-
1 χαρακτήρες
-
2 χαρακτῆρες
-
3 характер
-а α.1. χαρακτήρας•мягкий характер μαλακός χαρακτήρας•
крутой характер απότομος χαρακτήρας•
угрюмный характер σκυθρωπός χαρακτήρας•
неуживчивый характер δύστροπος χαρακτήρας•
сильный -ισχυρός χαρακτήρας•
тврдый характер σταθερός χαρακτήρας•
не сойтись -ами δεν ταιριάζουν οι χαρακτήρες μας•
два противоположные -а δυο αντίθετοι χαρακτήρες•
тяжлый характер βαρύς χαρα-κτήρρας•
дурной характер κακός χαρακτήρας, παλιο-χακτήρας.
|| ισχυρή θέληση•человек с -ом άνθρωπος με ισχυρό χαρακτήρα•
человек без -а άνθρωπος άβουλος.
2. μορφή, όψη• ιδιότητα, φύση•характер почвы η φύση του εδάφους•
местность меняет характер η τοποθεσία αλλάζει όψη•
в -е чьем είναι το φυσικό του.
-
4 αντιμορφος
-
5 Θεοφραστος
ὁ Теофраст (родом из Эфеса на о-ве Лесбос, философ и ученый, ок. 372-287 гг. до н.э., ученик Платона и Аристотеля, автор «Ἠθικοὴ χαρακτῆρες», «Περὴ φυτῶν αἰτιῶν», «Περὴ φυτῶν ἱστορίας» и др.) -
6 συναναλαμβανω
одновременно восприниматьσυναναληφθέντες τινὴ οἱ τῶν γραμμάτων χαρακτῆρες Plut. — запечатленные на чем-л. письмена
-
7 типографский
типограф||скийприл τυπογραφικός:\типографскийский шрифт τά τυπογραφικά στοιχεία, οἱ τυπογραφικοί χαρακτήρες· печатать \типографскийским способом ἐκτυπώνω. -
8 отличный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. διαφορετικός, διάφορος, άλλος, αλλιώτικος•со-вершнно -ые характеры τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες•
-ое от прежнего решение διαφορετική απόφαση από την προηγούμενη.
2. άριστος, υπέροχος, έξοχος, εξαίσιος, θαυμάσιος. -
9 формировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. формированный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• σχηματίζω, δίνω σχήμα, μορφή, διαμορφώνω, διαπλάσσω• πλάθω, φορμάρω•формировать произведение δίνω μορφή στο έργο•
формировать снова ανασχηματίζω•
суровая жизнь -рует сильные характеры η σκληρή ζωή διαμορφώνει ισχυρούς χαρακτήρες.
2. δημιουργώ, φτιάχνω, συγκροτώ•формировать правительство σχηματίζω κυβέρνηση•
формировать дивизию συγκροτώ μεραρχία.
1. σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι.2. δημιουργούμαι, συγκροτούμαι. -
10 ῥυστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥυστικός
-
11 בלקטורים
בלקטורים, בלקטירין, רין …,v. כּוֹלֶּקְטָר (collectarius), and כַּלַּקְטֵירִין (χαρακτῆρες). -
12 בלקטירין
בלקטורים, בלקטירין, רין …,v. כּוֹלֶּקְטָר (collectarius), and כַּלַּקְטֵירִין (χαρακτῆρες). -
13 רין …
בלקטורים, בלקטירין, רין …,v. כּוֹלֶּקְטָר (collectarius), and כַּלַּקְטֵירִין (χαρακτῆρες). -
14 כלקטירין
כַּלַּקְטֵירִין(m. pl. χαρακτῆρες) features of the face. Lev. R. s. 23 הריני צר את כל קטוריןוכ׳ (corr. acc.) I will shape his features in resemblance to ; Pesik. R. s. 24 בלקטרים, בלקטירים (corr. acc.). Ib. יושב וצר בל׳וכ׳ (corr. acc.) was painting the picture of the ruler (Lev. R. l. c. איקונין). (Ar. s. v. קנכתר: קנכתירין.V. also כּוֹלֶּקְטָר. -
15 כַּלַּקְטֵירִין
כַּלַּקְטֵירִין(m. pl. χαρακτῆρες) features of the face. Lev. R. s. 23 הריני צר את כל קטוריןוכ׳ (corr. acc.) I will shape his features in resemblance to ; Pesik. R. s. 24 בלקטרים, בלקטירים (corr. acc.). Ib. יושב וצר בל׳וכ׳ (corr. acc.) was painting the picture of the ruler (Lev. R. l. c. איקונין). (Ar. s. v. קנכתר: קנכתירין.V. also כּוֹלֶּקְטָר.
См. также в других словарях:
χαρακτῆρες — χαρακτήρ engraver masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… … Dictionary of Greek
χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… … Dictionary of Greek
αρχέτυπα — Βιβλία που τυπώθηκαν στα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας έως και το 1501. Τα α. είναιδύο ειδών: ξυλογραφικά και τυπογραφικά. Τα πρώτα τυπώνονταν από ξύλινες πλάκες, πάνω στις οποίες χάραζαν τις λέξεις. Τα δεύτερα είχαν τυπογραφικά κινητά στοιχεία,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… … Dictionary of Greek
αταβισμός — Συνώνυμο της προγονικής κληρονομικότητας. Αταβιστικοί ονομάζονται οι χαρακτήρες που εμφανίζονται σε ζώα ή φυτά και υπήρχαν σε πολύ μακρινούς προγόνους, ενώ στις διάμεσες γενιές και στους γεννήτορες απουσίαζαν. Τέτοια παραδείγματα στον άνθρωπο… … Dictionary of Greek
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek