кожа -лась το δέρμα μαλάκωσε.

    2. μτφ. (κατα)πραΰνομαι, κατευνάζομαι, γίνομαι ήπιος: καλμάρω. || αδυνατίζω, εξασθενίζω. || μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• μετριάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > смягчить

  • 87 созреть

    -его, -ешь
    ρ.σ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) ωριμάζω•

    плоды -ли οι καρποί ωρίμασαν•

    талант его -ел το ταλέντο του ωρίμασε•

    идея -ла η ιδέα ωρίμασε.

    2. γίνομαι, φτάνω στο απαιτούμενο όριο•

    вино -ло το κρασί έγινε.

    Большой русско-греческий словарь > созреть

  • 88 сортовой

    επ.
    ποιοτικός, καθορισμένης ποιότητας. || του είδους ή της ποικιλλιας.
    εκφρ.
    - – όθ•
    вино – κρασί από ορισμένη ποι,κιλ-λία σταφυλιών.

    Большой русско-греческий словарь > сортовой

  • 89 старый

    επ., βρ: стар, стара, старо; старше, старее κ. παλ. старее, старе; старейший.
    1. γέρος, γηραλέος•

    старый человек γέρος άνθρωπος.

    2. βλ. стариковский.
    3. παρήλικος, που δεν αρμόζει στην ηλικία.
    4. παλιός, αρχαίος•

    старый университет παλιό πανεπιστήμιο•

    старый долг παλιό χρέος•

    -ая привычка παλιά συνήθεια•

    старый прим παλιός (ξεπερσμένος) τρόπος.

    || έμπειρος, παλιός, παλαίμαχος.
    5. φθαρμένος• άχρηστος•

    -ое платье παλιό φόρεμα•

    -ые книги παλιά βιβλία•

    старый дом παλιόσπιτο.

    || προηγούμενος, προγενέστερος•

    старый адрес παλιά διεύθυνση•

    старый картофель παλιά πατάτα•

    -ые годы τα παλιά χρόνια•

    -ые производственные отношения παλιές παραγωγγικές σχέσεις.

    6. ουσ. -ое ουδ. το παλιό, τα παλιά•

    забывать -ое ξεχνώ τα παλιά•

    борьба нового со старым πάλη του καινούργιου και του παλιού.

    εκφρ.
    - ая вераβλ. староверство• -ое вино παλιό κρασί•
    старый стиль – παλιό ημερολόγιο•
    старый и малый; стар и мал; и стар и мал – μεγάλοι και μικροί (όλες οι ηλικίες)•
    человек -го закала – άνθρωπος του παλιού καιρού, παλιών συνηθειών προγονολάτρης.

    Большой русско-греческий словарь > старый

  • 90 столовный

    επ.
    1. του τραπεζιού•

    столовный ящик συρτάρι του τραπεζιού.

    2. του φαγητού•

    -ая ложка κουτάλι του φαγητού•

    -ая соль αλάτι μαγειρικό.

    3. επίπεδος•

    -ая вершина επίπεδη κορυφή.

    εκφρ.
    - ое вино – γνήσιο κρασί.

    Большой русско-греческий словарь > столовный

  • 91 сухой

    επ., βρ: сух, -а, -о; суше.
    1. ξηρός• στεγνός•

    -йе дрова ξηρά καυσόξυλα-сухойое сено ξηρό χόρτο•

    сухой порох στεγνή μπαρούτη•

    сухой хлеб ξηρό ψωμί•

    -йе глаза άκλαυτα μάτια•

    ветер ξηρός άνεμος (χωρίς υγρασία)•

    -ое лето ξηρό (άνυδρο) καλοκαίρι•

    -ое дерево ξηρό δέντρο (ξέρακας)•

    сухой кашель ξερόβηχας•

    плеврит ξηρή πλευρίτιδα•

    -йе волосы στεγνά μαλλιά.

    2. ξηραμένος• στεγνωμένος• διατηρημένος•

    -ая малина ξηραμένα σμέουρα•

    -йе фрукты ξηραμένα φρούτα•

    -ие овощи ξηραμένα λαχανικά•

    -ое молоко γαλακτόσκονη.

    3. αδύνατος, ισχνός, ξερακιανός•

    сухие ноги τα κανιά•

    -ая рука ξερακιανό χέρι.

    4. μτφ. αδιάφορος, άχαρος, απροσήγορος• τυπικός.
    5. μτφ. άτονος, χωρίς ζωντάνια.
    6. (αθλτ., παιγν.) νικώ κατά κράτος, χωρίς μα πάρει ούτε ένα πόντο•

    сделать -уго кому-Η, βγάζω κάποιον παρθένα (κατανικώ).

    εκφρ.
    - ое вино – γνήσιο και μη γλυκό κρασί•
    сухой лд – ξηρός πάγος•
    - ая гроза – μπουμπουνητό χωρίς βροχή•
    сухой пак – ξηρό σιτηρέσιο, ξηρή τροφή•
    - им путм – δια ξηράς (μετάβαση).

