Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(в+вино)

  • 41 бросать

    ρ.δ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•

    гранату ρίχνω χειροβομβίδα•

    бросать якорь ρίχνω άγκυρα.

    2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•

    бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.

    3. διαχέω, σκορπίζω•

    бросать тень ρίχνω σκιά•

    солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.

    4. αποβάλλω ως άχρηστο•

    он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.

    || τοποθετώ άταχτα•

    бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.

    5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•

    бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.

    || μτφ. παύω, σταματώ•

    бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•

    -айте работу! σταματήστε τη δουλιά!

    (απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•

    меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.

    εκφρ.
    бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•
    бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•
    бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•
    бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•
    бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•
    бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•
    бросать теньμτφ. αμαυρώνω.
    1. αλληλορίχνω•

    -снежками χιονοπολεμώ.

    || μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•

    бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).

    2. σπεύδω, τρέχω•

    бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.

    || ρίχνομαι, πέφτω•

    бросать на колени πέφτω στα γόνατα•

    бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.

    3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•

    собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.

    || τρώγω αχόρταγα•

    бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.

    4. πηδώ από ψηλά•

    бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•

    бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•

    бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.

    5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    εκφρ.
    бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•
    бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•
    бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•
    вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•
    краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > бросать

  • 42 букет

    α.
    1. ανθοδέσμη, μπουκέτο.
    2. άρωμα, γεύση•

    вино имеет букет το κρασί είναι εύγεστο (εύοσμο)•

    букет чая εύοσμο τσάι.

    Большой русско-греческий словарь > букет

  • 43 бурдючный

    επ.
    ασκίσιος•

    -ое вино ασκίσιο κρασί.

    Большой русско-греческий словарь > бурдючный

  • 44 виноградный

    επ.
    κλήμάτινος, -ένιος, του κλήματος•

    -ая лоза κληματσίδα, κληματίδα, κληματόβεργα•

    -ая плантачия αμπελώνας, σταφυλίσιος• του σταφυλιού•

    -ое вино σταφυλίσιο κρασί•

    виноградный сок χυμός σταφυλι,ού, γλεύκος•

    -ые листья κληματόφυλλα, αμπελόφυλλα•

    -о6 сусло μούστος, γλεύκος•

    - ая кисть ή гроздь τσαμπί σταφυλι,ού, βότρυς•

    виноградный сезон η εποχή του τρύγου, ο τρύγος.

    Большой русско-греческий словарь > виноградный

  • 45 выдержанный

    επ. από μτχ.
    1. εγκρατής, αυτοκυρίαρχος, αυτοσυγκράτητος.
    2. (για τρόφιμα, υλικά) πολυχρόνιος, πολυχρονισμένος, παλιός•

    -ое вино παλιό κρασί•

    выдержанный табак παλιός καπνός.

    Большой русско-греческий словарь > выдержанный

  • 46 выдержать

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выдержанный, βρ: -жан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. αντέχω, βαστώ, κρατώ σηκώνω•

    лед -ит танк ο πάγος θα βαστάξει το τανκ•

    мотор не -ит το μοτέρ δε θα σηκώσει.

    2. αντέχω, υπομένω, υποφέρω ανέχομαι•

    руки не -ат τα χέρια δεν θ’ αντέξουν•

    такой жизни она не -ла τέτοια ζωή αυτή δεν την υπόφερε•

    выдержать пытки αντέχω τα βασανιστήρια•

    выдержать осаду αντέχω στην πολιορκία•

    она не -ла и засмеялась αυτή δεν κρατήθηκε και ξέσπασε στα γέλια•

    выдержать экзамены πετυχαίνω στις εξετάσεις•

    новая машина -ла испытание η καινούρια μηχανή άντεξε στη δοκιμή.

    3. κρατώ, βαστώ, διατηρώ, αφήνω να παλιώσει•

    выдержать вино κρατώ κρασί να παλιώσει.

    4. διατηρώ (ζώα) για εξάσκηση.
    εκφρ.
    выдержать несколько изданий – εκδίδομαι κάμποσες φορές (χάρη στην εξαιρετικότητα)•
    выдержать паузу – κάνω σκόπιμα παύση στο λόγο•
    выдержать роль – τηρώ απαρέγκλιτα•
    выдержать характер – κρατώ σταθερό χαρκτήρα.

    Большой русско-греческий словарь > выдержать

  • 47 вылить

    -лью, -льешь, παρλθ. χρ. вылил, -ла, -ло ρ.σ.μ.
    1. εκχύνω, ξεχύνω, αδειάζω, εκκενώνω•

    вылить воду из бочки ξεχύνω νερό από το βαρέλι.

