-
21 υπολειπω
1) тж. med. оставлять, pass. оставатьсяἃ ὑπέλειπον ἔδοντες Hom. — то, что оставили обедающие, т.е. остатки обеда;
ὀλίγοι τινὲς αὐτῶν ὑπολειφθέντες Her. — те немногие, которые остались из них;ἐγὼ ὑπολείψομαι αὐτοῦ Hom. — я останусь здесь;οὐδὲν ὑπολείπεται, ἄλλ΄ ἢ ποιεῖν τι Plat. — не остается ничего, как сделать что-л.;ὑ. ἑαυτῷ ἀναφοράν Dem. — оставлять себе лазейку;ὑπολιπεῖν τι τοῖς παισί Thuc. — оставить что-л. детям (в наследство);ὑπολιπέσθαι τι εἰς τὸν ὕστερον λόγον Dem. — приберечь что-л. к концу речи2) оставлять без внимания, обходить, пропускатьἐξ ὧν ἂν ἐγὼ ὑπολίπω Lys. — на основании каких-л. упущенных мною фактов
3) pass. оставаться позади, отставатьὑπολείπεσθαι τοῦ στόλου Her. — отстать от похода, т.е. дезертировать;
οἱ ὑπολειφθέντες Xen. — отставшие (от своих отрядов);ὑπολείπεσθαι τοῦ στόματος τῶν ὁπλιτῶν Xen. — быть позади головной колонны гоплитов;ὑπολείπεσθαι τῇ ἡλικίᾳ Arst. — быть моложе годами;τῆς ἀρωγῆς ὑπολειφθέντες Aesch. — не принявшие участие в ратном деле4) тж. pass. приходить к концу, кончаться(ὁπόταν νὺξ ὑπολειφθῇ Soph.)
ἔλεγε Γοργίας, ὅτι οὐχ ὑπολείπει αὐτὸν ὅ λόγος Arst. — Горгий говорил, что (никогда) не ощущает недостатка в словах;τρίχες ὑπολείπουσιν Arst. — волосы выпадают -
22 φαλαγξ
1) (очищенный от ветвей) ствол, бревно, колода(φάλαγγες ἐβένου Her.)
2) коромысло весов Arst.3) сустав пальца, фаланга4) фаланга, боевой порядок тяжеловооруженной пехоты, пеший строй(φάλαγγες ἀνδρῶν Hom., Hes.; ἥ φ. τῶν ὁπλιτῶν Xen., Dem.)
ἐπὴ φάλαγγος ἄγειν Xen. — двигаться боевой колонной;ἐκ κέρατος εἰς φάλαγγα καταστῆσαι Xen. — перестроить из фланговой (т.е. походной) колонны в боевую (глубина фаланги у греков и македонян - от 4-х до 24-х человек, чаще всего - 16)5) центр боевого порядка6) военный лагерь(εἴσω φάλαγγος, ἔξω τῆς φάλαγγας Xen.)
-
23 παραικάτια
παραικάτια· αἱ ἐπὶ τοῖς ζεύγεσι τῶν ὁπλιτῶν τάξεις, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραικάτια
-
24 στῖφος
στῖφος, εος, τό, alles Fest-. Dichtzusammengedrängte, die Schaar, ein dichtzusammengestellter Hause; νεῶν, Aesch. Pers. 358; auch πολέμου στῖφος παρέχοντες, 20; Her. 9, 57; στῖφος ποιήσασϑαι, ein Biereck bilden, Ar. Equ. 849, Schol. συστροφή, τάξις πολεμική; vgl. Pax 556; οἱ βάρβαροι οὐδὲν ἔτι στῖφος ἐποιήσαντο, Her. 9, 70; τὸ ὁπλιτῶν, Thuc. 8, 92; ἱππέων συντεταγμένον, Xen. Cyr. 1, 4, 19 u. oft; τὰ στίφη τῶν πολεμίων συνταράττειν, Pol. 2, 68, 4; Sp., wie Opp. Hal. 2, 569. – [Στίφος mit kurzem ι nur bei Cratum., schlechte Schreibart.]
