-
101 уверенный
уверенн||ыйприл1. (о человеке) βέβαιος, πεπεισμένος, σίγουρος:быть \уверенныйым εἶμαι βέβαιος·2. (о движениях, тоне и т. п.) σταθερός, εὐσταθής:\уверенныйый шаг τό σταθερό βήμα· \уверенныйый ответ ἡ ἀδίσταχτη ἀπάντηση· \уверенныйый голос ἡ σταθερή φωνή· \уверенныйая рука τό σταθερό χέρι· ◊ будьте уверены) νά είσθε βέβαιος, νά είσθε σίγουρος. -
102 улавливать
улавливатьнесов (воспринимать, замечать) ἀντιλαμβάνομαι:\улавливать насмешку в голосе ἀντιλαμβάνομαι τήν είρωνία στή φωνή του· \улавливать смысл συλλαμβάνω τό νόημα. -
103 усталый
устал||ыйприл κουρασμένος, κατάκοπος:\усталыйый голос ἡ κουρασμένη φωνή· смертельно \усталыйый ψόφιος ἀπ· τήν κούραση· у вас \усталыйый вид φαίνεστε κουρασμένος. -
104 устанавливаться
устанавливать||ся1. (утверждаться, входить в силу) ἐπικρατώ, καθιερώνομαι, θεσπίζομαι:давно́ уже установился обычай... ἀπό καιρό ἐπεκράτησε ἡ συνήθεια...· установилась тишина ἐπεκράτησε σιγή· погода установилась ὁ καιρός ἔστρωσε·2. (сложиться, сформироваться) σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι:голос у него́ еще не установился ἡ φωνή του ἀκόμα δέν διαμορφώθηκε. -
105 хороший
хорош||ийприл καλός:\хороший голос ἡ καλή φωνή· \хорошийая погода ὁ καλός καιρός· \хороший человек ὁ καλός ἄνθρωπος· все это \хорошийό, но... ὅλα αὐτά καλά ἀλλά....· как она \хорошийа (собой)! τί ὅμορφη πού εἶναι!· ◊ \хорошийό знакомый ὁ πολύ γνωστός· πο· \хорошийему μέ τό κοιλό· желаю вам всего́ \хорошийего! χαίρετε!, στό καλό!· \хорошийее дело! ирон. ὠραΐα δουλειά· ну и хорош! ирон. καλός κι αὐτός!· что \хорошийего? τί καλά νέα ἔχουμε;· ничего́ \хорошийего τίποτα τό καλό· \хорошийего понемногу ἀνάργια ἀνάργια τό φιλί νἄχει καί νοστιμάδα· мы с ним очень \хорошийи́ ἔχουμε μ' αὐτόν πολύ καλές σχέσεις, τά ἔχουμε πολύ καλά. -
106 хриплый
хри́п||лыйприл βραχνός, βραχνιασμέ-νος:говорить \хриплыйлым голосом ὁμιλώ μέ βραχνή (или μέ βραχνιασμένη) φωνή. -
107 чарующий
чару́ющ||ийприл:\чарующий голос ἡ μαγευτική φωνή· \чарующийая улыбка τό γοητευτικό χαμόγελο. -
108 чистый
чи́ст||ыйприл1. (не грязный) καθαρός, παστρικός:\чистыйые ру́ки τά καθαρά χέρια· \чистый воротничок ὁ καθαρός γιακάς· \чистыйая посуда τά παστρικά πιατικά·2. (без примеси) καθαρός, ἀγνός, ἀνόθευτος, γνήσιος:\чистыйое золото τό καθαρό μάλαμα·3. (ясный, отчетливый) καθαρός:\чистый голос ἡ διαυγής φωνή· \чистыйое произношение ἡ καθαρή προφορά·4. перен (честный, правдивый) καθαρός, ἀγνός/ ἀδολος (искренний):\чистыйая совесть ἡ καθαρή συνείδηση· сказать от \чистыйого сердца λέγω μ· ὅλη μου τήν ψυχή· б. (аккуратный, тщательный) ἐπιμελημένος:\чистыйая работа ἡ παστρική δουλειά, ἡ ἐπιμελημένη ἐργασία· β. (сущий) καθαρός, ἀγνός:\чистыйая случайность ἡ ἀπλή σύμπτωση· \чистыйое недоразумение ἡ καθαρή παρεξήγηση· \чистыйая правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \чистыйое дитя τό ἀγνό παιδάκι· ◊ \чистый вес τό καθαρό βάρος· \чистыйая прибыль τό καθαρό κέρδος· на \чистыйом воздухе στον καθαρό ἀέρα· в \чистыйом виде (неискаженно) χωρίς ν· ἀλλάξω τίποτε· в \чистыйом поле σέ γυμνό τόπό вывести кого-л. на \чистыйую воду ἀποκαλύπτω (или ξεσκεπάζω) κάποιον, βγάζω τ' ἄπλυτά του στη φόρα· принимать за \чистыйую монету разг παίρνω κάτι στά σοβαρά. -
109 чудесный
чудесныйприл1. θαυμαστός, θαυμάσιος·2. (прекрасный) θαυμάσιος, ὑπέροχος:\чудесный день ἡ θαυμάσια (ἡ)μέρα, ἡ ὑπέροχη μέρα· у нее \чудесный голос αὐτή ἐχει θαυμάσια φωνή. -
110 active
