-
1 λύσις
A loosing, releasing, ransoming,νεκροῖο Il.24.655
;σώματος Lys.4.13
;ἡ λ. τῆς αἰσθήσεως ἐγρήγορσις Arist.Somn.Vig. 454b27
: c. gen. objecti, θανάτου λ. deliverance from death, Od.9.421, Thgn.1010;λ. ἔριδος Hes.Th. 637
; ;πενίης Thgn.180
;λύσιν αἰτησόμενοι τῶν παρεόντων κακῶν Hdt. 6.139
;πενθέων Pi.N.10.76
;μόχθων τῶν ἐφεστώτων S.Tr. 1171
;τῶν δειμάτων Th.2.102
;τῶν δεσμῶν Pl.R. 515c
; ἀπὸ τῶν δεσμῶν ib. 532b;ἐκ χαλεπῶν Thgn.1385
;βλασφημίας D.Ep.3.39
; (iv/v A. D.).2 abs., οὐ γὰρ λ. ἄλλη στρατῷ πρὸς οἶκον no other means of letting the host loose from port for home, S.El. 573.3 deliverance from guilt by expiatory rites, ὅπως λ. τιν' ἡμὶν εὐαγῆ πόρῃς may'st grant us a deliverance such as may purify us, Id.OT 921; οὐδ' ἔχει λύσιν [τὰ πήματα] admit not of atonement, Id.Ant. 598 (lyr.); ; τῇ [τῆς φιλοσοφίας] λύσει καὶ καθαρμῷ by her offer to release them, Id.Phd. 82d; αἱ νομιζόμεναι λ., in cases of homicide, Arist.Pol. 1262a32; λ. ἁμαρτημάτων blotting out of sins, Ph.2.151.4 redemption of mortgage or pledge, [χωρίον] πεπραμένον ἐπὶ λύσει IG2.1103
, al., cf. 12(7).55.14 ([place name] Amorgos), 12(8).18 ([place name] Lemnos).b release, discharge from a financial obligation, (i B. C.), etc.II loosing, parting,λ. καὶ χωρισμὸς ψυχῆς ἀπὸ σώματος Pl.Phd. 67d
; simply,ἡ τοῦ σώματος λ. Id.Ax. 371a
; dissolution, ;νόμων ἢ πολιτείας Arist.Pol. 1268b30
;βίου λύσιν ἔσχε IG14.140
([place name] Syracuse);λ. κομήτου Phlp.in Mete.86.25
; τῶν σφραγίδων αἱ λ. breaking them, Luc.Alex. 20.2 emptying, evacuation, πείνη μέν που λ. καὶ λύπη; Pl.Phlb. 31e; ἡ λ. τῶν κοιλιῶν, κοιλίας, Arist.Pr. 947b29, Dsc.1.64 (v.l.); emission of semen, Alex.Aphr.Pr.1.125 (pl.).3 λ. πυρετοῦ remission of fever, Gal.11.28; λ., opp. κρίσις, Id.9.732; cure, Anon.Lond.3.20; τὰ πάθη defined as συστολαὶ καὶ λύσεις (v.l. χύσεις) τῆς ψυχῆς, opp. κρίσεις, Zeno Stoic.3.113 = 1.51.4 as a technical term,a solution of a difficulty, ἡ λ. τῆς ἀπορίας its solution, Arist.EN 1146b7, al.; ἔχει τινὰ λ. πρὸς ταύτην τὴν ἀπορίαν, ὅτι .. Id.de An. 422b28;οὐ συμβαίνει ἡ λ. Id.EN 1153b5
;ὅταν τὸ θάμβος.. μὴ δύνηται τὴν λ. λαμβάνειν Epicur.Ep.1p.29U.
