-
1 αναπρασσω
атт. ἀναπράττω тж. med. требовать, взыскивать, взимать(χρήματα Thuc., Xen.; τὰς καταστάσεις παρά τινος Lys.; τὸν μισθὸν παρά τινος Xen.; τόκους Plut.)
ὑποσχέσεις ἀναπρᾶξαι Thuc. — добиться исполнения обещанного -
2 γλυφω
1) выдалбливать, делать полым(ναῦς Arph.)
2) вырезывать, гравировать(σφρηγῖδας Her.; δακτυλίους Plat.; ἐν ἀμεθύστῳ γεγλυμμένος Anth.)
ἀδύνατος γλύφεσθαι Arst. — не поддающийся гравировке;γλύψασθαι εἰκόνα ἐν σφραγῖδι Plut. — заказать выгравировать изображение на печати3) ( на вощеных дощечках) тщательно записывать(τόκους Anth.)
-
3 εκατοστη
ἥ (μερίς или μοῖρα)1) сотая часть, т.е. однопроцентный налог (натурой)(τὰ τέλη καὴ αἱ ἑκατοσταί Arph.)
ἥ ἑ. τῇ πόλει Xen. — однопроцентный налог в пользу города2) процентἑκατοστέν εἰς τοὺς τόκους λογίζεσθαι Plut. — взимать 1% (в месяц) за ссуду
-
4 καταφερω
(fut. κατοίσοι - эп. κατοίσομαι; aor. 1 κατήνεγκα)1) (с)носить вниз(μέτρημα πυρῶν τοῖς ὤμοις Plut.)
2) сводить вниз(Ἄϊδος εἴσω τινά Hom.)
κ. ποδὸς ἀκμάν Aesch. — спускаться, сходить, т.е. приближаться3) нести по течению4) относить (ветром или течением)(τὰς ναῦς ἐς τέν Πύλον, πρὸς τέν Πελοπόννησον κατενηνέχθαι Thuc.; εἰς τέν θάλατταν Arst.)
5) опускать(τέν δίκελλαν, τέν σφῦραν Luc.; τὸ ξίφος τῷ πολεμίῳ Plut.)
; pass. опускаться, склоняться к закату(καταφερομένου τοῦ ἡλίου Arst.; καταφερομένης σελήνης Plut.) или близиться к концу (τῆς ἡμέρας ἤδη καταφερομένης Plut.)
τὸ τοῦ λύχνου φῶς καταφερομένου Plut. — свет гаснущего светильника6) pass. (тж. κ. εἰς ὕπνον Luc., Plut.) хотеть спать, быть соннымκαταφερόμενος καὴ νυστάζων Arst. — качающийся от дремоты;
κ. ὕπνῳ βαθεῖ NT. — быть погруженным в глубокий сон7) сносить, разрушать(τοὺς πύργους Polyb.)
; med.-pass. обрушиваться(ῥοίζῳ καὴ τάχει ἀπίστῳ Plut.; πολλῶν τῶν οἰκιῶν καταφερομένων ἐπὴ τοὺς διαθέοντας Plut.)
8) (тж. κ. πληγήν Luc.) наносить ударκατένεγκε θαρρῶν Luc. — бей смело;
κ. τινὸς πολλά Plut. — обрушиться с упреками на кого-л.9) вносить, представлять(ἔγκλημα ἐπὴ δικαστήριον Dem.; ψῆφον NT.)
10) pass. впадать, попадать(εἰς κάρον Arst.)
κ. ἐπὴ γνώμην Polyb. — приходить к мысли;ἐπὴ ἐλπίδα τινὰ κ. Polyb. — возыметь какую-л. надежду11) вносить, уплачивать(τοὺς τόκους τοῖς δεδανεικόσι Arst.; ἀργυρίου εἴκοσι τάλαντα Polyb.; ἐν χρόνῳ ῥητῷ, sc. τὰ χρήματα Plut.)
12) возводить(τέν διαβολήν τινος Arst.)
