-
121 οικοπεδον
τό1) тж. pl. участок под домом Plat., Aeschin., Plut.2) развалины дома или пожарище Thuc.3) местоположение, территория(τῆς πόλεως Polyb.)
-
122 ορυσσω
атт. ὀρύττω1) рыть, выкапывать(τάφρον, βόθρον Hom.; ὄρυγμα, ἔλυτρον Her.; εὐνὰς ταῖς ὁπλαῖς Arph.; ληνὸν ἐν τῷ ἀμπελῶνι NT.)
; прорывать, проводить(ὑπόνομον ἐκ τῆς πόλεως Thuc.)
2) прокапывать, прорывать, пересекать рвом или каналом(ἰσθμόν, τὸ χωρίον Her.; γῆν Arst.)
3) закапывать(ἔγχος Soph.; τὸ τάλαντον ἐν τῇ γῇ NT.)
4) перен. вколачивать, втыкатьπὺξ ὀ. Arph. — дать тумака
5) выкапывать из земли, добывать рытьем(ὀ. μῶλυ Hom.; ὀρύξασθαι λίθους Her.)
ὅ ὀρυσσόμενος χοῦς Hom. — вынутая (при землекопных работах) земля -
123 παραγω
1) передвигать, переводить, отводить(τὰς τάξεις εἰς τὰ πλάγια Xen.; τὸ ὕδωρ εἰς τὸ πεδίον Plut.)
π. πτέρυγας Eur. — изменять направление полета;π. τὰς μοίρας Her. — изменять ход судьбы2) приводить, вводить(π. εἰς τὸ δῆμόν, sc. τινα Lys.)
π. ἐς μέσον τινά Her. — приводить, т.е. представлять кого-л. (кому-л.);π. τι εἰς τὸ μέσον τοῖς λόγοις Plat. — ставить на обсуждение что-л.;παράγεσθαι εἴσω στέγας Soph. — проникать в дом3) склонять, сманивать, завлекать, совращать(τινὰ μύθοις Pind.; τινὰ εἰς ἀρκύστατα Aesch.; τινὰ ἀπάτῃ Thuc.)
τῷ φόβῳ παρηγόμην Soph. — мной руководило чувство страха;νέοις παραχθείς Eur. — поддавшись уговорам молодежи;παρηγμένος μισθοῖς εἰργάσθαι τάδε Soph. — побужденный к этому подкупом4) изменять, извращать, перетолковывать(τοὺς νόμους ἐπί τι, οὐδὲν γράμμα Plat.)
σμικρὸν παρῆκται τὸ ὄνομα Plat. — (это) слово мало изменилось;ὃ παράγοντες ἡμεῖς Ἄμμωνα λέγομεν Plut. — (имя Амун), которое мы переделали в Аммон;πειθοῖ καὴ λόγῳ π. τέν ἀνάγκην Plut. — убеждением и словом смягчать (суровую) необходимость5) (тж. π. τὸν χρόνον Plut.) затягивать, откладывать, тянуть(τέν πρᾶξιν Diod.; ἐκκρούειν καὴ π. Plut.)
6) проходить мимо(οὐ τὸ αὐτό ἐστι προσάγειν τε και π. Xen.; ἥ ἐκ τῆς πόλεως παράγουσα δύναμις Polyb.)
7) тж. med. проходить, кончаться(ἥ σκοτία παράγεται, παράγει τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου NT.)
8) производить, выводитьὁ ἀνδριὰς (οὐ ξύλον, ἀλλὰ) παράγεται ξύλινος Arst. — статуя (из дерева) называется не деревом, а производным словом «деревянная»
9) ( о кораблях) заходить, приставать, причаливать(ἐπὴ τέν Χρυσόπολιν, εἰς τέν Ῥώμην Polyb.)
-
124 παραθεσις
- εως ἥ1) сопоставление, сравнение(π. καὴ σύγκρισις Polyb.; τῶν ἐναντίων Plut.)
