-
41 бросать
ρ.δ.μ.1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•гранату ρίχνω χειροβομβίδα•
бросать якорь ρίχνω άγκυρα.
2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.
3. διαχέω, σκορπίζω•бросать тень ρίχνω σκιά•
солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.
4. αποβάλλω ως άχρηστο•он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.
|| τοποθετώ άταχτα•бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.
5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.
|| μτφ. παύω, σταματώ•бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•
-айте работу! σταματήστε τη δουλιά!
(απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.
εκφρ.бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•бросать тень – μτφ. αμαυρώνω.1. αλληλορίχνω•-снежками χιονοπολεμώ.
|| μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).
2. σπεύδω, τρέχω•бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.
|| ρίχνομαι, πέφτω•бросать на колени πέφτω στα γόνατα•
бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.
3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.
|| τρώγω αχόρταγα•бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.
4. πηδώ από ψηλά•бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•
бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•
бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.
5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).εκφρ.бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. -
42 букет
-а α.1. ανθοδέσμη, μπουκέτο.2. άρωμα, γεύση•вино имеет букет το κρασί είναι εύγεστο (εύοσμο)•
букет чая εύοσμο τσάι.
-
43 бурдючный
επ.ασκίσιος•-ое вино ασκίσιο κρασί.
-
44 виноградный
επ.κλήμάτινος, -ένιος, του κλήματος•-ая лоза κληματσίδα, κληματίδα, κληματόβεργα•
-ая плантачия αμπελώνας, σταφυλίσιος• του σταφυλιού•
-ое вино σταφυλίσιο κρασί•
виноградный сок χυμός σταφυλι,ού, γλεύκος•
-ые листья κληματόφυλλα, αμπελόφυλλα•
-о6 сусло μούστος, γλεύκος•
- ая кисть ή гроздь τσαμπί σταφυλι,ού, βότρυς•
виноградный сезон η εποχή του τρύγου, ο τρύγος.
-
45 выдержанный
επ. από μτχ.1. εγκρατής, αυτοκυρίαρχος, αυτοσυγκράτητος.2. (για τρόφιμα, υλικά) πολυχρόνιος, πολυχρονισμένος, παλιός•-ое вино παλιό κρασί•
выдержанный табак παλιός καπνός.
-
46 выдержать
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выдержанный, βρ: -жан, -а, -о, ρ.σ.μ.1. αντέχω, βαστώ, κρατώ σηκώνω•лед -ит танк ο πάγος θα βαστάξει το τανκ•
мотор не -ит το μοτέρ δε θα σηκώσει.
2. αντέχω, υπομένω, υποφέρω ανέχομαι•руки не -ат τα χέρια δεν θ’ αντέξουν•
такой жизни она не -ла τέτοια ζωή αυτή δεν την υπόφερε•
выдержать пытки αντέχω τα βασανιστήρια•
выдержать осаду αντέχω στην πολιορκία•
она не -ла и засмеялась αυτή δεν κρατήθηκε και ξέσπασε στα γέλια•
выдержать экзамены πετυχαίνω στις εξετάσεις•
новая машина -ла испытание η καινούρια μηχανή άντεξε στη δοκιμή.
3. κρατώ, βαστώ, διατηρώ, αφήνω να παλιώσει•выдержать вино κρατώ κρασί να παλιώσει.
4. διατηρώ (ζώα) για εξάσκηση.εκφρ.выдержать несколько изданий – εκδίδομαι κάμποσες φορές (χάρη στην εξαιρετικότητα)•выдержать паузу – κάνω σκόπιμα παύση στο λόγο•выдержать роль – τηρώ απαρέγκλιτα•выдержать характер – κρατώ σταθερό χαρκτήρα. -
47 вылить
-лью, -льешь, παρλθ. χρ. вылил, -ла, -ло ρ.σ.μ.1. εκχύνω, ξεχύνω, αδειάζω, εκκενώνω•вылить воду из бочки ξεχύνω νερό από το βαρέλι.
