-
1 κατασκευη
ἥ1) подготовка(τοῦ πολέμου Thuc.)
2) сооружение, строительство(λιμένων ἢ νεωρίων Plat.; τῶν τειχῶν Plut.)
3) создавание, построение(τῶν νόμων Plat.)
4) устройство, строение, строй, организация(τοῦ σώματος Plat.; πολιτεύματος Polyb.)
αἱ κατασκευαὴ τῆς ψυχῆς Plat. — (различные) типы душевной организации;κ. τοῦ βίου Plat. — способ добывания средств к жизни;ἥ χρημάτων κ. Plat. — материальный быт5) домашняя обстановка, меблировка, утварь(τῆς οἰκίας Dem.)
κατασκευέν κτᾶσθαι Plat. — приобретать обстановку6) посуда7) укладывание багажа, сборы (в путь) Xen.8) прием, хитрость, уловка(τέχναι καὴ κατασκευαί Aeschin.)
9) сочинение, произведение Polyb. -
2 λυκιοεργης
-
3 οινηρος
31) винный(φιάλαι Pind.; κεράμιον Her.; λοιβαί Eur.; μέτρα Arst.)
οἰ. θεράπων Anacr. — виночерпий2) богатый виноградниками(θειλόπεδα Anth.)
См. также в других словарях:
φιάλαι — φιάλη bowl fem nom/voc pl φιάλᾱͅ , φιάλη bowl fem dat sg (doric aeolic) φιά̱λαῑ , φιάλλω undertake aor opt act 3rd sg (attic) φιά̱λαῑ , φιάλλω undertake aor opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίαλαι — φίᾱλαι , φιάλλω undertake aor imperat mid 2nd sg (attic) φίᾱλαι , φιάλλω undertake aor imperat mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANATHEMA sim — Iudaeis et antiquis Christianis, sollennis in iureiurando formula; h. e. a Synagoga et Ecclesia exclusus sim: Cuiusmodi anathema sibi imprecari, καταναθεματίζειν, dixêre. Apud Matthaeum c. 26. v. 74. de Petro Dominun abiurante, τότε ἤρξατο… … Hofmann J. Lexicon universale
PHIALA — I. PHIALA Graece φιάλη, quasti πιάλη, παρὰ τὸ πίειν ἅλις παρέχειν, ab eo, quod affatim ad bibendum suppeditet, inter poculorum species Veteribus usitatas, recen setur Macrobio l. 5. Saturnal. c. 21. ubi Lutinâ voce Pateram vocat, qua de voce… … Hofmann J. Lexicon universale
λυκιοεργής — και συνηρ. τ. λυκιουργής, ές (Α) κατασκευασμένος κατά τον τρόπο τών Λυκίων (α. «ἀσπίδας δὲ ὠμοβοΐνας εἶχον σμικράς, καὶ προβόλους δύο λυκιοεργέας ἕκαστος εἶχε», Ηρόδ. β. «λυκιουργεῑς φιάλαι», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Λύκιος + εργής (< ἔργον)] … Dictionary of Greek
οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… … Dictionary of Greek
χρυσίς — ίδος, η, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, τυπικό τής οικογένειας χρυσίδες αρχ. 1. χρυσή φιάλη («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον οἶνον ἡδύν», Αριστοφ.) 2. χρυσοΰφαντο φόρεμα («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», Λουκιαν.) 3.… … Dictionary of Greek