Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(воду)

  • 81 вычерпать

    ρ.σ.μ. εξαντλώ, αδειάζω, εκκενώνω, βγάζω τελείως•

    вычерпать воду βγάζω όλο το νερό.

    Большой русско-греческий словарь > вычерпать

  • 82 вышка

    θ.
    1. πύργος• κορυφή.
    2. ικρίωμα• εξέδρα•

    наблюдательная вышка παρατηρητήριο•

    буровая вышка ικρίωμα γεώτρησης•

    судейская вышка το κάθισμα (εξέδρα) του διαιτητή•

    прыжок в воду с -и πήδημα στο νερό από την εξέδρα.

    Большой русско-греческий словарь > вышка

  • 83 греть

    грею, греешь, ρ.δ.
    1. ζεσταίνω, θερμαίνω•

    солнце греет ο ήλιος ζεσταίνει•

    греть воду ζεσταίνω νερό.

    2. (απλ.) μαλώνω, επιπλήττω.
    ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > греть

  • 84 доверху

    επίρ.
    ως επάνω, ως την κορυφή,κάργα•

    налить воду в бочку доверху γεμίζω το βαρέλι νερό ξέχειλα•

    взобраться доверху σκαρφαλώνω ως την κορυφή.

    Большой русско-греческий словарь > доверху

  • 85 завернуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завернутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. τυλίγω, περιτυλίσσω•

    завернуть покупки в бумагу τυλίγω τα ψώνια με χαρτί.

    2. μ. γυρίζω, ανεβάζω, μαζεύω•

    завернуть рукав μαζεύω το μανίκι•

    завернуть подол μαζεύω το γύρο (ποδόγυρο).

    3. αμ. στρίβω, κάνω, παίρνω στροφή, κόβω, γυρίζω•

    завернуть налево στρίβω αριστερά.

    4. περνώ, μπαίνω διερχόμενος•

    он проездом -ул в деревню διαβαίνοντας αυτός κοντά πέρασε κι από το χωριό.

    5. βιδώνω•

    завернуть гайку βιδώνω το περικόχλιο.

    || κλείνω, σταματώ, σβήνω•

    завернуть кран ή воду κλείνω τη βρύση, το νερό•

    завернуть газ σβήνω το φωταέριο.

    6. επιπίπτω, πέφτω, ενσκήπτω•

    -ли морозы έπεσε παγετός.

    1. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι•

    -в одеяло τυλίγομαι με το πάπλωμα•

    завернуть в шинель κουκουλώνομαι με τη χλαίνη.

    2. ανασύρομαι, ανασηκώνομαι.
    3. βιδώνομαι σφιχτά, σφίγγω•

    кран -лся η βρύση έσφιξε (έκλεισε καλά).

    Большой русско-греческий словарь > завернуть

  • 86 закрыть

    -крою, -кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрытый, βρ: -крыт, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κλείνω•

    закрыть дверь κλείνω την πόρτα•

    закрыть зонтик κλείνω το ομπρελάκι•

    закрыть детей в комнате κλείνω τα παιδιά στο δωμάτιο.

    || φράζω, εμποδίζω τη διάβαση•

    закрыть путь κλείνω το δρόμο.

    2. σκεπάζω, καλύπτω•

    закрыть голову платком καλύπτω το κεφάλι με το μαντήλι•

    закрыть лицо руками κρύβω το πρόσωπο με τα χέρια•

    туча -ла луну το σύννεφο έκρυψε το φεγγάρι.

    3. σταματώ•

    закрыть воду κλείνω το νερό•

    закрыть свет σβήνω το φως•

    газ κλείνω το γκάζι•

    закрыть фабрику κλείνω τη φάμπρικα.

    || τελειώνω•

    закрыть собрание, заседание κλείνω τη συνέλευση, τη συνεδρίαση.

