-
1 золотой
επ.1. χρυσός• χρυσαφένιος• μαλαματένιος•золотой песок χρυσοφόρος άμμος ή χρυσί-τιδα γη•
золотой перстень χρυσό δαχτυλίδι.
|| χρυσαφής•-ые кудры χρυσόξανθες μπούκλες•
-ая рыба το χρυσόψαρο•
золотой жук ο χρυσοκάνθαρος.
2. μτφ. θαυμάσιος, υπέροχος, λαμπρός•-ые слова χρυσά λόγια•
золотой характер μάλαμα-χαρα-κτήρας•
золотой человек μάλαμα-άνθρωπος.
3. Μτφ. ευτυχής, ευτυχισμένος.4. μτφ. αγαπητός, προσφιλής, ακριβός•золотой мальчик χρυσό μου παιδάκι•
-ая моя χρυσή μου.
εκφρ.золотой век – χρυσός αιώνας (εποχή ακμής των επιστημών και των Καλών Τεχνών)•- ая осень – το χρυσό φθινόπωρο (από το κιτρίνισμα των φύλλων)•- ая молоджь – ειρν. η μαμμόθρεπτη νεολαία (ευγενών, αστών)•- ая рота – παλ. τάγμα ξυπόλυτων ή ξεβράκωτων (οι αλήτες)- -ые руки τα χρυσά (προκομμένα) χέρια•- ая свадьба – χρυσοί γάμοι•- ое сечение – χρυσός αριθμός ή χρυσή τομή•золотой стандарт – χρυσός κανόνας•золотой фонт – χρυσό απόθεμα (εφεδρεία ύψιστης σημασίας)•- ое время – ο πολύτιμος χρόνος•сулить ή обещать -ые горы – τάζω λαγούς με πετραχήλια•- ых дел мастер – ο χρυσοχόος. -
2 золото
золотос ὁ χρυσός, τό χρυσάφι, τό μάλαμα:самородное \золото ὁ καθαρός χρυσός· червонное \золото τό βενετσιάνικο μάλαμα· вышитый \золотом χρυσοκεντημένος, χρυσοκέντητος· тисненный \золотоΜ χρυσόδετος· десять рублей \золотом δέκα ρούβλια χρυσά· ◊ не все то \золото, что блести́т поел. ὅ, τι λάμπει δέν εἶναι χρυσός. -
3 золотой
золотой χρυσός, χρυσαφέ νιος, μαλαματένιος \золотойая медаль το χρυσό μετάλλιο ◇ \золотойые руки о χρυσοχέρης* * *χρυσός, χρυσαφένιος, μαλαματένιοςзолота́я меда́ль — το χρυσό μετάλλιο
••золоты́е ру́ки — ο χρυσοχέρης
-
4 золото
-а ουδ.1. χρυσός, χρυσάφι, μάλαμα.2. χρυσαφικά. || κλωστή χρυσαφένια•вышивать -ом χρυσούφαίνω, χρυσοκεντώ.
