Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τύχαισι

См. также в других словарях:

  • Τύχαισι — Τύχη act fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύχαισι — τύχη act fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπνέω — ΜΑ, και ποιητ. τ. συμπνείω Α [πνέω] έχω σύμπνοια με κάποιον, συμφωνώ με κάποιον («συμπνεύσαντες καὶ μιᾷ γνώμῃ χρώμενοι», Πολ.) μσν. εμπνέω αρχ. 1. (για άνεμο) πνέω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. συμβάλλω («ὁ βοῡς συμπνεῑ εἰς γεωργίαν», Ωριγ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»