-
21 φωνή
[фони] ουσ θ голос, крик. -
22 φωνή
la veu -
23 φωνή
bağırış, bağırma -
24 φωνή
voix -
25 φωνή
głos (m) rzecz. -
26 φωνή
hlas -
27 φωνή
1) sound2) voice3) volumeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φωνή
-
28 Φωνή βοώντας εν την έρημο
• Глас вопиющего в пустынеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Φωνή βοώντας εν την έρημο
-
29 φωνή) обороняться защищаться.
[амиигикос] εκ. оборонительный, оборонный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωνή) обороняться защищаться.
-
30 φωνή) принимать, соглашаться,
[алодимитикос]εκ. (о птицах) перелетный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωνή) принимать, соглашаться,
-
31 φωνή) отрицать, не признавать, отказываться.
[арурэос] ουσ. а. полевая мышь.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωνή) отрицать, не признавать, отказываться.
-
32 φωνή) обнимать, становиться приверженцем,
[аспартос] επ. непосеянный, незасеянный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωνή) обнимать, становиться приверженцем,
-
33 φωνή) скучать, томиться,
[варка] ουσ. Θ. лодка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωνή) скучать, томиться,
-
34 φωνή) работать,
[эргалио] ουσ. ο. инструмент, орудие,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωνή) работать,
-
35 φωνή) быть родом, происходить
[катаграфи] ουσ. θ. записьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωνή) быть родом, происходить
-
36 φωνή) проклинать,
[катаррактис] ουσ. а. водопад.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωνή) проклинать,
-
37 φωνή) подражать.
[миниатура] ουσ. θ. миниатюраΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωνή) подражать.
-
38 φωνή) стыдиться, смущаться,
[цдропалос] εκ. стыдливый, робкий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωνή) стыдиться, смущаться,
-
39 φωνή) избавляться,
[ксэфурнизо] р. вынимать из печи, (μεταφ.) высказывать вслух,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωνή) избавляться,
-
40 φωνή) быть чем -то страстно увлеченным.
[патьязмэнос] εκ. нездоровый, страстно увлеченный, захваченный чем-то.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωνή) быть чем -то страстно увлеченным.
См. также в других словарях:
φωνή — sound fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek
φωνή — η 1. οήχος που παράγεται από το λάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα ανθρώπων και ζώων. 2. κραυγή, ξεφωνητό, αναφώνηση: Φωνήν τρόμου η Ελλάδα σέρνει (Δ. Σολωμός). 3. οχλοβοή: Ακούγονταν φωνές, κακό, χαλασμός κόσμου. 4. η φωνή που τραγουδάει, φωνή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωνῇ — φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνῆι — φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνῇ , φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναῖς — φωνή sound fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναῖσι — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναῖσιν — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναί — φωνή sound fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνᾶς — φωνή sound fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνᾷ — φωνή sound fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)