2. χύνω μέταλλο•вылить колокол из меди χύνω καμπάνα από χαλκό.
|| μτφ. ξεσπώ (για θυμό, αγανάχτηση κ.τ.τ.).3. (διαλκ.) εκδιώκω, βγάζω ζώο έξω από τη φωλιά χύνοντας νερό.1. εκχύνομαι, ξεχύνομαι, χύνομαι•вино -лось из бутылки το κρασί χύθηκε από το μποκάλι.
|| μτφ. εμφανίζομαι, φαίνομαι, εκφράζομαι•твоя привязанность -лась в письме η αφοσίωση σου ήταν διάχυτη στο γράμμα.
2. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, παίρνω άλλη μορφή, όψη•несочувствие -лось в форму бурного протеста η αντιπάθεια πήρε μορφή θυελλώδικης διαμαρτυρίας.
-
48 высокопробный
επ. (κυρλξ. κ. μτφ.) καθαρός• γνήσιος•-ое золото καθαρός χρυσός--ое вино γνήσιο κρασί.
-
49 выстоять
-ою, -оишь, προστκ. выстой κ. выстой ρ.σ.1. στέκω, -ομαι όρθιος, ίσταμαι•я -ял в очереди один час στάθηκα στη σειρά μια ώρα.
2. μτφ. υποφέρω, υπομένω, αντέχω,τα βγάζω πέρα.1. παραμένω πολύ χρόνο και καλυτερεύω, παλιώνω•вино -лось и стало крепче и вкуснее το κρασί πάλιωσε κι έγινε πιο δυνατό και πιο εύγεστο.
2. ξεκουράζομαι, αναπαύομαι (για άλογο). -
50 выходиться
-итсяρ.σ.γίνομαι•выходиться вино -лось το κρασί έγινε (τέλειωσε η ζύμωση).
-
51 глушить
-шу, глушишь, ρ.δ.μ.1. βλ. оглушать.2. πνίγω, σβήνω τον ήχο.3. (για βοτάνια, ζιζάνια) πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη.4. σβήνω•глушить угли σβήνω τα κάρβουνα.
5. (απλ.) χτυπώ, ρίχνω κάτω αναίσθητο.εκφρ.глушить водку, вино – κ.τ.τ. σουρώνω βότκα, κρασί•глушить мотор, трактор – κ.τ.τ. σβήνω το μοτέρ, το τρακτέρ•глушить рыбу – ψαρεύω με δυναμίτη ή με χτυπήματα πάνω στον πάγο (οπότε το ψάρι χάνει τα νερά του).κουφαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
52 годовалый
επ.χρονιάρικος, ενός χρόνου•годовалый ребенок χρονιάρικο παιδάκι•
-ая телка χρονιάρικο θηλυκό μοσχαράκι.
|| ενός χρόνου (διαρκείας)•-ое вино κρασί ενός χρόνου.
-
53 забористый
επ. βρ: -рист, -а, -о.1. οξύς, δριμύς, δραστικός• καυστικός δυνατός•-ое вино δυνατό κρασί•
забористый табак βαρύς! καπνός•
-ая горчица καυστικό σινάπι ή μουστάρδα.
2. μτφ. συναρπαστικός, ελκυστικός. || μτφ. θικτικός, προσβλητικός. -
54 играть
ρ.δ., μτχ. ενεστ. играющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. игранный, βρ: -ран, -а, -о,επιρ. μτχ. -ая κ. -аючи.1. παίζω (για διασκέδαση)•играть в куклы παίζω τις κούκλες•
играть в мяч παίζω το τόπι ή τη μπάλα•
играть в жмурки παίζω την τυφλόμυγα.
|| (για διάφορα παιγνίδια)•играть в шахматы παίζω σκάκι•
играть в футбол παίζω ποδόσφαιρο•
играть в бильирде παίζω μπιλιάρδο.
2. μαίνομαι, μανιάζω, λυσσομανώ•буря -ет μαίνεται η θύελλα.
3. αφρίζω, βράζω•вино -ет το κρασί αφρίζει.