    εκφρ.
    закрыть глаза, – κλείνω τα μάτια (κάνω πως δε λέπω)•
    закрыть двери дома (перед кем ή для кого) – κλείνω την πόρτα σε κάποιον (δεν τον δέχομαι στο σπίτι μου)•
    закрыть кавычки, скобки – κλείνω τα εισαγωγικά, την παρένθεση•
    закрыть счет – α) κλείνω το λογαριασμό, β) σταματώ την έκδοση χρημάτων.
    1. κλείνομαι.
    2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι.
    3. επουλώνομαι•

    рана -лась η πληγή έκλεισε.

    Большой русско-греческий словарь > закрыть

  • 87 замутить

    -учу, -утишь
    ρ.σ.μ.
    1. θολώνω•

    замутить воду θολώνω το νερό.

    2. μτφ. συγχύζω, ταράσσω, ανησυχώ.
    3. αρχίζω να θολώνω.
    εκφρ.
    он и воды не -ит – αυτός δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι (είναι τελείως άκακος).
    1. θολώνω•

    вода -лась το νερό θόλωσε.

    || θαμπώνω, γίνομαι θαμπός.
    2. παλ. στασιάζω.
    3. αρχίζω να θολώνω, να γίνομαι θολός.
    εκφρ.
    в глазах -лось – θόλωσαν (θάμπωσαν) τα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > замутить

  • 88 запрудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -уженный
    κ. -уженный, βρ: -жен, -а, -о и. -жен, -жена, -жено ρ.σ.μ.
    1. φτιάχνω υδατοφράχτη ή νεροδεσιά•

    запрудить воду υδατοφράσσω•

    -реку φτιάχνω υδατόφραγμα στο ποτάμι.

    2. μτφ. γεμίζω, κατακλύζω, πλημμυρίζω•

    толпа -ла всю улицу το πλήθος κατέκλυσε όλη την οδό.

    γεμίζω, κατακλύζω, πλημμυρίζω•

    улица -лась толпой η οδός πλημμύρισε αποτο πλήθος.

    Большой русско-греческий словарь > запрудить

  • 89 кануть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.
    1. παλ. σταλάζω, στάζω. || βυθίζομαι.
    2. μτφ. εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, χάνομαι•

    кануть в прошлое χάνομαι βαθιά στο παρελθόν•

    кануть в вечность εξαφανίζομαι για πάντα•

    как в воду кануть ανοίγει η γη και με καταπίνει, εξαφανίζομαι χωρίς να αφήσω κανένα ίχνος ζωής.

    Большой русско-греческий словарь > кануть

  • 90 кипятить

    -ячу, -ятишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кипячённый, βρ: -чён, -чена, -чено ρ.δ. μ. βράζω•

    кипятить воду, молоко βράζω νερό, γάλα•

    кипятить бель βράζω τα ρούχα.

    1. βράζω•

    молоко -ится το γάλα βράζει•

    бельё -ится τα ρούχα βράζουν, ζεματίζονται.

    2. μτφ. εξάπτομαι, ανάβω.

    Большой русско-греческий словарь > кипятить

  • 91 конец

    -нца α.
    1. τέλος, τέρμα, πέρας•

    месяца, года τέλος του μήνα, του χρόνου•

    -песни τέλος του τραγουδιού•

    без -нца χωρίς τέλος, ατέρμονάς•

    при - жизни προς το τέλος της ζωής•

    доводить до -а φέρω σε πέρας•

    от начала до -а από την αρχή ως το τέλος•

    -нашему разговору τέρμα στην κουβέντα μας.

    2. άκρη, άκρον, εσχατιά αμήν•

    пилка заострнная с обоих -ов πάσσαλος αιχμηρός από τις δυο άκρες.

    3. θάνατος•

    тут ему и конец пришёл εδώ του ήρθε και το τέλος.