;εὑρεῖν λ. τοῦ προβλήματος Plb.30.19.5
;λ. εὑρέσθαι Phld.Rh.1.267
S.; also, interpretation,σημείων τεράτων τε λύσεις Orph.A.37
.d softening of a strong expression, Longin.38.5.g in metric, resolution of ¯ into [pron. full] ?λύσιςX?λύσιςX, Heph.6. -
2 εὐδιάχυτος
εὐδιά-χῠτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάχυτος
-
3 θαλάμη
θᾰλᾰμ-η, ἡ,A lurkingplace, den, lair,πουλύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο Od.5.432
, cf.Arist.HA 599b15, Numen. ap. Ath.7.315b; of the σωλήν and polypus, Arist.HA 535a17, 549b32; of the nest of the fish φωλίς, ib. 621b9; of the Theban dragon's den, E.Ph. 931 (pl.); of the cave of Trophonius, Id. Ion 394 (pl.); of the grave, Id.Supp. 980 (anap., pl.); of the hive or nest of bees, in pl., AP6.239 (Apollonid.), 9.404 (Antiphil.); cj. in E.Ba. 561 (v.θάλαμος 11
).2 of cavities in the body, Hp. de Arte 10(pl.); ventricle of the heart, Arist.Somn.Vig. 458a17; of the pores of sponges, Id.HA 548a28; the nostrils, Poll.2.79; αὕτη τῶν κοιλιῶν ἡ οἷον θ. of the ([place name] Galenic ) optic thalamus, Gal.UP16.3; of recesses in the cranial bones, ib.11.3; of the eye- socket, Steph.in Hp.1.93D.
См. также в других словарях:
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
αμμωνίτες — Θαλάσσια μαλάκια που ανήκουν στην τάξη των κεφαλοπόδων και έχουν εκλείψει. Οι α. εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού αιώνα, έζησαν και αναπτύχθηκαν κυρίως στον μεσοζωικό αιώνα, κατά το τέλος του οποίου εξαφανίστηκαν ύστερα από 250 300… … Dictionary of Greek
κοιλιογραφία — η 1. ακτινογραφία τών κοιλιών τού εγκεφάλου μετά από ένεση, αφού γίνει ανάτρηση τού κρανίου και παρακέντηση, σκιαγραφικής ουσίας 2. ακτινογραφία τών κοιλιών τής καρδιάς μετά από ένεση σκιαγραφικής ουσίας με καθετηριασμό τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… … Dictionary of Greek
ηλεκτροκαρδιογράφημα — (ΗΚΓ). Η καταγραφή των ηλεκτρικών δυναμικών που παράγονται αμέσως πριν από τη συστολή του καρδιακού μυός σε κινούμενη ταινία χαρτιού ή σε οθόνη. Η κατασκευή –για πρώτη φορά– ενός οργάνου ικανού να χρησιμοποιεί επωφελώς αυτά τα ηλεκτρικά ρεύματα… … Dictionary of Greek
λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση … Dictionary of Greek
υδροκεφαλία — (Ιατρ.). Πάθηση της παιδικής ηλικίας, κατά την οποία παρατηρείται υπερβολική συσσώρευση εγκεφαλονωτιαίου υγρού στην κρανιακή κοιλότητα και αύξηση της ενδοκρανιακής πίεσης. Ανάλογα με το χρόνο της ανάπτυξής της η υ. διακρίνεται σε συγγενή και… … Dictionary of Greek
μαρμαρυγή — η (AM μαρμαρυγή) λάμψη, λαμπύρισμα, ακτινοβολία («λάμπει δ ὑπὸ μαρμαρυγαῑς ὁ χρυσός», Βακχυλ.) νεοελλ. 1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από διαδοχή τών ταχύτατων, άτακτων και αναποτελεσματικών συστολών τών μυϊκών ινών τού… … Dictionary of Greek
κολποκοιλιακός — ή, ό φρ. α) «κολποκοιλιακό δεμάτιο» ανατ. σχοινοειδής μάζα εξειδικευμένων μυοκαρδιακών ινών που αποτελεί τμήμα τού ερεθισματαγωγού συστήματος τής καρδιάς β) «κολποκοιλιακός κόμβος» ανατ. μικρή μάζα εξειδικευμένων μυοκαρδιακών κυττάρων που… … Dictionary of Greek
συγκοπική κρίση — (Ιατρ.). Λιγόλεπτη απώλεια της συνείδησης που οφείλεται σε εγκεφαλική ισχαιμία λόγω ξαφνικής πτώσης της εγκεφαλικής παροχής αίματος. Ο ασθενής πέφτει στο έδαφος και παραμένει ακίνητος, χαλαρός, χωρίς μυϊκό τόνο, άσφυγμος και ωχρός. Εάν η σ. κ.… … Dictionary of Greek
συστροφή — η, ΝΜΑ [συστρέφω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστρέφω, περιδίνηση, σύστρεψη νεοελλ. 1. ιατρ. περιστροφή τού στομάχου γύρω από τον επιμήκη του άξονα, ή τού σιγμοειδούς γύρω από τον αγγειακό του μίσχο, που οδηγεί σε απόφραξη τού οργάνου και… … Dictionary of Greek