    Большой русско-греческий словарь > сухой

  • 92 терпкий

    επ., βρ: -пок, -пка, -пко; терпче στυφός•

    -ое вино στυφό κρασί.

    || δριμύς•

    -запах δριμεία οσμή.

    || μτφ. τραχύς, οξύς, δηκτικός, καυτερός.

    Большой русско-греческий словарь > терпкий

  • 93 то

    то 1
    σύνδ. πότε, μια•

    то на право, то налево πότε προς τα δεξιά, πότε προς τα αριστερά•

    то тут, то там μια εδώ, μια εκεί•

    она то плакала то смеялась αυτή πότε έκλαιγε, πότε γελούσε.

    || με τα μόρια•

    не, или σημαίνει κάτι αμφίβολο, ακαθάριστο• σαν•

    не то снег, не то дождь σαν χιόνι, σαν βροχή.

    εκφρ.
    а тоβλ. а2• а то нет βλ. нет• не то αλλιώς, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση• (да) и то και μόνο, κι ακόμα, και επιπλέον•
    вино подавали за ужином, и то по рюмочке – κρασί προσέφερναν μετά το δείπνο, όμως μόμο ένα ποτηράκι.
    то 2
    βλ. тот.
    то 3
    (μόριο επιτακ. στην αρχή της κύριας πρότασης)• τότε•

    если так, то я не согласен άν είναι έτσι, τότε εγώ δε συμφωνώ.

    Большой русско-греческий словарь > то

  • 94 тронутый

    επ. από μτχ.
    1. λίγο βλαμμένος, λίγο φθαρμένος ή χαλασμένος•

    -ое вино κρασί λίγο χαλασμένο.

    2. λίγο φρενοβλαβής, λίγο βαρεμένος.
    3. συγκινημένος.

    Большой русско-греческий словарь > тронутый

  • 95 туманить

    ρ.δ.μ.
    1. ανταριάζω, σκοτεινιάζω.
    2. θολώνω, θαμπώνω•

    слёзы -ят глаза τα δάκρυα θαμπώνουν τα μάτια.

    || συγχύζω, μπερδεύω, συσκοτίζω•

    вино -ит голову το κρασίθολώνει το κεφάλι (το μυαλό)•

    страсть туманитьит рассудок το πάθος θολώνει το λογικό.

    1. ανταριάζω, καλύπτομαι από ομίχλη. || θαμποφαίνομαι.
    2. θαμπώνω, -ομαι, θολώνω, -ομαι•

    взор -ится το βλέμμα θαμπώνει.

    || μτφ. συγχύζομαι, μπερδεύομαι, συσκοτίζομαι•

    -ится моя мысль συσκοτίζεται η σκέψη μου•

    его голова -лась το κεφάλι του (το μυαλότου) θόλωσε.

    Большой русско-греческий словарь > туманить

  • 96 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 97 ударить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ударенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. χτυπώ•

    ударить кулаком по столу χτυπώ τη γροθιά πάνωστο τραπέζι•

    ударить по липу χτυπώ στο πρόσωπο•

    ударить палкой χτυπώ με τη μαγκούρα•

    ударить в грудь χτυπώ στο στήθος•

    ударить огнивом πριοβολίζω.

    || μτφ. εισδύω, μπαίνω•

    лучи солнца -ли в нашу комнату οι ακτίνες του ήλιου μπήκαν στο δωμάτιο.

    || μτφ. πλήττω•

    мне вино сразу ударитьло в голову εμένα το κρασί αμέσως με χτύπησεστο κεφάλι.

    2. κρούω•

    ударить в колокол χτυπώ την καμπάνα•

    ударить в ладоши χτυπώ τα παλαμάκια•

    ударить тревогу σημαίνω (βαρώ) συναγερμό•

    -ло четыре часа χτύπησε τέσσερις η ώρα.

    3. πυροβολώ•

    он -ил бекаса и промахнулся αυτός πυροβόλησε τη μπεκάτσα και δεν την πέτυχε.

    4. επιτίθεμαι ορμητικά και ξαφνικά•

    ударить врага со всех сторон χτυπώ αιφνιδιαστικά τον εχθρόαπ όλες τις μεριές (από παντού).

    || μτφ. αγωνίζομαι κατά τίνος•

    ударить по бюрократизму χτυπώ το γράφε ιοκρατισμό.

    || μτφ. αρχίζω δραστήρια να κάνω κάτι.
    5. (για φυσικά φαινόμενα)• επέρχομαι ξαφνικά•

    к утру -ил ливень κατά το πρωί έρριξε απότομα ραγδαία βροχή•

    -ла гроза έπεσε κεραυνός•

    -ил сильный мороз έπεσε δυνατό κρύο.

    || το ρίχνω•

    ударить по водке το ρίχνω στη βότκα (πίνω συχνά βότκα).

    6. πλήττω•

    его -ил паралич τον χτύπησε παράλυση (έπαθε παράλυση).

    || κατέχομαι, με πιάνει•

    от жары его -ил пот από τη ζέστη έτρεξε ιδρώτας.