    4. δρόμος, αλλέ-ρετούρ.
    5. (ναυτ.) καραβόσχοινο, παλαμάρι.
    6. κομμάτι υφάσματος ή τριχιάς.
    εκφρ.
    до -а – ως το τέλος•
    под -ом – προς το τέλος•
    из -а в конец – από μια άκρη στην άλλη•
    во все -ы – παντού, σ όλα τα πέρατα•
    в оба - – έ. προς τα εκεί και προς τα εδώ, αλλέ-ρετούρ•
    на худой конец – στην πιο χειρότερη περίπτωση•
    со всех -ов – από παντού, απ όλα τα πέρατα•
    в -е -ов – στο τέλος της γραφής, στο κάτω-κάτω, επιτέλους•
    нет -а – δεν υπάρχει τέλος•
    -а-краю (края) нет чему ή ни -а, ни краю (края) нет – ατέλειωτος (για τόπο, χρόνο)•
    - ы в воду – εξαφανίστηκαν τα ίχνη•
    - ов не найти – δε βρίσκεις τέλος•
    пилка о двух -ах – δίκοπο μαχαίρι, είναι αμφίβολο το τέλος (καλό ή άσχημο)•
    положить конец – βάζω τέρμα (σταματώ)•
    сводить (свести) -ы с -ими – συνταιριάζω, κάνω να συμφω-νίσουν•
    едва (ή еле, кое-как) сводить -ы с -ими – μόλις κατορθώνω και τα βγάζω πέρα ή τα βολεύω•
    хоронить (прятать) -ы – (απλ.) εξαφανίζω τα ίχνη (μαρτυρίες) εγκλήματος•
    и дело с -ом – και τελειώνομε, ξεμπερδεύομε.

    Большой русско-греческий словарь > конец

  • 92 леденить

    -ит, μτχ. ενστ. леденящий ρ.,δ. μ. παγώνω•

    мороз -ит воду το ψύχος παγώνει το νερό.

    || ψύχω, κρυώνω. || μτφ. παγώνω από το φόβο•

    сердце -ит η καρδιά παγώνει•

    кровь -ит το αίμα παγώνει.

    Большой русско-греческий словарь > леденить

  • 93 лить

    лью, льшь, παρελθ. χρ. лил, -лила, лило; προστκ. лей, παθ. μτχ. παρλβ. χρ. литый, βρ: лит
    -а, лито
    ρ.δ.
    1. χύνω•

    лить воду χύνω νερό.

    || κερνώ•

    лить вино κερνώ κρασί.

    || μτφ. αναδίδω, σκορπώ• διαχέω•

    цветы льют ароматы τα λουλούδια σκορπούν ευωδιά.

    2. ρέω, τρέχω, κυλώ•

    вода льёт из крана το νερό τρέχει, από την κάνουλίχ.

    3. μ. φτιάχνω, κατασκευάζω•

    лить пушки χύνω κανόνια•

    лить колокола χύνω καμπάνες.

    εκφρ.
    лить слёзы – χύνω δάκρυα.
    1. χύνομαι.
    2. μτφ. αναδίδομαι, εκπέμπομαι,• διαχέομαι, διαδίδομαι. || (για ομιλία, λόγο) βγαίνω, ρέω.

    Большой русско-греческий словарь > лить

  • 94 любить

    люблю, -любишь, μτχ. ενστ. любящий; παθ. μτχ. ενστ. любимый, βρ: -бим, -а, -о
    ρ.δ. μ. αγαπώ•

    любить мать αγαπώ τη μάνα•

    любить Родину αγαπώ την πατρίδα.

    || ερωτεύομαι. || αρέσω•

    я -блю музыку αγαπώ τη μουσική, μου αρέσει η μουσική•

    я жить -блю θέλω να ζήσω.

    || χρειάζομαι, έχω ανάγκη•

    цветы -ят воду τα λουλούδια αγαπούν το νερό.