-
25 στιφος
- εος τό сомкнутый строй, боевая колонна(ὁπλιτῶν Thuc.; νεῶν Aesch.; σ. ἱππέων συντεταγμένον Xen.)
τὰ στίφη τῶν πολεμίων συνταράττειν Polyb. — приводить в замешательство боевые порядки неприятеля -
26 στοιχος
ὅ1) ряд, линия, вереница(τῶν ἀναβαθμῶν Her.; ὁπλιτῶν Thuc.)
παραλλὰξ καὴ οὐ κατὰ στοῖχον Thuc. — вперемежку, а не по прямой линии;ἐν στοίχοις τρισίν Aesch. — в три ряда;ἐπὴ στοίχου εἶναι Arph. — стоять рядами, быть выстроенным в линию2) числовой ряд Arst.3) ряд шестов ( для расстановки звероловных сетей) Xen.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὁπλιτῶν — ὁπλῑτῶν , ὁπλίτης heavy armed masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek
οπλιτεία — ὁπλιτεία, ἡ (Α) [οπλιτεύω] η υπηρεσία τών οπλιτών («ναυτικὴ ὁπλιτεία» η υπηρεσία τών οπλιτών στο ναυτικό, Πλάτ.) … Dictionary of Greek
Lelantinischer Krieg — Darstellung zweier archaischer Reiter auf einer Vase des 6. Jahrhunderts v. Chr. Als Lelantischer Krieg wird ein Konflikt zwischen den griechischen Stadtstaaten Chalkis und Eretria bezeichnet, der sich in frühgriechischer Zeit – etwa 710 bis 650… … Deutsch Wikipedia
Lelantischer Krieg — Datum ca.710–650 v. Chr. Ort Euböa Ausgang umstritten … Deutsch Wikipedia
Guerra Lelantina — Fecha Entre finales del siglo VIII a. C. y la primera mitad del siglo VII a. C. Lugar Eubea, Grecia Resultado Sujeto de debate … Wikipedia Español
φύλαρχος — (3ος αι. π.Χ.)Έλληνας μυθογράφος και ιστορικός από τη Ναυκράτιδα της Αιγύπτου. Έζησε στην Αθήνα τον 3o αι. π.Χ. Έγραψε τα μυθολογικά συγγράμματα Επιτομή μυθική, Περί ευρημάτων, Περί της Διός επιφανείας και ένα ιστορικό έργο σε 28 βιβλία με τον… … Dictionary of Greek
τριώβολο — το / τριώβολον, ΝΑ, και δωρ. τ. τριώδελον Α (στην αρχ. Ελλάδα) αργυρό νόμισμα που ισοδυναμούσε με μισή δραχμή αρχ. 1. (στην Αθήνα) ο τακτικός μισθός τών δικαστών για τις καθημερινές συνεδριάσεις, ο οποίος ορίστηκε την εποχή τού Περικλέους αλλά… … Dictionary of Greek
ευθυγράμμιση — και ευθυγράμμηση, η [ευθυγραμμίζω] 1. το να τοποθετείται κάτι σε ευθεία γραμμή («ευθυγράμμιση ανδρών εν παρατάξει» η παράταξη τών οπλιτών σε ευθεία γραμμή) 2. ναυτ. η πορεία ενός πλοίου πάνω σε μια νοητή ευθεία που ορίζεται από δύο σταθερά σημεία … Dictionary of Greek
πελταστής — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαία Ελλάδα οι πολεμιστές εκείνοι που έφεραν ασπίδα και ελαφρύ οπλισμό, και αποτελούσαν ένα αυτοτελές στρατιωτικό σώμα. Στις μάχες τους τοποθετούσαν πίσω από τους άλλους στρατιώτες και τους χρησιμοποιούσαν κυρίως για τις… … Dictionary of Greek
στρατολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατολογία 2. φρ. α) «στρατολογικά συμβούλια» συμβούλια που ασχολούνται με προβλήματα σχετικά με τη στράτευση τών οπλιτών β) «στρατολογική υπηρεσία» η υπηρεσία που διεξάγει το στρατολογικό γραφείο, η… … Dictionary of Greek