-
1 ἐπιμελητής
A one who has charge of a thing, manager, curator, τῶν τῆς πόλεως ;ὄνων καὶ ἵππων Pl.Grg. 516a
; τῶν εἰς τὴν δίαιτανἐπιτηδείων X.Cyr.8.1.9
; also ὁ περὶ τῆς παιδείας ἐ. Pl.Lg. 951e: abs., φύλαξ καὶ ἐ. X.Mem.2.7.14; of a bailiff, Theoc.10.54; of a governor, X.HG3.2.11;τῆς Τριφυλίας Plb.4.80.15
, cf. Plu.Alex.35; 508 (Delos, ii B.C.), etc.; in Salamis, IG22.1008.77, etc.2. military commander,τῆς οὐραγίας Plb.3.79.4
.II. as an official title, curator,1. of sacred matters, Lys.7.29;τῶν περὶ τὰ ἱερά Arist.Pol. 1322b19
;μυστηρίων D.21.171
, IG22.1672.246, etc.; of the Dionysia, D.21.15; [ τῆς πομπῆς] Arist.Ath.56.4, IG22.668; of the shrine of Amphiaraus at Oropus, ib.7.4255.32.2. financial officers at Athens, ib.12.65.46; of the Eleven,ἐ. τῶν κακούργων Antipho 5.17
.4.τῶν νεωρίων Id.22.63
, IG22.1629.179; ἐ. ἐμπορίου clerk of the market, Din.2.10; ἐ. ἐπὶ τὸν λιμένα harbour-master, IG22.1012.19; inspector of weights and measures, ib.22.1013.47; curator of the gymnasia, ib.22.1077.12; of the πρυτανεῖον, ib.3.90; , Ath.43.1; ἐ. ὁδοῦ Ἀππίας, = Lat. curator viae Appiae, CIG4029 (Ancyra, ii A.D.); πυλῶν τε καὶτειχῶν φυλακῆς Arist.Pol. 1322a36
, cf. SIG707.18 (ii B.C.);τῶν ξένων IG12(1).49.50
(Rhodes, ii B.C.).5. title of a magistrate at Epidaurus, Ἀρχ.Ἐφ.1918.117 (ii B.C.), cf. IG4.490 ([place name] Cleonae), 4.840, 841 ([place name] Calauria), 4.2 ([place name] Aegina).6. financial officer in Egypt, Arch.Pap. 2.83 (iii B.C.), PAmh.2.33.7 (ii B.C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμελητής
См. также в других словарях:
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χώρας Τριφυλίας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Χώρας Τριφυλίας ιδρύθηκε για να στεγάσει τα ευρήματα των εκτεταμένων ανασκαφών στις περιοχές της Τριφυλίας και της Πύλου, και ιδιαίτερα τα ευρήματα από το μυκηναϊκό ανάκτορο που ανασκάφηκε στο λόφο του Εγκλιανού. Στην… … Dictionary of Greek
Ηλεία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.681 τ. χλμ., 193.288 κάτ.) της βορειοδυτικής Πελοποννήσου που υπάγεται στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος. Συνορεύει Β με τον νομό Αχαΐας, Α με τον νομό Αρκαδίας, Ν με τον νομό Μεσσηνίας και Δ βρέχεται από το … Dictionary of Greek
Μεσσηνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.991 τ. χλμ., 176.876 κάτ.) της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, που υπάγεται στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Συνορεύει Β με τον νομό Ηλείας, Α με τους νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας, ενώ στα Δ, στα Ν και κατά ένα… … Dictionary of Greek
Γρηγοριάδης — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Κάσο. 1. Ιωάννης. Πλούσιος πρόκριτος που έλαβε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις. Όταν επιτέθηκε ο αιγυπτιακός στόλος στην Κάσο, υπεράσπισε το βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Μετά την καταστροφή, στην… … Dictionary of Greek
Γενεσίου Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Γυναικείο ησυχαστήριο της Αίγινας. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης. Τιμάται και στο όνομα του αγίου Χριστόφορου. 2. Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Αττικής, κοντά στις Αχαρνές (Μενίδι).… … Dictionary of Greek
Σαμικόν — Πόλη της αρχαίας Τριφυλίας, που στους μυκηναϊκούς χρόνους ονομαζόταν Σάμος. Κοντά στη θέση Κλαδί σώζονται ερείπια πολυγωνικού τείχους. Το Σ. υπήρξε αρχικά αυτόνομη πόλη, αλλά κυριεύτηκε δυο φορές από τους Ηλείους, το 480 και το 245 π.Χ., και το… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… … Dictionary of Greek
πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… … Dictionary of Greek
Δημητρακόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αδάμ. Καταγόταν από την Ολυμπία. Ως οπλαρχηγός πολέμησε στην Τρίπολη, στην Πάτρα κ.α. 2. Βασίλειος. Ονομαζόταν και Τουρκοβασίλης. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις ως στρατηγός. 3. Γεώργιος. Γεννήθηκε στην… … Dictionary of Greek