    αγαπιέμαι, ερωτεύομαι•

    он с ней -ится уже третий год αυτοί αγαπιούνται πριν από τρία χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > любить

  • 95 молоко

    ουδ.
    1. γάλα•

    грудное молоко το γάλα στήθους•

    козье молоко γίδινο γάλα•

    овечье молоко πρόβειο γάλα•

    коровье молоко γελαδινό γάλα•

    топлённое молоко βρασμένο γάλα•

    парное молоко άβραστο γάλα (φρέσκο)1 сгущнное молоко συμπυκνωμένο γάλα ή γάλα του κουτιού•

    кислое молоко το γιαούρτι•

    сухое молоко η γαλατόσκονη•

    снятое молоко αποβουτυρωμένο γάλα•

    кофе с -ом γάλα με καφέ.

    2. γαλατόχορτο, γαλατσόχορτο, γαλατσίδα.
    3. διάλυμα γαλακτώδες•

    известковое молоко το γάλα ασβέστης.

    εκφρ.
    обжёгшись на молоко, будешь дуть и на водуπαρμ. • κάηκε η γριά στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι.

    Большой русско-греческий словарь > молоко

  • 96 мылить

    ρ.δ.μ.
    1. σαπουνίζω•

    мылить бель, руки σαπουνίζω τα ρούχα, τα χέρια.

    2. διαλύω σαπούνι•

    мылить воду κάνω σαπουνάδα.

    1. σαπουνίζομαι.
    2. αφρίζω, βγάζω σαπουνάδα•

    мыло плохо -ится το σαπούνι δε βγάζει καλά σαπουνάδα.

    Большой русско-греческий словарь > мылить

  • 97 наговорить

    ρ.σ., παθ. \ιτχ, παρλθ. χρ. на-говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. λέγω πολλά• διηγούμαι πολλά•

    он -ил больше, чем нужно αυτός είπε παραπάνω απ ό,τι χρειάζονταν (έπρεπε).

    2. συκοφαντώ, κατηγορώ, διαβάλλω, κακολογώ, κουρκουσουρεύω•

    -ли ему на меня напрасно με κατηγόρησαν σ αυτόν άδικα•

    он не виноват, на него -ли αυτός δεν είναι ένοχος, τον συκοφάντησαν.

    3. μ. κάνω ηχοληψία, εγγράφω σε δίσκο ή ταινία.
    4. (ε)ξορκίζω, κάνω ξόρκια, μαγεύω με λόγια•

    -воду μαγεύω το νερό.

    μιλώ πολύ• χορταίνω κουβέντα•

    он не успел наговорить αυτός δεν είχε καιρό να μιλήσει αρκετά•

    друзья не могли οι φίλοι δε χόρταιναν να κουβεντιάζουν.

    Большой русско-греческий словарь > наговорить

  • 98 налить

    -лью, -льшь, παρλθ. χρ. налил, -лила, -лило, προστκ. налей παθ. μτχ. παρλθ. χρ. налитый, βρ: налит, -а, -налито
    ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω (με υγρό)•

    налить стакан чаю γεμίζω ένα ποτήρι τσάι•

    налить ведро воды γεμίζω ένα κουβά νερό.

    || χύνω, ρίχνω•

    налить воду в бочку χύνω νερό στο βαρέλι.

    2. βλ. налиться (3 σημ.). || χύνω, κατασκευάζω•

    налить пушек χύνω πυροβόλα.

    1. ρέω, τρέχω.
    2. γεμίζω (με υγρό)•

    глаза -лись слезами τα μάτια γέμισαν δάκρυα.

    || εισρέω•

    вода -лась в лодку το νερό μπήκε στη βάρκα•

    -лось воды в лодку μπήκε νερό στη βάρκα.

    3. (για καρπούς) ωριμάζω• γίνομαι ζουμερός, γεμίζω χυμό•

    груши уже -лись τα αχλάδια πια έγιναν ζουμερά.

    || μτφ. χοντραίνω, μεστώνω•

    она -лась αυτή γέμισε.

