-
61 ἔκ-τυπος
ἔκ-τυπος, ausgedrückt, abgedrückt, nach einer Form, bes. von erhabener Kunstarbeit in Holz oder Stein, Plin.; προτομαί D. Sic. 18, 26; – τὸ ἔκτυπον, der Umriß, Entwurf, Sp. – Adv. ἐκτύπως, deutlich, Sp.
-
62 ἰσό-τυπος
ἰσό-τυπος, gleichgestaltet, Nonn. D. 1, 448 u. a. Sp.
-
63 ἶερό-τυπος
ἶερό-τυπος, = ἱερόπλαστος, K. S.
-
64 ἰδιό-τυπος
ἰδιό-τυπος, von eigenthümlicher Gestaltung, Hermes bei Stob. ecl. phys. 1 p. 938.
-
65 ῥαιστό-τυπος
ῥαιστό-τυπος, mit Hämmern geschlagen, ἄκμονες Maneth. 1, 289. 4, 124.
-
66 ἡἰό-τυπος
ἡἰό-τυπος, mit Nägeln durchbohrt, angeschlagen, Nonn. par. 20, 91.
-
67 σταυρό τυπος
-
68 τύπε
τύποςblow: masc voc sg -
69 τύποι
τύποςblow: masc nom /voc pl -
70 τύπους
τύποςblow: masc acc plτυπόωform by impress: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
71 τύπω
τύπηςstriker: masc gen sg (attic epic ionic)τύπονcertified copy: neut nom /voc /acc dualτύπονcertified copy: neut gen sg (doric aeolic)τύποςblow: masc nom /voc /acc dualτύποςblow: masc gen sg (doric aeolic)τυπόωform by impress: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)τυπόωform by impress: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————τύπονcertified copy: neut dat sgτύποςblow: masc dat sg -
72 ἀντίτυπος
ἀντίτυπος, ον (since Anaximander pre-Socr.; Theognis 2, 1244; Aeschyl., Septem 521, also IG XIV, 1320; Esth 3:13d v.l.; Philo) of someth. that corresponds to another; esp. used metaph.① pert. to that which corresponds to someth. else, adj. corresponding to (Polyb. 6, 31, 8 ἀντίτυπος τίθεμαί τινι I am placed opposite) someth. that has gone before (τύπος, cp. the oracular saying in Diod S 9, 36, 3 τύπος ἀντίτυπος and Ex 25:40). In a compressed statement, with rescue through water as the dominant theme ὸ̔ (i.e. ὕδωρ) καὶ ὑμᾶς ἀ. νῦν σῴζει βάπτισμα baptism correspondingly now saves you, i.e. the salvation of Noah and family via water (διʼ ὕδατος), which supported the ark, is the τύπος for the salutary function of the water of baptism 1 Pt 3:21. A Platonic perspective (s. 2, below) is not implied in the passage.—PLundberg, La Typologie Baptismale dans l’ancienne Église, ’42, 110ff; ESelwyn, The First Epistle of St Peter, ’46, 298f; BReicke, The Disobedient Spirits and Christian Baptism, ’46, 144f. LHurst, JTS 34, ’83, 165–68, argues for the same mng. Hb 9:24 (s. 2 below).② subst. τὸ ἀ. copy, antitype, representation (ISyriaW 1855; pap, e.g. POxy 1470, 6; PYadin 23, 24 al.; Plotin. 2, 9, 6 [ὁ ἀ.]; Proclus on Pla., Cratyl. p. 76, 28 Pasquali; in different sense Just., D. 5, 2 ἀντιτυπίαν resistance), acc. to Platonic doctrine, w. ref. to the world of things about us, as opposed to the true heavenly originals, or ideas (the αὐθεντικόν). So χειροποίητα ἅγια, ἀ. τῶν ἀληθινῶν a sanctuary made w. hands, a (mere) copy of the true (sanctuary) Hb 9:24 (s. 1 above). The flesh is ἀντίτυπος τοῦ πνεύματος 2 Cl 14:3a; the spirit, on the other hand, is τὸ αὐθεντικόν vs. 3b.—RHanson, Allegory and Event, ’59, 67–69; CFritsch, TCVriezen Festschr. ’66, 100–107.—DELG s.v. τύπτω. M-M. TW. -
73 αλιτυπος
-
74 αντιτυπος
2, редко Soph. 31) яркий, резкий, бьющий в глаза(χρωματα Plut.)
2) отражаемый встречным ударом(τύπος Her.)
3) отраженный(φάος Anth.)
; доносящийся в виде отголоска(στόνος Soph.)
4) жесткий, крепкий, неподатливый(γᾶ Soph.; ὀστᾶ Xen.; χωρία Plut.)
5) упорный, упрямый(μάχη Xen.; ἄνθρωπος Plat.)
6) сопротивляющийся, враждебный(τινος Aesch. и τινι Polyb.)
