-
1 ακτη
Iἥ1) мука(ἀλφίτου ἀ. Hom.)
Δάματρος ἀκτᾶς δέμας ἁγνὸν ἴσχειν Eur. — воздерживаться от пищи, голодать2) зерно, хлеб на корню Hes.IIдор. ἀκτά ἥ1) крутой морской берег, взморье(ἀκταὴ προβλῆτες Hom.; βαθύκρημνοι ἀκταί Pind.; ἀ. ἀμφίκλυστος Soph.)
2) речной берег(Νείλου Pind.; Σιμόεντος Aesch.)
3) мыс, коса; полуостров Xen., Arst.4) возвышенность, высота(χλωρὰ ἀ. Soph.)
χώματος ἀ. Aesch. — могильный курган;βώμιος ἀ. Soph. — алтарь на возвышении -
2 αποπτος
21) издали видимый(ἀπὸ τοῦ χώματος Arst.; καταφανές καὴ ἄ. Plut.)
2) удаленный от взоров, невидимый, т.е. далекий(τινος Soph.)
-
3 αρμος
ὅ1) связь, скрепа (sc. πυλωμάτων Eur.)2) скрепление, нагромождение(χώματος Soph.)
3) паз, щель(θύρας Plut.)
4) колышек(ἐν ξύλῳ παγείς Eur.)
-
4 ιζανω
1) сажать, усаживатьἵζανεν εὐρὺν ἀγῶνα Hom. — (Ахилл) усадил обширное сборище (людей)
2) садитьсяκλίσιον, ἐν τῷ ἵζανον ἠδὲ ἴαυον δμῶες Hom. — клисий, в котором садились и отдыхали (= садились отдыхать) слуги
3) садиться, опускаться(οὔ μοι ἐπ΄ ὄμμασι ὕπνος ἱζάνει Hom.)
4) садиться, оседатьτοῦ χώματος ἱζάνοντος Thuc. — (так как) насыпь оседала
-
5 υπαγω
1) подводитьὑ. ἵππους Hom., Luc., тж. ὑ. ἵππους ζυγόν Hom. или ζυγῷ Luc. — подводить под ярмо лошадей, т.е. запрягать;
ἑαυτὸν εἰς δουλείαν ὑ. Luc. — отдавать себя самого в рабство;ὑ. τινὰ ἐς χέρας τινός Her. — отдавать кого-л. во власть кому-л.2) подчинять(ὑπάγεσθαι τέν πόλιν Thuc.)
ὅταν ὑπαγάγηται (sc. τὰ Πάρθων) Plut. — когда будет завоевана Парфия3) привлекать к ответственности(τινά Lys., Xen.)
ὑ. τινὰ ὑπὸ δικαστήριον Her. или δικαστηρίῳ Luc., тж. ὑ. τινὰ ἐς δίκην Thuc. — привлекать кого-л. к судебной ответственности;4) вести, увлекать, заманивать(τινὰ ἐπὴ κῶμον Eur.; ὑ. τοὺς πολεμίους εἰς δυσχωρίαν Xen.)
εἰς ἔχθραν τῶν πόλεων ὑπηγμένων Dem. — когда города были вовлечены во (взаимную) вражду;τίν΄ ὑπάγεις μ΄ ἐς ἐλπίδα ; Eur. — какую надежду хочешь ты мне внушить?;ὑπάγεσθαί τινα Dem. — склонять кого-л. на свою сторону5) вводить в обман, обманывать(τινά Lys.)
ταῦτα ὑπήγετο, βουλόμενος … Xen. — он пустил в ход эти хитрости, желая …6) уводить(τὸ στράτευμα Thuc.)
ὑπαγομένου κάτωθεν τοῦ χώματος Thuc. — по мере того, как насыпь снизу выкапывалась7) уходить, отступатьκόσμῳ καὴ τάξει ὑ. Thuc. — уходить в полном порядке;
ὑπάγοιμί τἄρ΄ ἄν Arph. — я, пожалуй, уйду;ὕπαγε εἰς εἰρήνην NT. — иди с миром8) медленно продвигаться(ἔμπροσθεν Xen.)