4. λάμπω, λαμπυρίζω•солнце -ет на поверхности воды ο ήλιος λάμπει στην επιφάνεια του νερού•
-ют звзды λαμπυρίζουν τ αστέρια•
бриллиант -ет το διαμάντι λαμπυρίζει•
румянец -ет у не на щеках τα μαγουλά της ροδοκοκκίνίζουν.
|| κινούμαι, πάλλομαι•моршины -ют οι ρυτίδες παίζουν.
|| προσποιούμαι, κάνω•играть в великодушие κάνω τον μεγαλόψυχο.
5. εκτελώ•на скрипке παίζω βιολί•
-ет музыка παίζει η μουσική.
|| μτφ. επιδρώ•играть на нервах επιδρώ στα νεύρα.
|| (διάφορες σημασίες)•играть в деньги παίζω με χρήματα•
играть с огнм (κυρλξ. κ. μτφ.) παίζω με τη φωτιά•
играть своей жизнью παίζω με τη ζωή (διακινδυνεύω τη ζωή)•
в груди у него -ло радостное чувство μέσα του ήταν όλο χαρά•
в этом случае он -ал не особенно почтнную роль σ αυτήν την περίπτωση αυτός δεν έπαιξε καθόλου τίμιο ρόλο•
улыбка -ет на е лице το χαμόγελο σιγοπαίζει στο πρόσωπο.
εκφρ.играть большую роль – παίζω μεγάλο ρόλο (επιδρώ πολύ)•играть срадьбу – παλ. κάνω γάμο•играть первую скрипку – παίζω πρώτο βιολί (πρωτεύοντα! ρόλο)•играть вторую скрипку – παίζω δεύτερο βιολί (δευτερεύοντα ρόλο)•глазами – γλυκοβλέπω, γλυκοκοιτάζω, κάνω γλυκά μάτια• φλερτάρω•играть словами – α) παίζω με τις λέξεις (αποκρύπτω την ουσία του ζητήματος), β) καλαμπουρίζω. играть на бирже παίζω στο χρηματιστήριο•играть на руку кому – παίζω το παιγνίδι κάποιου (βοηθώ, συντελώ)•судьба -ет людми – παλ. η τύχη παίζει με τους ανθρώπους.1. παίζω.2. επιθυμώ• έχω διάθεση. -
55 игристый
επ., βρ: -ист, -а, -оαφρώδης•-ое вино αφρώδης οίνος.
-
56 изюмный
επ.σταφιδίσιος•изюмный вкус γεύση σταφίδας•
-ое вино κρασί από σταφίδα.
-
57 искристый
επ., βρ: -ист, -а, -о.1. σπινθηροβόλος.2. αφρώδης•-ое вино αφρώδης οίνος.
3. μτφ. φαιδρός•искристый смех φαιδρό γέλιο•
-ая веслость φαιδρότητα, ιλαρότητα, μεγάλη ευθυμία.
-
58 искрить
-ритρ.δ. σπινθηρίζω, σπινθηροβολώ.1. σπινθηρίζω, σπινθηροβολώ.2. αφρίζω•вино -ится το κρασί αφρίζει.
-
59 кидать
ρ.δ. μ.1. ρίχνω, ρίπτω, πετώ, βάλλω, εξακοντίζω•кидать камнями πετροβολώ, λιθοβολώ•
кидать невод ρίχνω το δίχτυ•
кидать тень ρίχνω σκιά•
кидать свет ρίχνω φως•
кидать взгляд ρίχνω ματιά.
|| μτφ. εκφέρω (βάζω) απανωτά, βροχηδόν (ερωτήματα, παρατηρήσεις κ.τ.τ.).2. απρόσ μου προκαλεί, μου φέρνει, μου έρχεται (για ζέστη, τρόμο, ιδρώτα κ.τ.τ.)• сон меня -ет ύπνος μου έρχεται, νυστάζω•меня -ет то в жар, то в холод μου έρχεται μια ζέστη, μια κρύο•
его -ет в дрожь τον πιάνει τρεμούλα.
εκφρ.кидать грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω (κατηγορώ, κατακρίνω).1. ρίχνομαι, πετάγομαι, εξακοντίζομαι.2. κατευθύνομαι, τρέχω γρήγορα. || ορμώ•кидать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•
собаки -лись на него τα σκυλιά ορμούσαν κατ' επάνω του.
|| αρέσκομαι•дети -ются на сласти τα παιδιά ρίχνονται στα γλυκά.
