Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

(τῇ+ἡδονῇ

  • 41 ηδοναίς

    ἡδονά
    enjoyment: fem dat pl
    ἡδονή
    enjoyment: fem dat pl

    Morphologia Graeca > ηδοναίς

  • 42 ἡδοναῖς

    ἡδονά
    enjoyment: fem dat pl
    ἡδονή
    enjoyment: fem dat pl

    Morphologia Graeca > ἡδοναῖς

  • 43 ηδοναίσι

    ἡδονά
    enjoyment: fem dat pl (epic ionic aeolic)
    ἡδονή
    enjoyment: fem dat pl (epic ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > ηδοναίσι

  • 44 ἡδοναῖσι

    ἡδονά
    enjoyment: fem dat pl (epic ionic aeolic)
    ἡδονή
    enjoyment: fem dat pl (epic ionic aeolic)

    Morphologia Graeca > ἡδοναῖσι

  • 45 ηδοναί

    ἡδονά
    enjoyment: fem nom /voc pl
    ἡδονή
    enjoyment: fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > ηδοναί

  • 46 ἡδοναί

    ἡδονά
    enjoyment: fem nom /voc pl
    ἡδονή
    enjoyment: fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > ἡδοναί

  • 47 ηδονών

    ἡδονά
    enjoyment: fem gen pl
    ἡδονή
    enjoyment: fem gen pl

    Morphologia Graeca > ηδονών

  • 48 ἡδονῶν

    ἡδονά
    enjoyment: fem gen pl
    ἡδονή
    enjoyment: fem gen pl

    Morphologia Graeca > ἡδονῶν

  • 49 ηδονάν

    ἡδονά̱ν, ἡδονά
    enjoyment: fem acc sg (doric aeolic)
    ἡδονά̱ν, ἡδονή
    enjoyment: fem acc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ηδονάν

  • 50 ἡδονάν

    ἡδονά̱ν, ἡδονά
    enjoyment: fem acc sg (doric aeolic)
    ἡδονά̱ν, ἡδονή
    enjoyment: fem acc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἡδονάν

  • 51 ηδονάς

    ἡδονά̱ς, ἡδονά
    enjoyment: fem acc pl
    ἡδονά̱ς, ἡδονή
    enjoyment: fem acc pl

    Morphologia Graeca > ηδονάς

  • 52 ἡδονάς

    ἡδονά̱ς, ἡδονά
    enjoyment: fem acc pl
    ἡδονά̱ς, ἡδονή
    enjoyment: fem acc pl

    Morphologia Graeca > ἡδονάς

  • 53 ηδονέων

    ἡδονά
    enjoyment: fem gen pl (epic ionic)
    ἡδονή
    enjoyment: fem gen pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > ηδονέων

  • 54 ἡδονέων

    ἡδονά
    enjoyment: fem gen pl (epic ionic)
    ἡδονή
    enjoyment: fem gen pl (epic ionic)

    Morphologia Graeca > ἡδονέων

  • 55 ηδονήν

    ἡδονά
    enjoyment: fem acc sg (attic epic ionic)
    ἡδονή
    enjoyment: fem acc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ηδονήν

  • 56 ἡδονήν

    ἡδονά
    enjoyment: fem acc sg (attic epic ionic)
    ἡδονή
    enjoyment: fem acc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ἡδονήν

  • 57 χηδονάς

    ἡδονά̱ς, ἡδονά
    enjoyment: fem acc pl
    ἡδονά̱ς, ἡδονή
    enjoyment: fem acc pl

    Morphologia Graeca > χηδονάς

  • 58 χἠδονάς

    ἡδονά̱ς, ἡδονά
    enjoyment: fem acc pl
    ἡδονά̱ς, ἡδονή
    enjoyment: fem acc pl

    Morphologia Graeca > χἠδονάς

  • 59 χάρις

    χᾰρῐς (-ις, -ιν; -ιτες, -ίτων, -ίτεσσιν), - ιςςιν), -ιτας, -ιτες.)
    1
    a splendour, honour, glory of the lustre given by achievement, esp. in games.

    Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις O. 1.18

    αἰὼν δ' ἔφεπε μόρσιμος πλοῦτον τε καὶ χάριν ἄγων γνησίαις ἐπ ἀρεταῖς O. 2.10

    ὦ Ζεῦ, δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.89

    Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.93

    καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.57

    κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.80

    καί νυν ἐπωνυμίαν χάριν νίκας ἀγερώχου κελαδησόμεθα (v. ἐπωνύμιος) O. 10.78

    σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ P. 5.102

    νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75

    κλειναῖς λτ;τγτ; Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς ταῖς

    λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.19

    ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει χάρις (i. e. ἔργων παλαιῶν) I. 7.17 acc. s. pro prep., for the glory of, for the sake of c. dat., gen.,

    συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν O. 7.5

    ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ' ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν P. 11.12

    b
    I lustre, glory given by poetry

    τὶν δ' ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ αὐλὸς ἀναπάσσει χάριν O. 10.94

    σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν I. 4.72

    θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141. acc. s. pro prep., c. gen.,

    τὸ Καστόρειον δ' ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς θέλων ἄθρησον χάριν ἑπτακτύπου φόρμιγγος ἀντόμενος P. 2.70

    σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων, Ζηνὸς Αἰτναίου χάριν N. 1.6

    and so, ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς ὑμετέραν χάριν as a glory for you Pae. 9.37
    II pl., poems, songs ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; O. 13.19 ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος, καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (i. e. songs for both Thebes and Delos) I. 1.6

    χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.8

    c
    I favour, blessing

    ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.33

    τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν κῶμόν τ P. 3.72

    τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες P. 4.275

    γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών P. 11.58

    οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ παραιτεῖται χάριν (i. e. τὰ Ὀλύμπια νικῆσαι Σ.) N. 10.30 ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί benison fr. 75. 2. ὁ [Λοξ]ίας [πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2.. χάριτάς τ' Ἀφροδισίων ἐρώτων fr. 128. 1.
    II goodwill, goodfeeling: gratitude, thanksφίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεταιO. 1.75 ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς in gratitude for their piety O. 8.8

    ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν O. 10.12

    νικῶν Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος O. 10.17

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν P. 1.76

    ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17

    οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.86

    Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων (“dans son zèle pour ma cause,” Puech: cf. Πα. 9. 37) P. 10.64 ἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις (ἡδονή Σ.) I. 6.50 acc. s. pro prep., Διὸς δὲ χάριν ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων by the grace of Zeus P. 3.95
    d χάριν prep., v. l. a. fin., 1. b. α. fin., 1. c. β. fin.
    e fragg.

    ε]ὐκλέα χάριν Pae. 2.103

    χάριν Πα. 12. a. 11. χ]άριν [ἀμ]φέπων (vix κίθαριν, Snell) fr. 215b. 7. Ποσειδᾶνος χά[ρι]ν ?fr. 345a. 9.
    2 pro pers.,
    a s., Charm, Grace

    Χάρις δ, ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς O. 1.30

    οἷς αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν O. 6.76

    ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος O. 7.11

    ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν καὶ Χάρις υἱὸν Ἁγησίλα ( χάρισ coni. van Groningen; varie tentabant locum docti, e. g. lacunam post υἱὸν ponentes) fr. 123. 14
    b pl., the Graces, Aglaia, Euphrosyne, Thalia, daughters of Zeus and ?Eurynome, worshipped chiefly at Orchomenos.

    κοιναὶ Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων δυωδεκαδρόμων ἄγαγον O. 2.50

    Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9

    ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.27

    ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ O. 14.4

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.8

    ἄνευ οἱ Χαρίτων τέκεν γόνον (i. e. ἄχαριν, graceless) P. 2.42

    σὲ δ' ἠύκομοι φλέγοντι Χάριτες P. 5.45

    ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.2

    ἔπεσε δ' οὐ Χαρίτων ἑκὰς ἁ δικαιόπολις νᾶσος P. 8.21

    σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν P. 9.3

    Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.89

    παρὰ καλλιχόρῳ πόλι Χαρίτων Καφισίδος ἐν τεμένει (at Orchomenos) P. 12.26

    ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.7

    φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν N. 5.54

    παρὰ Κασταλίαν τε Χαρίτων ἑσπέριος ὁμάδῳ φλέγεν N. 6.37

    εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54

    Χάριτες, Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε N. 10.1

    Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις θαμάκις N. 10.38

    σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον Λάμπωνος υἱοῖς I. 5.21

    τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ I. 6.63

    χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16

    Χάρισι πάσαι[ς fr. 6. e.

