Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(χώματος

См. также в других словарях:

  • χώματος — χῶμα earth thrown up neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκχωμα — το 1. ό,τι απομένει ή δημιουργείται μετά την αφαίρεση χώματος η ισοπέδωση τού εδάφους με εκχωμάτωση, με αφαίρεση χώματος 2. όρυγμα, χαντάκι …   Dictionary of Greek

  • γαιόχωση — η 1. κατολίσθηση όγκου χώματος 2. συσσώρευση χώματος γύρω από το καλούπι στα χυτήρια …   Dictionary of Greek

  • επίχωμα — το (AM ἐπίχωμα) [επιχώννυμι] επισώρευση χώματος και άλλων υλικών σε κάποια θέση για ανύψωση τής επιφάνειας τού εδάφους ή για την πλήρωση κοιλωμάτων, τάφρων κ.λπ. νεοελλ. όγκος χώματος μπροστά στο χαράκωμα για προστασία από τις βολές τού πεζικού …   Dictionary of Greek

  • εριβώλαξ — ἐριβώλαξ, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλους βώλους χώματος (για εύφορη γη) 2. πολύ εύφορος, γόνιμος («ἐν Φθίῃ ἐριβώλακι βοτιανείρῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + βώλαξ «όγκος χώματος»] …   Dictionary of Greek

  • πρόσχωση — η / πρόσχωσις, ώσεως, Ν Μ Α [προσχώννυμι] επισώρευση ιλύος στην όχθη ποταμού ή στην παραλία θάλασσας η οποία συντελεί στην επαύξηση τής χέρσου («πᾱσα [Αἴγυπτος]... πρόσχωσις οὖσα τοῡ Νείλου», Αριστοτ.) νεοελλ. γεωλ. 1. απόθεση γαιωδών υλικών η… …   Dictionary of Greek

  • χώση — η / χώσις, ώσεως, ΝΜΑ [χώννυμι / χώνω] επικάλυψη ενός χώρου με επισώρευση χώματος (α. «χώση τέλματος» β. «χῶσις τῶν λιμένων», Θουκ.) (| νεοελλ. χώσιμο αρχ. συσσώρευση χώματος και ανέγερση χαρακώματος εναντίον πόλεως …   Dictionary of Greek

  • GAZA — insignis Palaestinae civitas, ex 5. Satrapiis Philistinorum, Aegyptum versus ultima, quae olim Iudae in sortem cecidit, Morer. Simeonis adscribit, sic dicta a regia Gaza, i. e. pecunia, quam illuc olim Camby ses Persarum Rex vehi curarat, quondam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Μήλιος — ία, ο, αρσ. και Μηλιός, θηλ. και Μηλιά (Α Μήλιος, ία, ον, ιων. θηλ. Μηλίη) [Μήλος] 1. (ως προσηγορικό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Μήλο ή αυτός που προέρχεται από τη νήσο Μήλο 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο Μήλιος, η Μηλία ο κάτοικος… …   Dictionary of Greek

  • Μηλιάς — Μηλιάς, άδος, ἡ (Α) 1. η Μηλία γη, δηλ. είδος χώματος τής νήσου Μήλου 2. στον πληθ. αἱ Μηλιάδες α) οι νύμφες τών οπωροφόρων δένδρων, ιδίως τής μηλιάς β) οι νύμφες τών ποιμνίων γ) οι νύμφες τής θεσσαλικής χώρας Μηλίδος ή Μηλίας («πατρίαν ἄγει πρὸς …   Dictionary of Greek

  • Σαμογέτες — Πληθυσμός, άλλοτε πολυάριθμος, που ανήκει στον ουραλοαλταϊκό κορμό και ασχολείται με τη νομαδική κτηνοτροφία ταράνδων. Σήμερα οι Σ. ζουν στην αυτόνομη επαρχία Νόιετς (Νόιετς είναι το εθνικό όνομά τους) και στη λεκάνη του κάτω ρου του Ομπ. Οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»