3. πηδώ•кидать в реку ρίχνομαι στο ποτάμι.
4. στριφογυρίζω, περιφέρομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε.εκφρ.кидать в глаза – βλ. бросаться в глазе• вино ή хмель -ется в голову μεθώ, μεπιώνει το κρασί•кровь -ется в голову – μον ανεβαίνει•то – αίμα. στο κεφάλι.. -
60 кислый
επ.1. ξινός•-ые яблоки ξινά μήλα•
-ое вино ξινό κρασί•
-ое тесто ξινισμένο ζυμάρι•
-ая капуста λάχανο τουρσί•
-ое молоко το γιαούρτι.
2. μτφ. δυσαρεστημένος, ξινισμένος• δύσθυμος, κατσουφισμένος•-ое лицо κατσουφιασμένο πρόσωπο.
εκφρ.-ые воды (источники, ключи) – νερά που περιέχουν ανθρακικό οξύ•- ая соль – αλάτι ξινό•- ые щи – α) σούπα με λάχανο τουρσί, β) παλ. ξινό ποτό.
См. также в других словарях:
ВИНО — ср. растительная жидкость, перешедшая третью степень брожения (1. квасное, 2. сахарное, 3. винное, 4. гнилое) и получившая от этого пьяное свойство. Вино хлебное, водка, горячее вино, зелено вино, перегоняемое в кубе из заквашенного хлебного… … Толковый словарь Даля
Вино из одуванчиков (роман) — Вино из одуванчиков Dandelion Wine Жанр: роман Автор: Брэдбери, Рэй Язык оригинала: английский Публикация: 1957 г … Википедия
Вино — Гостеприимство * Бал * Вино * Еда * Подарок * Праздник * Рождество Вино Вино передает каждому, кто пьет его, четыре состояния. Сначала человек становится похожим на павлина он пыжится, его движения плавны и величавы. Затем он приобретает характер … Сводная энциклопедия афоризмов
Вино из одуванчиков (повесть) — Вино из одуванчиков Dandelion Wine Жанр: роман Автор: Брэдбери, Рэй Язык оригинала: английский Публикация: 1957 г. «Вино из одуванчиков» (англ. Dandelion Wine) роман … Википедия
вино — (2) 1. Хмельной напиток из винограда: Бишася денъ, бишася другыи; третьяго дни къ полуднію падоша стязи Игоревы. ...Ту кроваваго вина не доста; ту пиръ докончаша храбріи Русичи: сваты попоиша, а сами полегоша за землю Рускую. 18. А Святъславь… … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
Вино, вино, на радость нам дано — Из дореволюционной студенческой застольной песни: Так наливай, брат, наливай, наливай! Всё до капли выпивай, выпивай! Вино, вино, вино, вино, Оно на радость нам дано. Видимо, анонимные авторы этих слов вдохновлялись очень популярным в свое время… … Словарь крылатых слов и выражений
вино — См … Словарь синонимов
Вино (история) — Вино, подобно другим хмельным напиткам, вызвало у всех народов множество разнообразных сказаний, касающихся особенно его происхождения. Уже в древнейшую эпоху жизни индоевропейских народов хмельные напитки были известны, и особенно ценился… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Вино веселит сердце человека — Вино веселитъ сердце человѣка. Ср. Много есть у меня Для пировъ серебра, Для бесѣдъ красныхъ словъ, Для веселья вина. Кольцовъ. Пѣсня. Ср. Я до отставки не пивалъ: Спросите, скажетъ весь кварталъ. Теперь же съ горя какъ напьюся, То будто бы… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Вино Верде — Винные плантации в регионе производства Вино Верде в Минью, Португалия … Википедия
вино — сущ., с., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? вина, чему? вину, (вижу) что? вино, чем? вином, о чём? о вине; мн. что? вина, (нет) чего? вин, чему? винам, (вижу) что? вина, чем? винами, о чём? о винах Вино это алкогольный напиток, который… … Толковый словарь Дмитриева