ὑπάγεθ΄ ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ Arph. — отправляйтесь в путь, трогайтесь9) приседать Arst.
См. также в других словарях:
χώματος — χῶμα earth thrown up neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκχωμα — το 1. ό,τι απομένει ή δημιουργείται μετά την αφαίρεση χώματος η ισοπέδωση τού εδάφους με εκχωμάτωση, με αφαίρεση χώματος 2. όρυγμα, χαντάκι … Dictionary of Greek
γαιόχωση — η 1. κατολίσθηση όγκου χώματος 2. συσσώρευση χώματος γύρω από το καλούπι στα χυτήρια … Dictionary of Greek
επίχωμα — το (AM ἐπίχωμα) [επιχώννυμι] επισώρευση χώματος και άλλων υλικών σε κάποια θέση για ανύψωση τής επιφάνειας τού εδάφους ή για την πλήρωση κοιλωμάτων, τάφρων κ.λπ. νεοελλ. όγκος χώματος μπροστά στο χαράκωμα για προστασία από τις βολές τού πεζικού … Dictionary of Greek
εριβώλαξ — ἐριβώλαξ, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλους βώλους χώματος (για εύφορη γη) 2. πολύ εύφορος, γόνιμος («ἐν Φθίῃ ἐριβώλακι βοτιανείρῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βώλαξ «όγκος χώματος»] … Dictionary of Greek
πρόσχωση — η / πρόσχωσις, ώσεως, Ν Μ Α [προσχώννυμι] επισώρευση ιλύος στην όχθη ποταμού ή στην παραλία θάλασσας η οποία συντελεί στην επαύξηση τής χέρσου («πᾱσα [Αἴγυπτος]... πρόσχωσις οὖσα τοῡ Νείλου», Αριστοτ.) νεοελλ. γεωλ. 1. απόθεση γαιωδών υλικών η… … Dictionary of Greek
χώση — η / χώσις, ώσεως, ΝΜΑ [χώννυμι / χώνω] επικάλυψη ενός χώρου με επισώρευση χώματος (α. «χώση τέλματος» β. «χῶσις τῶν λιμένων», Θουκ.) (| νεοελλ. χώσιμο αρχ. συσσώρευση χώματος και ανέγερση χαρακώματος εναντίον πόλεως … Dictionary of Greek
GAZA — insignis Palaestinae civitas, ex 5. Satrapiis Philistinorum, Aegyptum versus ultima, quae olim Iudae in sortem cecidit, Morer. Simeonis adscribit, sic dicta a regia Gaza, i. e. pecunia, quam illuc olim Camby ses Persarum Rex vehi curarat, quondam … Hofmann J. Lexicon universale
Μήλιος — ία, ο, αρσ. και Μηλιός, θηλ. και Μηλιά (Α Μήλιος, ία, ον, ιων. θηλ. Μηλίη) [Μήλος] 1. (ως προσηγορικό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Μήλο ή αυτός που προέρχεται από τη νήσο Μήλο 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο Μήλιος, η Μηλία ο κάτοικος… … Dictionary of Greek
Μηλιάς — Μηλιάς, άδος, ἡ (Α) 1. η Μηλία γη, δηλ. είδος χώματος τής νήσου Μήλου 2. στον πληθ. αἱ Μηλιάδες α) οι νύμφες τών οπωροφόρων δένδρων, ιδίως τής μηλιάς β) οι νύμφες τών ποιμνίων γ) οι νύμφες τής θεσσαλικής χώρας Μηλίδος ή Μηλίας («πατρίαν ἄγει πρὸς … Dictionary of Greek
Σαμογέτες — Πληθυσμός, άλλοτε πολυάριθμος, που ανήκει στον ουραλοαλταϊκό κορμό και ασχολείται με τη νομαδική κτηνοτροφία ταράνδων. Σήμερα οι Σ. ζουν στην αυτόνομη επαρχία Νόιετς (Νόιετς είναι το εθνικό όνομά τους) και στη λεκάνη του κάτω ρου του Ομπ. Οι… … Dictionary of Greek