['æktiv]1) (energetic or lively; able to work etc: At seventy, he's no longer very active.) δραστήριος2) ((busily) involved: She is an active supporter of women's rights.) ενεργός3) (causing an effect or effects: Yeast is an active ingredient in bread-making.) δραστικός4) (in force: The rule is still active.) σε ισχύ5) ((of volcanoes) still likely to erupt.) ενεργός (ηφαίστειο)6) (of the form of a verb in which the subject performs the action of the verb: The dog bit the man.) ενεργητική φωνή•- actively
- activity -
111 hail
I 1. [heil] noun1) (small balls of ice falling from the clouds: There was some hail during the rainstorm last night.) χαλάζι2) (a shower (of things): a hail of arrows.) καταιγισμός2. verb(to shower hail: It was hailing as I drove home.) ρίχνω χαλάζιII 1. [heil] verb1) (to shout to in order to attract attention: We hailed a taxi; The captain hailed the passing ship.) φωνάζω2) (to greet or welcome (a person, thing etc) as something: His discoveries were hailed as a great step forward in medicine.) χαιρετίζω2. noun(a shout (to attract attention): Give that ship a hail.) φωνή3. interjection(an old word of greeting: Hail, O King!) χαίρε! -
112 pipe
1. noun1) (a tube, usually made of metal, earthenware etc, through which water, gas etc can flow: a water pipe; a drainpipe.) σωλήνας2) (a small tube with a bowl at one end, in which tobacco is smoked: He smokes a pipe; ( also adjective) pipe tobacco.) πίπα,τσιμπούκι3) (a musical instrument consisting of a hollow wooden, metal etc tube through which the player blows or causes air to be blown in order to make a sound: He played a tune on a bamboo pipe; an organ pipe.) αυλός2. verb1) (to convey gas, water etc by a pipe: Water is piped to the town from the reservoir.) διοχετεύω2) (to play (music) on a pipe or pipes: He piped a tune.) παίζω στη φλογέρα3) (to speak in a high voice, make a high-pitched sound: `Hallo,' the little girl piped.) μιλώ/λέω με ψιλή φωνή•- piper- pipes
- piping 3. adjective((of a sound) high-pitched: a piping voice.) στριγγός,διαπεραστικός- pipeline
- piping hot -
113 speak out
(to say boldly what one thinks: I feel the time has come to speak out.) λέω άφοβα/υψώνω τη φωνή μου -
114 throw one's voice
(to make one's voice appear to come from somewhere else, eg the mouth of a ventriloquist's dummy.) κάνω τη φωνή μου σαν να έρχεται από αλλού, κάνω τον εγγαστρίμυθο -
115 yodel
['jəudl]past tense, past participle - yodelled; verb(to sing (a melody etc), changing frequently from a normal to a very high-pitched voice and back again.) τραγουδώ με ψιλή φωνή- yodeller -
116 глас
[γκλάς] οοσ. α. φωνή -
117 голос
[γκόλας] ουσ. α φωνή -
118 залог
[ζαλόκ] ουσ. α. (γραμ.) φωνή -
119 крик
[κρίκ] ουσ. α κραυγή, φωνή -
120 средний
[σριέντνιΐ] επ. μεσαίος средний залог: (γραμ.) μέση φωνή ρήματος. - род: (γραμ.) το ουδέτερο γένος
См. также в других словарях:
φωνή — sound fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek
φωνή — η 1. οήχος που παράγεται από το λάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα ανθρώπων και ζώων. 2. κραυγή, ξεφωνητό, αναφώνηση: Φωνήν τρόμου η Ελλάδα σέρνει (Δ. Σολωμός). 3. οχλοβοή: Ακούγονταν φωνές, κακό, χαλασμός κόσμου. 4. η φωνή που τραγουδάει, φωνή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωνῇ — φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνῆι — φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνῇ , φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναῖς — φωνή sound fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναῖσι — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναῖσιν — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναί — φωνή sound fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνᾶς — φωνή sound fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνᾷ — φωνή sound fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)