3. χρυσά νομίσματα.4. μτφ. μεγάλης αξίας, μάλαμα.εκφρ.червонное золото – καθαρός χρυσός•чрное - – το πετρέλαιο•белое золото – το βαμπάκι. -
5 карат
1. (внесистемная единица массы драгоценных камней и жемчуга) το κεράτιο, το καράτι (μονάδα μέτρησης των πολύτιμων λίθων, ισούται με 0,2 γρ = 200 mg = 2 χ ΙΟ4 kg) 2. (мера содержания золота в сплавах) το καράτι (μονάδα περιεκτικότητας σε χρυσό, 1. καράτι ισούται με 1/24 βάρους του κράματος και ο καθαρός χρυσός ισούται με 24 καράτια)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > карат
-
6 число
1. (выражение количества) о αριθμ/όςатомное - хим., физ. ατομικός -вещественное - см. действительное -двузначное - διττός -, διψήφιος -единственное - грам. ενικός -зарядовое - см. атомное -- квантовое азимутальное κβαντικός αζιμουθιακός -, δευτερεύων κβαντικός -квантовое, главное κύριος κβαντικός -круглое - ακέραιος -, φυσικός -массовое - (яд.физ.) μαζικός -множественное грам. πληθυντικός -неделимое - αδιαίρετος -, πρώτος -- обращений допустимое (в электростатических запоминающих трубках) επιτρεπόμενος - στροφώνсмешанные - а συμμιγείς/μεικτοί - οί2. (день месяца) η ημερομηνία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > число
-
7 век
векм1. (столетие) ὁ αἰώνας, ὁ αἰών. в девятнадцатом \веке στό δέκατο ἐνατο αίῶνα·2. (эпоха) ὁ αἰώνας, ἡ ἐποχή:золотой \век ὁ χρυσός αἰώνας, ὁ χρυσούς αἰών каменный \век ἡ λίθινη ἐποχἤ средние \века ὁ μεσαίωνας, οἱ μέσοι χρόνοι·3. (жизнь) разг ἡ ζωή:весь свой \век σ' ὅλη μου τή ζωή· на мой \век хватит ὀσο θά εἶμαι ζωντανός μοῦ φτάνει·4. (длительное время) разг ὁ πολύς καιρός:мы с тобой целый \век не видались ἐχουμε νά ἰδωθούμε χρόνια καί ζαμάνια· ◊ в кои-то веки разг ἐπί τέλους, ὕστερα ἀπό πολύ καιρό· на веки вечные γιά πάντα, στοός αίῶνες τῶν αίώνων· \век живи́, \век учись погов. γηράσκω ἀεί διδασκόμενος. -
8 душа
душ||а́ж1. ἡ ψυχή:добрейшая \душа ἀγαθώτατος ἄνθρωπος· редкой \душаи́ человек χρυσός ἄνθρωπος·2. (единица населения) τό ἄτομο[ν], ὁ κάτοικος / ὁ κολήγος, ὁ δουλοπάροικος, ἡ ψυχή (крепостной крестьянин):в нашей семье было пять душ ἡ οίκογένειά μας ἀποτελούνταν ἀπό πέντε ἀτομα (или ψυχές)· на душу населения κατ· ἄτομο· ◊ в глубине́ \душай ἐνδομύχως, στό βάθος τῆς καρδίας μου, στό βάθος τής ψυχής μου· вкладывать душу в дело δουλεύω μέ ὅλην μου τήν καρδιά· всеми силами своей \душай, всей \душао́й μέ ὅλην μου τήν καρδιά, μέ ὅλην μου τήν ψυχή, ὀλοψύχως· от всей \душай μέ ὅλην μου τήν καρδιά· \душао́й и телом ψυχή τε καί σώματι, ὁλόψυχα· петь с \душао́й τραγουδώ μέ αίσθημα· до глубины́ \душай ὡς τό βάθος τής καρδίας· говорить по \душаам μιλώ μέ ἀνοιχτή κάρδιἀ· \душа не лежит к кому-л., к чему́-л. δέν μπορώ νά συμπαθήσω κάποιον, δέν μέ τραβάει κάτι· это мне не по \душае αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει· \душа общества ἡ ψυχή τής παρέας· он был \душао́й этого дела ήταν ἡ ψυχή αὐτής τής δουλειάς· в \душае (про себя) νοερῶς, ἐνδομύχως, μέσα μου· стоять иад \душао́й στέκομαι πάνω ἀπό τό κεφάλι, ἐνοχλώ· у меня \душа в пятки ушла разг πῆγε ἡ ψυχή μου στήν κούλουρη· отвести́ ду́-шу ξαλαφρώνω, ξεσκάζω· излить ду́шу кому́-л. ἀνοίγω τήν καρδιά μου σέ κάποιον иметь