-
1 φθογγος
ὅ1) голос(παιδός Soph.; λύρας Plat.)
2) звукγόων φθόγγοι Soph. — жалобные вопли;
τὰ φωνήεντα φωνῆς μὲν οὔ, φθόγγου δὲ μετέχοντά τινος Plat. — звуковые элементы, которые не относятся к гласным, но имеют некоторое звучание (т.е. согласные)3) речь, язык(Ἑλλάδος φ. Aesch.)
4) молва, слухφ. οἰκείου κακοῦ Soph. — слух о постигшем дом (Креонта) несчастье
5) крик (щебет, лай, блеяние и т.п.)6) грам. гласный звук -
2 ασημων
-
3 βραδυς
- εῖα -ύ (compar. βραδύτερος - Theocr. βαρδύτερος - и βραδίων, superl. βραδύτατος - Arph. βράδιστος, эп. βάρδιστος)1) медленный, медлительный, неторопливый(ἵπποι Hom.; λαγὼς ἕλειος Xen.; φορά Arst.; φθόγγοι Plat.)
2) плохо или медленно соображающий, непонятливый, туповатый(ἐπιλήσμων καὴ β. Arph.)
προνοῆσαι β. τι Thuc. — не умеющий предвидеть что-л.3) запоздалыйβ. γενέσθαι Thuc. — запоздать;
σὺν χρονῳ βραδεῖ Soph. — поздно -
4 διαζευξις
- εως ἥ1) разделение, отделение(τῆς ψυχῆς τοῦ σώματος Plat.)
2) расторжение брака, развод(τῶν γυναικῶν Arst.)
3) грам. разделение, разделительность(τῶν ἀξιωμάτων διαζεύξεις Plut.)
4) муз. несовпадение(φθόγγοι διάζευξιν ποιοῦσιν Plut. - см. διαζεύγνυμι 1 в конце)
-
5 διηρθρωμενος
-
6 προσωδια
ἥ1) Aesch. = προσφώνησις См. προσφωνησις2) ( = поздн. τόνος См. τονος) акцент, ударение(φθόγγοι τε καὴ προσῳδίαι Plat.)
3) знак ударенияπ. ὀξεῖα Arst. (лат. accentus acutus) — острое ударение;
π. βαρεῖα Arst. (лат. accentus gravis) — тяжелое (тупое) ударение4) орфографический знак (придыхания, количества или ударения) Arst. -
7 άφωνος
-
8 ηχερός
-
9 κατιών
κατιούσα, κατιόν нисходящий, понижающийся, убывающий;παίρνω την κατιούσα — катиться по наклонной плоскости, развиваться по нисходящей линии;
§ κατιούσα κλίμα!; — или κατιόντες φθόγγοι муз. — нисходящий звукоряд
-
10 λαρυγγικός
η, ό[ν] гортанный;горловой;λαρυγγικόςή φωνή — гортанный голос;
λαρυγγικόςοί φθόγγοι — гортанные звуки
-
11 σίζων
ουσα, ον:σίζοντες φθόγγοι — или σίζοντα — грам, шипящие (звуки)
См. также в других словарях:
φθόγγοι — φθόγγος any clear masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… … Dictionary of Greek
αντίστιξη — Μέρος της μουσικής θεωρίας, που καθορίζει τους κανόνες συνδυασμών δύο ή περισσότερων μελωδιών και μελετά τις δυνατότητες υπέρθεσης διαφόρων μελωδικών γραμμών στην οριζόντιά τους ανάπτυξη και σε σχέση με τη θέση του ενός φθόγγου προς τον άλλο. Η… … Dictionary of Greek
αφομοίωση — Ο όρος α. σημαίνει γενικά το αποτέλεσμα του αφομοιώ και του αφομοιούμαι, δηλαδή το να γίνεται κάτι όμοιο με κάποιο άλλο. (Γλωσσολ.) Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο κάποιος φθόγγος μιας λέξης εξομοιώνεται με τον γειτονικό του. Η αιτία του… … Dictionary of Greek
διαφωνία — Διχογνωμία, διάσταση γνωμών· παραφωνία ή κακοφωνία. (Μουσ.) Διάταξη δύο ή περισσότερων φθόγγων που ηχούν είτε ταυτόχρονα (συγχορδία) είτε ο ένας μετά τον άλλον (μελωδία) και από άποψη παραδοσιακής αρμονίας, δημιουργούν αίσθημα δυσαρμονίας. Οι… … Dictionary of Greek
εναρμόνιος — α, ο (AM ἐναρμόνιος, ον) αρμονικός, μουσικός, μελωδικός νεοελλ. μουσ. «εναρμόνιοι φθόγγοι» οι φθόγγοι που συμπίπτουν ακουστικά, δηλ. παράγουν τον ίδιο ήχο, αλλά έχουν διαφορετική ονομασία, π.χ. do δίεση και re ύφεση αρχ. 1. αυτός που συμφωνεί,… … Dictionary of Greek
ηχηρός — και ηχερός, ή, ό 1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, βροντώδης, ηχητικός, ηχογόνος («ηχηρή φωνή») 2. αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται αντιληπτός 3. φρ. «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές… … Dictionary of Greek
κατιών — ούσα, όν [κάτειμι] 1. αυτός που κατέρχεται ή φέρεται προς τα κάτω 2. το ουδ. ως ουσ. το κατιόν χημ. α) θετικώς φορτισμένο ιόν το οποίο οδεύει προς την κάθοδο κατά την ηλεκτρόλυση ενός διαλύματος β) άτομο ή ομάδα ατόμων τα οποία ύστερα από απώλεια … Dictionary of Greek
λαρυγγικός — ή, ό (Α λαρυγγικός, ή, όν) [λάρυγξ] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λάρυγγα («λαρυγγικά νεύρα») 2. φρ. α) «λαρυγγική θεωρία» ή «θεωρία περί λαρυγγικών φθόγγων τής ΙΕ» θεμελιώδης θεωρία για την υφή και προέλευση τών φωνηέντων τής… … Dictionary of Greek
σίζω — ΝΑ εκβάλλω συριστικό ήχο, κάνω σσσ..., σαν τον ήχο που παράγεται όταν θερμό μέταλλο και, γενικά, πυρωμένο σώμα βυθίζεται σε κρύο νερό ή επίσης σαν τον ήχο που παράγεται κατά το σβήσιμο τής φωτιάς νεοελλ. 1. επιβάλλω σιωπή εκφέροντας συνεχώς τον… … Dictionary of Greek
χρωματισμός — Στη μουσική σημαίνει διαδοχή ήχων, ακόμα και της ίδιας βαθμίδας της μουσικής κλίμακας, που διαφοροποιούνται με τη χρήση ορισμένων σημείων, τα οποία αλλοιώνουν το τονικό ύψος των φθόγγων οξύνοντας ή βαρύνοντάς το κατά ένα τόνο ή ημιτόνιο. Τέτοια… … Dictionary of Greek