    χάριτε[ς Pae. 3.2

    ]Χάρισι Pae. 4.13

    σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Χαρίτεσσίν τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ με δέξαι Pae. 6.3

    Χαρίτεσσί μοι ἀγχιθ[ Pae. 7.10

    μήλ]ων Χαρίτεσσι μίγδαν [Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.7

    σεμνᾶν Χαρίτων μέλημα τερπνόν (sc. ὦ Πάν: on account of his skill in dancing and piping) fr. 95. 3. Εὐρυνόμα Χάριτ[ας] π[ ]ασσιας ἔτικτεν ( Εὐρυνόμα Blass: ευρυχμα Π: π[αραθαλ]ασσίας coni. Snell) ?fr. 333a. 10. σὺν Χαρίτ[εσσι P. Oxy. 841, fr. 112.

    Lexicon to Pindar > χάρις

  • 60 Βακχεία

    A Bacchic frenzy, revelry,

    Βακχείας καλῆς A.Ch. 698

    , cf. E.Ba. 232, Arist.Pol. 1342b4; ἡδονῇ δοὺς ἔς τε Β. πεσών (prob. for - εῖον) E.Ph.21; τῆς φιλοσόφου μανίας τε καὶ Βακχείας the madness and frenzy of philosophy, Pl.Smp. 218b: in pl., Bacchic orgies, E.Ba. 218, 1293.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βακχεία

См. также в других словарях:

  • ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας …   Dictionary of Greek

  • ηδονή — η 1. συναίσθημα που προκαλείται από την ικανοποίηση επιθυμιών και ορμών: Παραλύω από ηδονή. – Ρίγη ηδονής. – Επιρρεπής στις ηδονές. 2. ευχαρίστηση πνευματική, εσωτερική ικανοποίηση: Αισθάνομαι ηδονή όταν ακούω μουσική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡδονῇ — ἡδονά enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) ἡδονή enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδονή — ἡδονά enjoyment fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἡδονή enjoyment fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδονῆι — ἡδονῇ , ἡδονά enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) ἡδονῇ , ἡδονή enjoyment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδονίζομαι — [ηδονή] 1. αισθάνομαι ηδονή, εντρυφώ σε ηδονές, ιδίως σαρκικές, είμαι φιλήδονος 2. ευχαριστούμαι να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • ηδονικός — ή, ό (AM ηδονικός, ή, όν) [ηδονή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ηδονή, αυτός που προκαλεί την ηδονή, γλυκός, τερπνός, ευχάριστος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ηδονικοί οι οπαδοί τού ιδρυτή τής κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου… …   Dictionary of Greek

  • ηδονισμός — Όρος που στη φιλοσοφία σημαίνει κάθε ηθική αντίληψη που θέτει θεμέλιό της την επιδίωξη της ηδονής. Συχνά χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του ωφελιμισμού και του ευδαιμονισμού, όρων σχετικών με τις θεωρίες που περιορίζουν τον σκοπό της ζωής στην… …   Dictionary of Greek

  • κυρηναϊκοί — Φιλόσοφοι της αποκαλούμενης Κυρηναϊκής σχολής, της οποίας την ίδρυση η αρχαία παράδοση αποδίδει –γεγονός που σήμερα αμφισβητείται– στον Αρίστιππο (5ος –4ος αι. π.Χ.), μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες που είχαν συνδεθεί με τον Σωκράτη. Η… …   Dictionary of Greek

  • ηδονοθήρας — ο αυτός που επιδιώκει την ηδονή, που κυνηγά την ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + θηρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. προικο θήρας, ψηφο θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ηδονόπληκτος — η, ο (Α ἡδονόπληκτος, δωρ. τ. ἁδονόπλακτος, ον) αυτός που έχει πληγεί από ηδονή, μεθυσμένος από ηδονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονό (< ηδονή) + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»