-
81 αυτοφυής
-
82 καθαρός
η, ό [ά, όν ]1) чистый, не грязный; 2) чистоплотный, опрятный, любящий чистоту; 3) чистый, ясный;καθαρός ουρανός — ясное, чистое небо;
4) ясный, чёткий;καθαρή απάντηση — ясный ответ;
καθαρή προφορά — чистое произношение;
καθαρές κουβέντες — разговор начистоту;
6) чистый, натуральный; без примесей;καθαρός χρυσός — чистое золото;
καθαρό βάρος — чистый вес;
καθαρό κέρδος — чистая прибыль;
6) чистый, незапятнанный;καθαρή συνείδηση — чистая совесть;
7) чистый, сущий;καθαρή παρεξήγηση — чистое недоразумение;
καθαρή αλήθεια — чистая правда;
καθαρή ανοησία — полная нелепость, абсолютная чушь;
8) юр. чистый (не обременённый закладом, ипотекой и т. п.);§ στον καθαρό αέρα — на чистом воздухе;
παίρνω καθαρό αέρα — дышать свежим воздухом;
με καθαρή καρδιά — чистосердечно, от чистого сердца;
καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται — посл. чистое небо молний не боится
-
83 λαγάρα
-
84 Χρυσή
Χρυσή ηХрисия –1) имя некоторых святых жен Православной Церкви;2) женское имяЭтим.< χρυσός «золотой» -
85 5557
{сущ., 13}Ссылки: Мф. 2:11; 10:9; 23:16, 17; Деян. 17:29; 1Кор. 3:12; 1Тим. 2:9; Иак. 5:3; Откр. 9:7; 17:4; 18:12, 16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5557
См. также в других словарях:
Χρυσός — gold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
χρυσός — ή, ό 1. χρυσαφένιος, μαλαματένιος. 2. για ανθρώπους, αυτός που έχει καλούς τρόπους ή πολλά προτερήματα: Είναι χρυσός άνθρωπος. 3. ωφέλιμος, πολύτιμος, πολύ προσοδοφόρος: Κάνει χρυσές δουλειές. 4. φρ., «Tον έκανα χρυσό», τον παρακάλεσα πολύ. 5. το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσός — χρῡσός , χρυσός gold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσὸς δ’ἀνοίγει πάντα. — (κ’ἀίδου πύλας). См. Золото не говорит, да много творит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
χρυσός κανόνας — (αγγλικά gold standard, που χρησιμοποιείται ως διεθνής όρος). Νομισματικό σύστημα που στηρίζεται στον χρυσό. Το χρυσό νομισματικό σύστημα δημιουργήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία: από το 1816 το χρυσάφι, που έως τότε, αν και ήταν το κύριο νόμισμα,… … Dictionary of Greek
Χρυσὸς μὲν οιδεν ἐξελείχεσθαι δοκιμάζεσθαι πυρί. — См. Золото огнем искушается, а человек напастьми … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χρυσὸς δ’ἀνοίγει πάντα κ’ἀίδου πύλας. — См. Золотой молоток и железные двери отпирает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ευελπίδης, Χρυσός — (Κωνσταντινούπολη 1895 – Αθήνα 1971). Γεωπόνος, πολιτικός και λόγιος. Σπούδασε νομικές και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γεωπόνος μηχανικός στη σχολή Γκρινιόν της Γαλλίας. Αρχικά, εργάστηκε στο υπουργείο Γεωργίας και ειδικότερα… … Dictionary of Greek
Χρυσοῖν — Χρυσός gold masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσοῖο — Χρυσός gold masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)