    7. τονίζω, υπογραμμίζω.
    εκφρ.
    ударить во все колокола – διακουδουνίζω, διατυμπανίζω, διαθρυλώ, διαλαλώ•
    ударить по карману – βλάπτω, ζημιώνω οικονομικά.
    1. χτυπώ, χτυπιέμαιπροσκρούοντας. || μωλωπίζομαι.
    2. επιπίπτω•

    камень -ился в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο.

    3. παραδίδομαι-
    επιδίδομαι• το ρίχνω•

    ударить воспоминаниями παραδίδομαι στις αναμνήσεις•

    ударить в распутство το ρίχνω στον εκφυλισμό•

    ударить в спорт επιδίδομαι στον αθλητισμό.

    4. (με τις λ. «бегство», «бежать») τρέχω ολοταχώς.
    εκφρ.
    ударить об заклад – στοιχηματίζω.

    Большой русско-греческий словарь > ударить

  • 98 фальсифицировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.
    1. παραποιώ, αλλοιώνω• κιβδηλεύω• ψευτίζω. || νοθεύω•

    фальсифицировать масло νοθεύω το βούτυρο ή το λάδι•

    фальсифицировать вино νοθεύω το κρασί•

    фальсифицировать документы ы πλαστογραφώ έγγραφα• •фальсифицировать выборы καλπονοθεύω τις εκλογές.

    2. διαστρευλώνω.
    παραποιούμαι αλλοιώνομαι νοθεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > фальсифицировать

  • 99 цельный

    επ. βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. ολόκληρος, μονοκόμματος, ατόφυος, ολόβολος, ακέραιος•

    -ая мачта μονοκόμματο κατάρτι•

    -ая скала μονοκόμματος (συμπαγής) βράχος.

    2. ολοκληρωμένος, τέλειος•

    цельный характер ακέραιος χαρακτήρας•

    -ое впечатление ολοκληρωμένη εντύπωση.

    3. αγνός, καθαρός, αμιγής•

    -ое вино γνήσιο κρασί.

    4. βλ. целый (1, 4 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > цельный

  • 100 шипучий

    -ая, -ее
    επ.
    σφυριστικός• που σίζει•

    -ая змея φίδι, που σίζει.

    || αφρώδης-αεριούχος•

    -ее вино αφρώδης οίνος•

    шипучий напиток αεριούχο ποτό.

    Большой русско-греческий словарь > шипучий

См. также в других словарях:

  • ВИНО — ср. растительная жидкость, перешедшая третью степень брожения (1. квасное, 2. сахарное, 3. винное, 4. гнилое) и получившая от этого пьяное свойство. Вино хлебное, водка, горячее вино, зелено вино, перегоняемое в кубе из заквашенного хлебного… …   Толковый словарь Даля

  • Вино из одуванчиков (роман) — Вино из одуванчиков Dandelion Wine Жанр: роман Автор: Брэдбери, Рэй Язык оригинала: английский Публикация: 1957 г …   Википедия

  • Вино — Гостеприимство * Бал * Вино * Еда * Подарок * Праздник * Рождество Вино Вино передает каждому, кто пьет его, четыре состояния. Сначала человек становится похожим на павлина он пыжится, его движения плавны и величавы. Затем он приобретает характер …   Сводная энциклопедия афоризмов

  • Вино из одуванчиков (повесть) — Вино из одуванчиков Dandelion Wine Жанр: роман Автор: Брэдбери, Рэй Язык оригинала: английский Публикация: 1957 г. «Вино из одуванчиков» (англ. Dandelion Wine) роман …   Википедия

  • вино — (2) 1. Хмельной напиток из винограда: Бишася денъ, бишася другыи; третьяго дни къ полуднію падоша стязи Игоревы. ...Ту кроваваго вина не доста; ту пиръ докончаша храбріи Русичи: сваты попоиша, а сами полегоша за землю Рускую. 18. А Святъславь… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • Вино, вино, на радость нам дано — Из дореволюционной студенческой застольной песни: Так наливай, брат, наливай, наливай! Всё до капли выпивай, выпивай! Вино, вино, вино, вино, Оно на радость нам дано. Видимо, анонимные авторы этих слов вдохновлялись очень популярным в свое время… …   Словарь крылатых слов и выражений

  • вино — См …   Словарь синонимов

  • Вино (история) — Вино, подобно другим хмельным напиткам, вызвало у всех народов множество разнообразных сказаний, касающихся особенно его происхождения. Уже в древнейшую эпоху жизни индоевропейских народов хмельные напитки были известны, и особенно ценился… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Вино веселит сердце человека — Вино веселитъ сердце человѣка. Ср. Много есть у меня Для пировъ серебра, Для бесѣдъ красныхъ словъ, Для веселья вина. Кольцовъ. Пѣсня. Ср. Я до отставки не пивалъ: Спросите, скажетъ весь кварталъ. Теперь же съ горя какъ напьюся, То будто бы… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Вино Верде — Винные плантации в регионе производства Вино Верде в Минью, Португалия …   Википедия

  • вино — сущ., с., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? вина, чему? вину, (вижу) что? вино, чем? вином, о чём? о вине; мн. что? вина, (нет) чего? вин, чему? винам, (вижу) что? вина, чем? винами, о чём? о винах Вино это алкогольный напиток, который… …   Толковый словарь Дмитриева

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»