-
41 страдательный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > страдательный
-
42 фальцет
муз. η κεφαλική φωνήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фальцет
-
43 альт
альтм муз.1. (голос) ἡ ὑψίτονος φωνή;2. (смычковый инструмент) ἡ βιόλα;3. (духовой инструмент) τό ἄλτο. -
44 басить
бас||и́тьнесов (ό)μιλῶ μέ χοντρή φωνή. -
45 безголосый
безголосыйприл ἀφωνος, χωρίς φωνή. -
46 богатырский
богатырск||ийприл παλληκαρήσιος, λεβέντικος:\богатырскийое сложение ἡ λεβέντικη κορμοστασιά; \богатырскийая сила ἡ ἡράκλεια δύναμη; \богатырскийое здоровье ἡ σιδερένια ὑγεία; \богатырский голос ἡ στεντόρεια φωνή. -
47 веление
велени||ес ἡ προσταγή, τό πρόσταγμα:по \велениею долга ὑπακούοντας στή φωνή τοδ καθήκοντος· ◊ по щучьему \велениею (из сказки) ὡς διά μαγείας. -
48 визгливый
визг||ливыйприл τσιριχτός, στρίγγλικος, διαπεραστικός:\визгливыйли́вый го-лог ἡ τσιριχτή φωνή. -
49 возглас
возгласм ἡ κραυγή, ἡ ἀναφώνηση [-ις], ἡ φωνή. -
50 вопиющий
вопиющ||ийприл ὁλοφάνερος, καταφανής, κατάφωρος/ ἀπαράδεκτος (недопустимый):\вопиющийие безобразия ἀπαράδεκτες ἀσχήμιες· \вопиющийая несправедливость καταφανής ἀδικία· ◊ глас \вопиющийего в пустыне φωνή βοώντος ἐν τῆ ἐρήμω. -
51 восклицание
восклица́||ниес τό ἐπιφώνημα, ἡ ἀναφώνηση, ἡ φωνή. -
52 вторить
вторитьнесоз.1. (в музыке) σεγοντάρω, κάνω δεύτερη φωνή·2. (повторять) ἐπαναλαμβάνω/ ἀντηχώ, ἀντιλαλώ (о звуках эха). -
53 выкрик
выкрикм ἡ κραυγή, τό τσίριγμα, ἡ φωνή. -
54 голосистый
голосистыйприл разг μέ δυνατή φωνή, φωνακλάς:\голосистый соловей τό καλ-λικέλαδο ἀηδόνι. -
55 гробовой
гробов||ойприл:\гробовойо́е молчание ἡ νεκρική σιωπή· \гробовойая тишина ἡ νεκρική σιγή· \гробовойым голосом μέ βαρειά φωνή· до \гробовой доски ὡς τό θάνατο. -
56 громкий
громк||ийприл1. μεγαλόφωνος, δυνατός, ἡχηρός:\громкий смех τό ἡχηρό γέλιο· \громкий голос ἡ δυνατή φωνή· кричать \громкийим голосом φωνάζω δυνατά·2. перен (известный) μεγάλος, φημισμένος, ξακουστός:\громкийое имя τό ξακουστό ὀνομα· \громкийая слава ἡ μεγάλη φήμη· \громкийое дело ἡ παταγώδης ὑπόθεση·3. (напыщенный) στομφώδης, φουσκωμένος:\громкийие фразы τά ιταχειά λόγια, τά μεγάλα λόγια· \громкийие слова τά φουσκωμένα λόγια. -
57 грубый
груб||ыйприл1. χοντρός, ἀκατέργασ-ος, κακοφτιαγμένος:\грубыйая одежда τά χοντροκομμένα ροϋχα· \грубыйая пища ἡ βαρειά τροφή· \грубыйая работа ἡ χοντροδουλιά· \грубыйая лесть ἡ χοντρή κολακεία·2. (о человеке, поступке и т. п.) ἀπότομος, ἀγενής, ἀγροΐκος. ἄξεστος:\грубыйое обращение ἡ ἀγενής συμπεριφορά· \грубыйая выходка ἡ ἀναιδής (или ἡ αὐθάδης) πράξη·3. (приблизительный) χοντρικός, γενικός:· \грубый подсчет χοντρικός ὑπολογισμός'4. (неприятный для осязания, восприятия) τραχύς, χοντρός:\грубыйая кожа τό τραχύ δέρμα, ἡ τραχεία ἐπιδερμίδα· \грубый голос ἡ τραχεία φωνἤ ◊ \грубыйая ошибка τό χοντρό λάθος. -
58 грудной
грудн||ойприл στηθικός, θωρακικός:\груднойая полость ἡ θωρακική κοιλότητα· \груднойая клетка ὁ θώρακας [-αξ]· \груднойа́я железа ὁ μαστός· \грудной ребенок τό νήπιο, τό βρέφος, τό μωρό, τό βυζανιάρικο· ◊ \грудной голос ἡ βαθειά φωνή· \груднойая жаба мед. ἡ στηθάγχη, ἡ στενοκαρδία. -
59 густой
густ||ойприл1. (частый, плотный) πυκνός:\густойые волосы τά πυκνά μαλλιά· \густойо́й лес τό πυκνό δάσος· \густойое население ὁ πυκνός πληθυσμός·2. (о жидкости, тумане и т. п.) πηχτός, πυκνός/ παχύς (о молоке):\густойой мрак τό πηχτό σκοτάδι· ◊ \густойой бас τό βαθύ μπάσο, ἡ βαθειά μπάσα φωνή· \густойой цвет τό βαθύ χρῶμα. -
60 действительный
действи́тельн||ыйприл1. πραγματικός, ἀληθινός:\действительныйая мощи́ость тех. ἡ πραγματική ίσχύς·2. (годный) ἐγκυρος, ισχύων:паспорт действителен на пять лет ἡ ταυτότητα ισχύει γιά πέντε χρόνια·3. (дающий результат) ἀποτελεσματικός, δραστικός' ◊ \действительныйый член (Академии и т. п.) τό τακτικό μέλος· \действительныйый залог грам. ἡ ἐνεργητική φωνή· \действительныйая (военная) служба ἡ ἐνεργός ὑπηρεσία.
См. также в других словарях:
φωνή — sound fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek
φωνή — η 1. οήχος που παράγεται από το λάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα ανθρώπων και ζώων. 2. κραυγή, ξεφωνητό, αναφώνηση: Φωνήν τρόμου η Ελλάδα σέρνει (Δ. Σολωμός). 3. οχλοβοή: Ακούγονταν φωνές, κακό, χαλασμός κόσμου. 4. η φωνή που τραγουδάει, φωνή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωνῇ — φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνῆι — φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνῇ , φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναῖς — φωνή sound fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναῖσι — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναῖσιν — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωναί — φωνή sound fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνᾶς — φωνή sound fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνᾷ — φωνή sound fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)