    2. χύνω μέταλλο•

    вылить колокол из меди χύνω καμπάνα από χαλκό.

    || μτφ. ξεσπώ (για θυμό, αγανάχτηση κ.τ.τ.).
    3. (διαλκ.) εκδιώκω, βγάζω ζώο έξω από τη φωλιά χύνοντας νερό.
    1. εκχύνομαι, ξεχύνομαι, χύνομαι•

    вино -лось из бутылки το κρασί χύθηκε από το μποκάλι.

    || μτφ. εμφανίζομαι, φαίνομαι, εκφράζομαι•

    твоя привязанность -лась в письме η αφοσίωση σου ήταν διάχυτη στο γράμμα.

    2. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, παίρνω άλλη μορφή, όψη•

    несочувствие -лось в форму бурного протеста η αντιπάθεια πήρε μορφή θυελλώδικης διαμαρτυρίας.

    Большой русско-греческий словарь > вылить

  • 48 высокопробный

    επ. (κυρλξ. κ. μτφ.) καθαρός• γνήσιος•

    -ое золото καθαρός χρυσός--ое вино γνήσιο κρασί.

    Большой русско-греческий словарь > высокопробный

  • 49 выстоять

    -ою, -оишь, προστκ. выстой κ. выстой ρ.σ.
    1. στέκω, -ομαι όρθιος, ίσταμαι•

    я -ял в очереди один час στάθηκα στη σειρά μια ώρα.

    2. μτφ. υποφέρω, υπομένω, αντέχω,τα βγάζω πέρα.
    1. παραμένω πολύ χρόνο και καλυτερεύω, παλιώνω•

    вино -лось и стало крепче и вкуснее το κρασί πάλιωσε κι έγινε πιο δυνατό και πιο εύγεστο.

    2. ξεκουράζομαι, αναπαύομαι (για άλογο).

    Большой русско-греческий словарь > выстоять

  • 50 выходиться

    -ится
    ρ.σ.
    γίνομαι•

    выходиться вино -лось το κρασί έγινε (τέλειωσε η ζύμωση).

    Большой русско-греческий словарь > выходиться

  • 51 глушить

    -шу, глушишь, ρ.δ.μ.
    1. βλ. оглушать.
    2. πνίγω, σβήνω τον ήχο.
    3. (για βοτάνια, ζιζάνια) πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη.
    4. σβήνω•

    глушить угли σβήνω τα κάρβουνα.

    5. (απλ.) χτυπώ, ρίχνω κάτω αναίσθητο.
    εκφρ.
    глушить водку, виноκ.τ.τ. σουρώνω βότκα, κρασί•
    глушить мотор, тракторκ.τ.τ. σβήνω το μοτέρ, το τρακτέρ•
    глушить рыбу – ψαρεύω με δυναμίτη ή με χτυπήματα πάνω στον πάγο (οπότε το ψάρι χάνει τα νερά του).
    κουφαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > глушить

  • 52 годовалый

    επ.
    χρονιάρικος, ενός χρόνου•

    годовалый ребенок χρονιάρικο παιδάκι•

    -ая телка χρονιάρικο θηλυκό μοσχαράκι.

    || ενός χρόνου (διαρκείας)•

    -ое вино κρασί ενός χρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > годовалый

  • 53 забористый

    επ. βρ: -рист, -а, -о.
    1. οξύς, δριμύς, δραστικός• καυστικός δυνατός•

    -ое вино δυνατό κρασί•

    забористый табак βαρύς! καπνός•

    -ая горчица καυστικό σινάπι ή μουστάρδα.

    2. μτφ. συναρπαστικός, ελκυστικός. || μτφ. θικτικός, προσβλητικός.

    Большой русско-греческий словарь > забористый

  • 54 играть

    ρ.δ., μτχ. ενεστ. играющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. игранный, βρ: -ран, -а, -о,
    επιρ. μτχ. -ая κ. -аючи.
    1. παίζω (για διασκέδαση)•

    играть в куклы παίζω τις κούκλες•

    играть в мяч παίζω το τόπι ή τη μπάλα•

    играть в жмурки παίζω την τυφλόμυγα.

    || (για διάφορα παιγνίδια)•

    играть в шахматы παίζω σκάκι•

    играть в футбол παίζω ποδόσφαιρο•

    играть в бильирде παίζω μπιλιάρδο.

    2. μαίνομαι, μανιάζω, λυσσομανώ•

    буря -ет μαίνεται η θύελλα.

    3. αφρίζω, βράζω•

    вино -ет το κρασί αφρίζει.