    4. μτφ.σημ. του ρ. αντικατασταίνεται από τη σημ. του έμμεσου αντικειμένου)•

    она -лась красотой αυτή ο-μόρφηνε πολύ•

    голос -лся силой η φωνή δυνάμωσε πολύ•

    налить кровью κοκκινίζω (από θυμό, υπερένταση κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > налить

  • 99 намылить

    ρ.σ.μ.
    1. σαπουνίζω•

    намылить бельё σαπουνίζω τα ρούχα.

    2. διαλύω σαπούνι στο υγρό•

    намылить воду διαλύω σαπούνι•ίστο νερό.

    σαπουνΙζομαι•

    Большой русско-греческий словарь > намылить

  • 100 наносить

    -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наношенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ. μεταφέρω, κουβαλώ•

    наносить груду камней κουβαλώ ένα σωρό πέτρες.

    1. μεταφέρω, κουβαλώ (πολύ, πολλά)• κουράζομαι από το πολύ κουβάλημα•

    наносить дров κουράζομαι να μεταφέρω καυσόξυλα•

    я -лся, таскай ты теперь воду εγώ κουράστηκα, τώρα είναι η σειρά σου να κουβαλάς νερό.

    2. (για ενδυμασία, υπόδηση) φοριέμαι, κρατώ, αντέχω•

    эти сапоги долго не -ятся αυτές οι μπότες δεν κρατάνε πολύ (δεν είναι γερές).

    Большой русско-греческий словарь > наносить

См. также в других словарях:

  • Воду толочь — (въ ступѣ) непроизводительный, пустой трудъ. Ср. Если бъ захотѣли вполнѣ раздавить, уничтожить человѣка, наказать его самымъ ужаснымъ наказаніемъ, то стоило бы только придать работѣ характеръ совершенной, полнѣйшей безполезности и безсмыслицы.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Воду толочь - вода и будет. — Воду варить вода и будет. Воду толочь вода и будет. См. ТОЛК БЕСТОЛОЧЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • воду возить можно — хоть поросят об лоб бей, здоровый, об дорогу не убьешь, сильный, пахать можно, здоров как бык, не ущипнешь, что ему делается, здоровяк, поросят можно об лоб бить Словарь русских синонимов. воду возить можно прил., кол во синонимов: 10 • здоров,… …   Словарь синонимов

  • Воду влить в стакан вина — Воду влить въ стаканъ вина разбавить его (иноск.) усмириться, успокоиться, одуматься. Ср. Смирились вы, моей весны Высокопарныя мечтанья, И въ поэтическій бокалъ Воды я много подмѣшалъ. А. С. Пушкинъ. Отрывки изъ путешествія Онѣгина. (Въ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Воду толчешь? - Толку. - А пыль идет? - Нет. - Толки еще. — Воду толчешь? Толку. А пыль идет? Нет. Толки еще. См. ТОЛК БЕСТОЛОЧЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Воду жалеть - и каши не сварить. — Воду жалеть и каши не сварить. См. ТОРОВАТОСТЬ СКУПОСТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • воду в ступе толокший — прил., кол во синонимов: 35 • балаболивший (39) • балабонивший (37) • бобы разводивший …   Словарь синонимов

  • воду толочь — См …   Словарь синонимов

  • воду толочь — (в ступе) непроизводительный, пустой труд Ср. Если б захотели вполне раздавить, уничтожить человека, наказать его самым ужасным наказанием, то стоило бы только придать работе характер совершенной, полнейшей бесполезности и бессмыслицы. Если б… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Воду толочь. — Камни ворочать. Землю копать. Воду толочь. См. РАБОТА ПРАЗДНОСТЬ В решете воду носить. Воду толочь. Строить водотолчу. См. ТОЛК БЕСТОЛОЧЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Воду варить - вода и будет. — см. Воду толочь вода и будет …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»