2) нагромождение, скопление(τῶν ὀνομάτων, τῶν χορηγιῶν Polyb.)
; pl. запасы, ресурсы Polyb.3) заготовка, хранение(τοῦ οἴνου καὴ τῶν ἀκροδρύων Diod.)
4) (поданное) кушанье, блюдо Polyb., Plut.5) смежность, близость, соседство(τῆς πόλεως Polyb.)
6) изложение, перечисление(τῶν μαρτυριῶν Diog.L.)
7) предложение, рекомендация, совет(αἱ τῶν φίλων παραθέσεις Polyb.)
8) паратеза ( род или прием гимнастической борьбы) Plut.9) грам. рядоположение, (простое) словосочетание (напр. Διόσ-κοροι, в отличие от σύνθεσις словосложение, напр. Διο-γενής) -
125 παρακυπτω
поэт. παρκύπτω1) высовываться, выглядывать(ἐκ θυρίδος Arph.)
παρακύψασα ἰδεῖν τινα Plat. — выглянувшая, чтобы увидеть кого-л.;σωτηρία παρέκυψε Arph. — мелькнула надежда на спасение2) заглядывать(κατά τι Theocr. и εἴς τι Luc.)
3) небрежно скользить взглядом или мельком взглядывать4) вникать(εἰς νόμον τέλειον NT.)
-
126 παρατηρεω
1) наблюдать, держать под наблюдением, следить(τοὺς τῆς πόλεως τόπους Polyb.)
2) охранять, оберегать(τὰς πύλας NT.)
3) соблюдать(τὸ μέτριον Arst.; med. ἡμέρας καὴ μῆνας NT.)
-
127 περιβολος
I2окаймляющий, обвивающий (голову)(στέφεα περίβολα Eur.)
IIὅ1) стена, ограда(τῆς πόλεως Plat.)
2) (закрытое) помещениеἐν οἰκείῳ περιβόλῳ Plat. — у себя дома
3) очертание, объем, размеры4) пределы, территория(νεωρίων Eur.)
5) круг, извив(ἐχίδνης περίβολοι Eur.)
-
128 περιορμιζω
ставить на якорь, т.е. приводить в порт(ναῦν Dem.; τὸ ναυτικόν Plut.)
περιορμισάμενοι τὸ πρὸς νότον τῆς πόλεως Thuc. — став на якоре с южной стороны города
См. также в других словарях:
Μουσείο Πόλεως Αθηνών — Ιδρύθηκε το 1973 από τον πολιτικό και συλλέκτη Λάμπρο Ευταξία. Στεγάστηκε σε ένα νεοκλασικό κτίριο του 1833 (Παπαρρηγοπούλου 5 & 7, Πλατεία Κλαυθμώνος) που ανήκε στον προπάππο του ιδρυτή Σταμάτιο Δεκόζη Βούρο· είναι γνωστό και σαν Παλιό Παλάτι,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
градьскыи — (185) пр. 1. Относящийся к градъ 1 в 3 знач.: Кѹръ же бо Июдѣѥмъ свободѹ дасть и повелѣниѥ ѡ создании цр҃квьнѣмь и градьстѣмь (τῆς πόλεως) ГА XIII–XIV, 124 об.; Іѡна же, акы чл҃вкъ, погыбе(ли)и градьскы˫а ѡжидаше. СВл XIII сп. к. XIV, 6;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
BABYLON vulgo BAGDET — BABYLON, vulgo BAGDET urbs Babyloniae regni maxima ad Euphratem fluv. etiamnum regionis caput, et sedes Praefecti. De qua praeter Auctores sparsim hîc citatos, vide Gen. c. 11. loseph. Iud. Antiq. l. 1. c. 4. Epiphan. in Panar. l. 1. n. 7.… … Hofmann J. Lexicon universale
ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… … Dictionary of Greek