-
1 συμπνεω
(aor. συπέπνευσα)1) дышать вместе или одновременноἐμπνείοντι σ. Anth. — вместе с другими пользоваться жизнью
2) быть единодушным, согласным Plat., Arst.συμπνευσάντων ἡμῶν καὴ τῶν Θηβαίων Dem. — при наличии единодушия между нами и фиванцами;
ἥ πόλις οὔπω συμπεπνευκυῖα Plut. — город, раздираемый еще междоусобиями3) соглашаться, покоряться(τύχαισι Aesch.)
См. также в других словарях:
Τύχαισι — Τύχη act fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύχαισι — τύχη act fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπνέω — ΜΑ, και ποιητ. τ. συμπνείω Α [πνέω] έχω σύμπνοια με κάποιον, συμφωνώ με κάποιον («συμπνεύσαντες καὶ μιᾷ γνώμῃ χρώμενοι», Πολ.) μσν. εμπνέω αρχ. 1. (για άνεμο) πνέω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. συμβάλλω («ὁ βοῡς συμπνεῑ εἰς γεωργίαν», Ωριγ.) 3.… … Dictionary of Greek