-
75 χαλκοτυπος
-
76 χοροιτυπος
-
77 διδαχή
διδαχή, ῆς, ἡ (s. διδάσκω; Hdt. et al.; BGU 140, 16 [II A.D.]; once in LXX; EpArist, Philo, Joseph., Just.).① the activity of teaching, teaching, instruction (Hdt. 3, 134, 2; Pla., Phdr. 275a; Ps 59:1; Jerus. ins: SEG VIII, 170, 5 [before 70 A.D.] δ. ἐντολῶν; Philo, Spec. Leg. 2, 3; Jos., Ant. 17, 159; Just., A II, 5, 4 διὰ διδαχῆς θυμάτων) λαλεῖν (ἐν) δ. speak in the form of teaching 1 Cor 14:6; ἐν πάσῃ δ. in every kind of instruction 2 Ti 4:2. Of Jesus’ teaching activity Mk 4:2; 12:38.② the content of teaching, teaching (EpArist 207; 294; Just., A I, 40, 1) by Pharisees and Sadducees Mt 16:12; by Jesus J 7:16f; 18:19; apostles Ac 2:42 (Iren. 4, 33, 8 [Harv. II 262, 6]; Just., A I, 53, 3 παρὰ τῶν ἀποστολῶν).—Ac 5:28; 13:12; Ro 16:17; 1 Cor 14:26; 2J 9f; Rv 2:24; D ins; 1:3; 2:1; 6:1; 11:2; B 9:9; 16:9; 18:1. κατὰ τ. διδαχήν in accordance w. the teaching Tit 1:9; βαπτισμῶν δ. teaching about baptisms Hb 6:2. τύπος διδαχῆς pattern of teaching (of Christian belief and practice) Ro 6:17 (GRoss, Exp. 7th ser., 5, 1908, 469–75; CLattey, JTS 29, 1928, 381–84; 30, 1929, 397–99; JMoffatt, JBL 48, 1929, 233–38; FBurkitt, JTS 30, 1929, 190f.—S. also παραδίδωμι 1b end, and τύπος 4); δ. καινή Mk 1:27 (cp. the apocryphal gospel Ox 1224 Fgm. 2 verso, I, 2–5 [Kl. Texte 83, p. 26, 19ff] π[ο]ίαν σέ| [φασιν διδα]χὴν καιν[ὴν] δι|[δάσκειν, ἢ τί β]ά[πτισμ]α καινὸν| [κηρύσσειν;] what’s this new teaching all about that they say you’re promoting, or what’s this new baptism you’re proclaiming?); Ac 17:19; δ. ἀφθαρσίας teaching that assures immortality IMg 6:2. Of offensive teachings Rv 2:14f; Hb 13:9; κακὴ δ. IEph 9:1; δ. ξέναι, μωραί Hs 8, 6, 5. The teaching of the wicked angel m 6, 2, 7.③ Either mng. can be defended Mt 7:28; 22:33; Mk 1:22; 11:18; Lk 4:32.—CDodd, TManson memorial vol., ’59, 106–18 (‘catechetical’ instr. in the early church).—DELG s.v. διδάσκω. M-M. TW. Sv. -
78 πολυ-κλήεις
πολυ-κλήεις, = πολυκλήϊστος, τύπος, Agath. 36 ( Plan. 331).
-
79 τυπικός
-
80 κατα-στοιχειόω
κατα-στοιχειόω, = Folgdm; τύπος κατεστοιχειωμένος, elementarischer Grundriß, Entwurf, D. L. 10, 35.
См. также в других словарях:
τύπος — blow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek
τύπος — ο 1. χτύπος, χτύπημα, πληγή. 2. ίχνος, αχνάρι, αποτύπωμα, στάμπα. 3. μήτρα, φόρμα, καλούπι. 4. μτφ., πρότυπο, υπόδειγμα: Είναι τύπος και υπογραμμός τιμιότητας. 5. σχέδιο, κανόνας, υποδειγματική μορφή. 6. η εξωτερική μορφή, τα επουσιώδη στοιχεία:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
περιοδικός τύπος — Η έκφραση υποδηλώνει το σύνολο εκείνο των εντύπων (επιθεωρήσεις, δελτία, ακαδημαϊκά δημοσιεύματα, εβδομαδιαία λαϊκά περιοδικά ποικίλων θεμάτων, εξειδικευμένες εκδόσεις, κόμικς, κ.λπ.) που, αν και έχουν μια κανονική περιοδικότητα, αφήνουν να… … Dictionary of Greek
Πόλις καὶ τύπος. — πόλις καὶ τύπος. См. Что город, то норов, что деревня, то обычай … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
εμπειρικός τύπος — Χημικός τύπος μιας ένωσης που δείχνει το είδος των ατόμων που την αποτελούν και τη μεταξύ τους αριθμητική σχέση, αλλά όχι και τον ακριβή αριθμό των ατόμων της ένωσης. Είναι δυνατόν περισσότερες από μία χημικές ενώσεις να έχουν τον ίδιο ε.τ., όπως … Dictionary of Greek
Αθηναϊκός Τύπος — Καθημερινή πρωινή και απογευματινή εφημερίδα που κυκλοφόρησε από τις 21 έως τις 27 Μαρτίου 1925. Την εφημερίδα εξέδωσαν από κοινού οι συνασπισμένοι εναντίον της απεργίας των τυπογράφων, ιδιοκτήτες των αθηναϊκών εφημερίδων … Dictionary of Greek
Ανεξάρτητος Τύπος — Απογευματινή εφημερίδα, που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Ι.Α. Πουρνάρα και τον Κ.Μ. Κύρκο και κυκλοφορούσε από τον Μάρτιο του 1958 έως τον Απρίλιο του 1962 … Dictionary of Greek
Ελεύθερος Τύπος — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. 1. Καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα, με εκδότη τον Α. Καβαφάκη. Η κυκλοφορία της υπήρξε βραχύβια (1916 17). 2. Ημερήσια εφημερίδα της Σμύρνης στη Μικρά Ασία, που ιδρύθηκε το 1918. Ο τίτλος της αναγραφόταν και στα τουρκικά … Dictionary of Greek
κίτρινος Τύπος — Γενική ονομασία των λαϊκών σκανδαλοθηρικών εφημερίδων. Ο όρος οφείλεται κατά την επικρατέστερη εκδοχή στο κίτρινο χαρτί που χρησιμοποιούσε η εφημερίδα του είδους Sunday World του Τζ. Πούλιτζερ (1847 1911) και κατ’ άλλη στα σχεδιασμένα με κίτρινο… … Dictionary of Greek