-
1 χερμάδια
χερμάδιονlarge stone: neut nom /voc /acc plχερμάδιοςlarge stone: neut nom /voc /acc pl -
2 χερμάδι'
χερμάδια, χερμάδιονlarge stone: neut nom /voc /acc plχερμάδια, χερμάδιοςlarge stone: neut nom /voc /acc plχερμάδιε, χερμάδιοςlarge stone: masc /fem voc sg -
3 στυφελίζω
στυφελίζω, fut. στυφελίξω, schlagen, stoßen, drängen, treiben, treffen; Ἀπόλλων ἐστυφέλιξεν ἀσπίδα, χερμάδια ἀσπίδας ἐστυφέλιξε, Il. 5, 437. 16, 774; ἐγχείη στυφέλιξε μεμαῶτα, 7, 261. 12, 405; vom Winde, νέφεα, die Wolken jagen, verscheuchen, 11, 305; verdrängen, verjagen, τὸν ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε, 22, 496; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῠ ἐστυφέλιξεν, Od. 17, 234; ἐξ ἑδέων στυφελίξαι, Il. 1, 581; übh. Einen mißhandeln, hart behandeln mit Worten u. Thaten, μήτε τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε, Od. 18, 416. 20, 324, vgl. Il. 21, 380. 512, pass., ξείνους τε στυφελιζομένους, δμωάς τε γυναῖκας ῥυστάζοντας ἀεικελίως, Od. 16, 108. 20, 318; aor. dei Pind. frg. 247; vom Ares, Soph. Ant. 139; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 273.
-
4 ἀνδρ-αχθής
ἀνδρ-αχθής, ές, Mann belastend, woran ein Mann zu tragen hat, χερμάδια Od. 10, 121; γόγγροι Ath.
-
5 ανδραχθης
-
6 μολύβδαινα
μολύβδ-αινα, ἡ,II a metallic substance, prob. sulphuret of lead, galena, Hp.Mul.2.188, Arist.GA 735b16, Dsc.5.85, Plin.HN34.173.III a plant, Plumbago europaea, ib. 25.155.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μολύβδαινα
-
7 στυφελίζω
A strike hard,τρὶς δέ οἱ ἐστυφέλιξε.. ἀσπίδ' Ἀπόλλων Il.5.437
; ; στυφέλιξε δέ μιν (sc. ἐγχείη) 7.261; ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ drives away the clouds, 11.305; εἰ.. κ' ἐθέλῃσιν Ὀλύμπιος.. ἐξ ἑδέων στυφελίξαι thrust us from our seats, 1.581;τὸν δ'.. ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε 22.496
; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστ. Od.17.234;τινὰ κορύνῃ A.R.2.115
;κῦμα.. ναύτας ἐς κοίλην ἐστυφέλιξεν ἅλα AP7.665
(Leon.); ἐκ θεμέθλων ἄνακτας ib.15.22 (Simm.);Ποσείδαν.. ἐστυφέλιξε πόντον Alc.26
.2 generally, treat roughly, maltreat, Il.21.380, 512, Od.18.416;τινὰ ὀνείδεσι A.R. 1.273
.—[dialect] Ep. word, used by Pi.Fr. 225, S.Ant. 139 (lyr., abs.); alsoσ. τρώματα Hp.Fract.31
: in late Prose, Plu.Nob.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυφελίζω
-
8 ἀνδραχθής
ἀνδραχθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδραχθής
См. также в других словарях:
χερμαδία — ἡ, Α χερμάδιον*, πέτρα που βάλλεται κατά τού αντιπάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, άδος. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε χερμάδια (τὰ), πληθ. τού ουδ. χερμάδιον] … Dictionary of Greek
χερμάδια — χερμάδιον large stone neut nom/voc/acc pl χερμάδιος large stone neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερμάδι' — χερμάδια , χερμάδιον large stone neut nom/voc/acc pl χερμάδια , χερμάδιος large stone neut nom/voc/acc pl χερμάδιε , χερμάδιος large stone masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)