    4. λάμπω, λαμπυρίζω•

    солнце -ет на поверхности воды ο ήλιος λάμπει στην επιφάνεια του νερού•

    -ют звзды λαμπυρίζουν τ αστέρια•

    бриллиант -ет το διαμάντι λαμπυρίζει•

    румянец -ет у не на щеках τα μαγουλά της ροδοκοκκίνίζουν.

    || κινούμαι, πάλλομαι•

    моршины -ют οι ρυτίδες παίζουν.

    || προσποιούμαι, κάνω•

    играть в великодушие κάνω τον μεγαλόψυχο.

    5. εκτελώ•

    на скрипке παίζω βιολί•

    -ет музыка παίζει η μουσική.

    || μτφ. επιδρώ•

    играть на нервах επιδρώ στα νεύρα.

    || (διάφορες σημασίες)•

    играть в деньги παίζω με χρήματα•

    играть с огнм (κυρλξ. κ. μτφ.) παίζω με τη φωτιά•

    играть своей жизнью παίζω με τη ζωή (διακινδυνεύω τη ζωή)•

    в груди у него -ло радостное чувство μέσα του ήταν όλο χαρά•

    в этом случае он -ал не особенно почтнную роль σ αυτήν την περίπτωση αυτός δεν έπαιξε καθόλου τίμιο ρόλο•

    улыбка -ет на е лице το χαμόγελο σιγοπαίζει στο πρόσωπο.

    εκφρ.
    играть большую роль – παίζω μεγάλο ρόλο (επιδρώ πολύ)•
    играть срадьбуπαλ. κάνω γάμο•
    играть первую скрипку – παίζω πρώτο βιολί (πρωτεύοντα! ρόλο)•
    играть вторую скрипку – παίζω δεύτερο βιολί (δευτερεύοντα ρόλο)•
    глазами – γλυκοβλέπω, γλυκοκοιτάζω, κάνω γλυκά μάτια• φλερτάρω•
    играть словами – α) παίζω με τις λέξεις (αποκρύπτω την ουσία του ζητήματος), β) καλαμπουρίζω. играть на бирже παίζω στο χρηματιστήριο•
    играть на руку кому – παίζω το παιγνίδι κάποιου (βοηθώ, συντελώ)•
    судьба -ет людмиπαλ. η τύχη παίζει με τους ανθρώπους.
    1. παίζω.
    2. επιθυμώ• έχω διάθεση.

    Большой русско-греческий словарь > играть

  • 55 игристый

    επ., βρ: -ист, -а, -о
    αφρώδης•

    -ое вино αφρώδης οίνος.

    Большой русско-греческий словарь > игристый

  • 56 изюмный

    επ.
    σταφιδίσιος•

    изюмный вкус γεύση σταφίδας•

    -ое вино κρασί από σταφίδα.

    Большой русско-греческий словарь > изюмный

  • 57 искристый

    επ., βρ: -ист, -а, -о.
    1. σπινθηροβόλος.
    2. αφρώδης•

    -ое вино αφρώδης οίνος.

    3. μτφ. φαιδρός•

    искристый смех φαιδρό γέλιο•

    -ая веслость φαιδρότητα, ιλαρότητα, μεγάλη ευθυμία.

    Большой русско-греческий словарь > искристый

  • 58 искрить

    -рит
    ρ.δ. σπινθηρίζω, σπινθηροβολώ.
    1. σπινθηρίζω, σπινθηροβολώ.
    2. αφρίζω•

    вино -ится το κρασί αφρίζει.

    Большой русско-греческий словарь > искрить

  • 59 кидать

    ρ.δ. μ.
    1. ρίχνω, ρίπτω, πετώ, βάλλω, εξακοντίζω•

    кидать камнями πετροβολώ, λιθοβολώ•

    кидать невод ρίχνω το δίχτυ•

    кидать тень ρίχνω σκιά•

    кидать свет ρίχνω φως•

    кидать взгляд ρίχνω ματιά.

    || μτφ. εκφέρω (βάζω) απανωτά, βροχηδόν (ερωτήματα, παρατηρήσεις κ.τ.τ.).
    2. απρόσ μου προκαλεί, μου φέρνει, μου έρχεται (για ζέστη, τρόμο, ιδρώτα κ.τ.τ.)• сон меня -ет ύπνος μου έρχεται, νυστάζω•

    меня -ет то в жар, то в холод μου έρχεται μια ζέστη, μια κρύο•

    его -ет в дрожь τον πιάνει τρεμούλα.