что́-л. на \душае́ ἔχω βάρος στήν καρδιά· у него \душа нараспашку ἐϊναι ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος· с открытой \душао́й μέ ἀνοιχτή καρδιά, ἀνοιχτόκαρδά нет ни живой \душай δέν ὑπάρχει ψυχή· не иметь ни гроша за \душао́й δέν ἔχω δεκάρα, εἶμαι ἀπένταρος· кривить \душао́й ὑποκρίνομαι· вымотать всю ду́шу βγάζω τήν ψυχή· \душай не чаять в ко́м-л. разг ἀγαπώ πάρα πολύ, λατρεύω κάποιον сколько \душае угодно δσο τραβάει ἡ ψυχή σου· \душа болит καίγεται ἡ καρδιά μου· брать грех на душу παίρνω τό κρίμα ото λαιμό μου, παίρνω τήν ἀμαρτία· жить \душа в ду́шу ζώ ἀγαπημένα μέ κάποιον как бог на душу положит στά κουτουροῦ, τσάτρα πάτρα· отдать богу ду́шу παραδίδω τό πνεῦμα· чернильная \душа презр. ὁ γραφιάς, ὁ καλαμαράς, ὁ γραφειοκράτης· \душа моя! (в обращении) уст. ἀγαπητέ μου! -
9 злато
златос уст. поэт. ὁ χρυσός, τό χρυσάφι. -
10 золотой
золот||о́й1. прил в разн. знач. χρυσός, χρυσοῦς, μαλαματένιος:\золотойые ку́дри τά χρυσά μαλλιά· \золотой песок ἡ χρυσόσκονη· \золотойые прииски τό χρυσωρυχείο· \золотой запас эк. τό ἀπόθεμα χρυσοῦ· \золотойых дел мастер ὁ χρυσοχόος· \золотойа́я рыбка τό χρυσόψαρο· \золотойая осень τό χρυσό φθινόπωρο· \золотой мой! χρυσέ μου!· ◊ \золотойо́е дио τό χρυσωρυχείο, ἡ ἐπικερδής ἐπιχείρηση· \золотойые ру́ки τά χρυσά χέρια· \золотойа́я середина ἡ μέση ὁδός· \золотойая молодежь презр. ἡ χρυσή νεολαία· сулить \золотойы́е го́ры ὑπόσχομαι λαγούς μέ πετραχήλια·2. м (монета) уст. τό χρυσό νόμισμα. -
11 проба
проб||аж1. (действие) ἡ δοκιμή, ἡ πρόβα:\проба сил ἡ δοκιμή τῶν δυνάμεων \проба голоса ту δοκιμή τής φωνής· \проба пера τό πρωτόλειο[ν], τό δοκίμιο[ν]· взять на \пробау παίρνω γιά δοκιμή·2. (образчик) τό δείγμα·3. (клеймо на благородных металлах) ἡ βούλλα, ἡ σφραγίδα·4. (золота, серебра) ὁ τίτλος:золото пятьдесят шестой \пробаы χρυσός μέ τίτλο πενήντα ἔξι. -
12 родимый
роди́м||ыйприл разг1. (свой, родной) ἀγαπημένος, λατρευτός·2. (в обращении) χρυσός, ἀγαπημένος· ◊ \родимыйое пятно а) ἡ ἐληά, б) перен ἡ ἐπιβίωση[-ις]. -
13 родной
родн||ой1. прил συγγενής:\родной отец ὁ πατέρας· \родной брат ὁ ἀδελφός· \родной дядя ὁ θείος·2. прил (свой, близкий, отечественный):\родной город ἡ γενέτειρα (πόλη)· \родной край, \роднойа́я сторона́ ἡ πατρίδα· \родной я\роднойык ἡ μητρική γλώσσα· \родной дом τό πατρικό σπίτι·3. прил (дорогой, милый \родной в обращении) ἀγαπημένος, χρυσός·4. \роднойые мн. (родственники) οἱ συγγενείς, τό συγγενολόγι, οἱ δικοί μου:\роднойые и друзья οἱ συγγενείς καί φίλοι· это один из моих \роднойых εἶναι Ενας ἀπό τους δικούς μου, εἶναι ἔνας συγγενής μου· гостить у \роднойых μένω φιλοξενούμενος στους συγγενείς μου. -
14 самородный
самород||ныйприл мин. ἀμιγής, αὐτο-φυής:\самородныйное золото ὁ αὐτοφυής χρυσός. -
15 самородок
самород||окм1. горн.:\самородокοκ золота ὁ αὐτοφυής χρυσός·2. перен τό αὐτοφυές (или τό πηγαίο) ταλέντο. -
16 слиток
сли́т||окм τό κομμάτι χυτοῦ μετάλλου, ἡ ράβδος:золото в \слитокках χρυσός σέ ράβδους. -
17 золото
[ζόλατα] ουσ. ο. χρυσός -
18 золото
[ζόλατα] ουσ ο χρυσός -
19 век
-а (-у), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -а και παλ. веки α.1. αιώνας•двадцатый ο εικοστός αιώνας.
