Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(χερμάδια

См. также в других словарях:

  • χερμαδία — ἡ, Α χερμάδιον*, πέτρα που βάλλεται κατά τού αντιπάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, άδος. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε χερμάδια (τὰ), πληθ. τού ουδ. χερμάδιον] …   Dictionary of Greek

  • χερμάδια — χερμάδιον large stone neut nom/voc/acc pl χερμάδιος large stone neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερμάδι' — χερμάδια , χερμάδιον large stone neut nom/voc/acc pl χερμάδια , χερμάδιος large stone neut nom/voc/acc pl χερμάδιε , χερμάδιος large stone masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»