    εκφρ.
    кидать грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω (κατηγορώ, κατακρίνω).
    1. ρίχνομαι, πετάγομαι, εξακοντίζομαι.
    2. κατευθύνομαι, τρέχω γρήγορα. || ορμώ•

    кидать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•

    собаки -лись на него τα σκυλιά ορμούσαν κατ' επάνω του.

    || αρέσκομαι•

    дети -ются на сласти τα παιδιά ρίχνονται στα γλυκά.

    3. πηδώ•

    кидать в реку ρίχνομαι στο ποτάμι.

    4. στριφογυρίζω, περιφέρομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε.
    εκφρ.
    кидать в глазаβλ. бросаться в глазе• вино ή хмель -ется в голову μεθώ, μεπιώνει το κρασί•
    кровь -ется в голову – μον ανεβαίνει•
    то – αίμα. στο κεφάλι..

    Большой русско-греческий словарь > кидать

  • 60 кислый

    επ.
    1. ξινός•

    -ые яблоки ξινά μήλα•

    -ое вино ξινό κρασί•

    -ое тесто ξινισμένο ζυμάρι•

    -ая капуста λάχανο τουρσί•

    -ое молоко το γιαούρτι.

    2. μτφ. δυσαρεστημένος, ξινισμένος• δύσθυμος, κατσουφισμένος•

    -ое лицо κατσουφιασμένο πρόσωπο.

    εκφρ.
    -ые воды (источники, ключи) – νερά που περιέχουν ανθρακικό οξύ•
    - ая соль – αλάτι ξινό•
    - ые щи – α) σούπα με λάχανο τουρσί, β) παλ. ξινό ποτό.

    Большой русско-греческий словарь > кислый

См. также в других словарях:

  • ВИНО — ср. растительная жидкость, перешедшая третью степень брожения (1. квасное, 2. сахарное, 3. винное, 4. гнилое) и получившая от этого пьяное свойство. Вино хлебное, водка, горячее вино, зелено вино, перегоняемое в кубе из заквашенного хлебного… …   Толковый словарь Даля

  • Вино из одуванчиков (роман) — Вино из одуванчиков Dandelion Wine Жанр: роман Автор: Брэдбери, Рэй Язык оригинала: английский Публикация: 1957 г …   Википедия

  • Вино — Гостеприимство * Бал * Вино * Еда * Подарок * Праздник * Рождество Вино Вино передает каждому, кто пьет его, четыре состояния. Сначала человек становится похожим на павлина он пыжится, его движения плавны и величавы. Затем он приобретает характер …   Сводная энциклопедия афоризмов

  • Вино из одуванчиков (повесть) — Вино из одуванчиков Dandelion Wine Жанр: роман Автор: Брэдбери, Рэй Язык оригинала: английский Публикация: 1957 г. «Вино из одуванчиков» (англ. Dandelion Wine) роман …   Википедия

  • вино — (2) 1. Хмельной напиток из винограда: Бишася денъ, бишася другыи; третьяго дни къ полуднію падоша стязи Игоревы. ...Ту кроваваго вина не доста; ту пиръ докончаша храбріи Русичи: сваты попоиша, а сами полегоша за землю Рускую. 18. А Святъславь… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • Вино, вино, на радость нам дано — Из дореволюционной студенческой застольной песни: Так наливай, брат, наливай, наливай! Всё до капли выпивай, выпивай! Вино, вино, вино, вино, Оно на радость нам дано. Видимо, анонимные авторы этих слов вдохновлялись очень популярным в свое время… …   Словарь крылатых слов и выражений

  • вино — См …   Словарь синонимов

  • Вино (история) — Вино, подобно другим хмельным напиткам, вызвало у всех народов множество разнообразных сказаний, касающихся особенно его происхождения. Уже в древнейшую эпоху жизни индоевропейских народов хмельные напитки были известны, и особенно ценился… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Вино веселит сердце человека — Вино веселитъ сердце человѣка. Ср. Много есть у меня Для пировъ серебра, Для бесѣдъ красныхъ словъ, Для веселья вина. Кольцовъ. Пѣсня. Ср. Я до отставки не пивалъ: Спросите, скажетъ весь кварталъ. Теперь же съ горя какъ напьюся, То будто бы… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Вино Верде — Винные плантации в регионе производства Вино Верде в Минью, Португалия …   Википедия

  • вино — сущ., с., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? вина, чему? вину, (вижу) что? вино, чем? вином, о чём? о вине; мн. что? вина, (нет) чего? вин, чему? винам, (вижу) что? вина, чем? винами, о чём? о винах Вино это алкогольный напиток, который… …   Толковый словарь Дмитриева

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»