Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(χελώνης

См. также в других словарях:

  • Χελώνης — Χελώνη lip fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελώνης — χελώνη lip fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TESTUDO — I. TESTUDO Hebr. gal, a testae forma, quae fere est orbicularis, Graece χελώνη. Arab. sulachaphia, quasi cortice vel putamine latens; et in specie mas, gailam, a libidine. Terrestris enim testudo, ζῶον λαγνίςατον ἀλλ᾿ ὅγε ἀῤῥην ὁμιλεῖ δὲ ἡθήλεια… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χελώνα — η / χελώνη, ΝΜΑ, και χελύνη και αιολ. τ. χελύννα και χέλυννα Α 1. οστρακοφόρο βραδύκίνητο ερπετό (α. «πηγαίνει σαν χελώνα» β. «ὀρεσκῴοιο χελώνης», Υμν. Ερμ. γ. «αἱ θαλάττιαι χελῶναι καὶ αἱ χερσαῑαι», Αριστοτ.) 2. το όστρακο τού ζώου αυτού 3.… …   Dictionary of Greek

  • LECTUS — an quod legebant, unde eum facerent, stramenta et herbas Vett. in quod fatigatos alliciat ad se; an a Gr. λέκτρον, quod ipsum ex verbo λέγω? vox pastorum non centem ptâ Latinis usurpatione, qui torum lectum dicebant, cum tamen herbarum proprie… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PEDES Mensarum — apud Romanos, eburnei erant, Iaminis putamin um testudineorum minutim sectis obducti coopertique. Plin. l. 9. c. 11. Testudinum putamina secare in laminas, lectosque et repositoria bis vestire, Carvilius Pollio instituit, prodigi et sagacis ad… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… …   Dictionary of Greek

  • κατάκλεισις — κατάκλεισις, ἡ (AM) [κατακλείω] μσν. ο περιορισμός σε έναν χώρο, η φυλάκιση αρχ. 1. το κλείσιμο 2. η αποπεράτωση, το τελείωμα 3. δοκάρι που στηριζόταν στους κίονες πολιορκητικής «χελώνης» …   Dictionary of Greek

  • κυτισηνόμος — κυτισηνόμος, ον (Α) αυτός που τρώγει το φυτό κύτισος* («χελώνης... οὐρείης κυτισηνόμου», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύτισος + συνδετικό φωνήεν η (πιθ. για μετρικούς λόγους) + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. βοη νόμος, υλη νόμος …   Dictionary of Greek

  • μασχάλη — και μασκάλη και αμασκάλη, η (ΑM μασχάλη) 1. ανατ. κοιλότητα που σχηματίζεται στη ρίζα τού άνω άκρου ανάμεσα στον βραχίονα και στο θωρακικό τοίχωμα 2. (για ζώα) η κοιλότητα που σχηματίζεται μεταξύ τής ρίζας τών μπροστινών ποδιών και τού κορμού 3.… …   Dictionary of Greek

  • οστρακώδης — ες (ΑΜ ὀστρακώδης, ῶδες) [όστρακον] 1. αυτός που μοιάζει με όστρακο, οστρακοειδής 2. αυτός που αποτελείται από όστρακο, οστράκινος («δέρμα μαλακὸν καὶ μὴ ὀστρακῶδες, ὥσπερ τῆς χελώνης», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οστρακώδη (ζωολ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»