2. εποχή•каменный век η λίθινη εποχή•
средние -а ο Μεσαίωνας•
золотой век перикла ο χρυσός αιώνας του Περικλή.
3. πολύς καιρός, χρόνος•век с тобой мы не видались χρόνια και καιρούς (ή ζαμάνια) έχομε να ειδοθούμε•
век живи век -учись παρμ. γηράσκω αεί διδασκόμενος.
4. επίρ. αιώνια, πάντοτε, μόνιμα.εκφρ.- и вечные – αιώνια, εσαεί•на -и вечные – στον αιώνα τον άπαντα•в кои -и – αραιά και που, σπανιότατα•до скончания -а – (εκκλσ.) ως τη συντέλεια του κόσμου•от -а; от -а -ов; испокон ή спокон -ов (-а, -у) – από αιώνες, από αμνημονεύτου?. χρόνους, από καταβολές κόσμου. -
20 веский
επ., βρ: -сок, -ска, -ско.1. βαρύς, βαριάς•золото и свинец веский -ие металлы ο χρυσός και ο μόλυβδος είναι βαριά μέταλλα.
2. σημαντικός, σοβαρός πειστικός•веский довод σοβαρό επιχείοημα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Χρυσός — gold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
χρυσός — ή, ό 1. χρυσαφένιος, μαλαματένιος. 2. για ανθρώπους, αυτός που έχει καλούς τρόπους ή πολλά προτερήματα: Είναι χρυσός άνθρωπος. 3. ωφέλιμος, πολύτιμος, πολύ προσοδοφόρος: Κάνει χρυσές δουλειές. 4. φρ., «Tον έκανα χρυσό», τον παρακάλεσα πολύ. 5. το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσός — χρῡσός , χρυσός gold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσὸς δ’ἀνοίγει πάντα. — (κ’ἀίδου πύλας). См. Золото не говорит, да много творит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
χρυσός κανόνας — (αγγλικά gold standard, που χρησιμοποιείται ως διεθνής όρος). Νομισματικό σύστημα που στηρίζεται στον χρυσό. Το χρυσό νομισματικό σύστημα δημιουργήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία: από το 1816 το χρυσάφι, που έως τότε, αν και ήταν το κύριο νόμισμα,… … Dictionary of Greek
Χρυσὸς μὲν οιδεν ἐξελείχεσθαι δοκιμάζεσθαι πυρί. — См. Золото огнем искушается, а человек напастьми … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χρυσὸς δ’ἀνοίγει πάντα κ’ἀίδου πύλας. — См. Золотой молоток и железные двери отпирает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ευελπίδης, Χρυσός — (Κωνσταντινούπολη 1895 – Αθήνα 1971). Γεωπόνος, πολιτικός και λόγιος. Σπούδασε νομικές και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γεωπόνος μηχανικός στη σχολή Γκρινιόν της Γαλλίας. Αρχικά, εργάστηκε στο υπουργείο Γεωργίας και ειδικότερα… … Dictionary of Greek
Χρυσοῖν — Χρυσός gold masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσοῖο — Χρυσός gold masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)