-
5 λογιζομαι
(fut. λογίσομαι - атт. λογιοῦμαι)1) считать, пересчитывать(Ἕλληνας Her.)
λ. ψήφοισι Her. — считать с помощью камешков;λ. ἀπὸ χειρός Arph. — считать по пальцам2) высчитывать, исчислять(τοὺς τόκους Arph.)
χρήματα εἰς ἀργύριον λογισθέντα Xen. — ценности в пересчете на серебро3) насчитыватьπεντακισχίλια καὴ μύρια (ἔτεα) λ. εἶναι Her. — считать, что прошло 15000 лет
4) относить к числу, причислять(τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτώ θεῶν λ. εἶναι Her.; μετὰ ἀνόμων λογισθῆναι NT.)
5) засчитывать, относить на или ставить в счет(δώδεκα μνᾶς τινι Arph.; ὀκτὼ δραχμὰς τοῖς παισίν Lys.)
6) перечислятьκαθ΄ ἕκαστον πολὺ ἂν εἴη λ. Lys. — было бы долго перечислять (все) в отдельности
7) думать, размышлять(πρὸς ἑαυτόν NT.)
καὴ ταῦτα λογίζου Soph. — теперь подумай об этом8) считать, полагать, быть увереннымΣμέρδιν μηκέτι ἐόντα λογίζεσθε Her. — знайте, что Смердиса больше нет;
εἰς οὐδὲν λογισθῆναι NT. — не иметь никакого значения9) рассчитывать, надеяться(ἥξειν ἄμα ἡλίῳ δύνοντι Xen.)
10) делать вывод, (умо)заключатьἐκ τούτων τῶν λόγων τοιόνδε τι λογίζομαι συμβαίνειν Plat. — из этих речей выходит, по-моему, вот что;
τὸ λελογισμένον Luc. — рассуждение -
6 μεριζω
дор. μερίσδω (fut. med. μερίσομαι и μεριοῦμαι)1) делить, разделять, распределять(τὸ μέγεθος Plat.; ἀρχέν εἰς πλείους Arst.; τὸ ἔργον εἰς πολλούς Luc.; τοὺς ἰχθύας πᾶσιν NT.)
μ. τοὺς τόκους πρός τι Dem. — исчислять проценты сообразно чему-л.;μερισθέντες κατα μέρος Xen. — разбившись на отряды;ὕδωρ ὑπὸ πυρὸς μερισθέν Plat. — разреженная огнем вода;med. — делить (распределять) между собою, делиться (τι πρός τινα или μετά τινος Dem.):μ. τῶν τοῦ ἀδελφοῦ Isae. — брать себе часть имущества брата2) med. разделяться, распадаться(ἑφ΄ ἑαυτόν NT.)
3) med.-pass. pf. разниться, отличаться(μεμέρισται καὴ ἥ γυνέ καὴ ἥ παρθένος NT.)
-
7 πληθυνω
1) увеличивать, (при)умножать(τὸν σπόρον τινός NT.)
2) pass. увеличиваться, умножаться, прибывать или быть в изобилии(μετὰ τοὺς τόκους ταῖς γυναιξὴν τὸ γάλα πληθύνεται Arst.; ἐπληθύνετο ὅ ἀριθμός NT.)
3) med. быть полностью согласным или быть полным решимостиταύτην (sc. γνώμην) ἐπαινεῖν πληθύνομαι Aesch. — эту мысль я полностью одобряю;
ἔνισπε δ΄ ἡμῖν δήμου κρατοῦσα χεὴρ θ΄ ὅπῃ πληθύνεται Aesch. — скажи нам, что решила державная рука народа -
8 προσαποτινω
-
9 προσπλασσω
атт. προσπλάττω, дор. ποτιπλάσσω1) приклеивать, прилеплять, прикреплять(τι πρός τινι Her.)
2) прибавлять, присоединять, наращивать(τοὺς τόκους αὑτοῖς Plut.)
-
10 εισπράττω
См. также в других словарях:
τόκους — τόκος childbirth masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek
ανατοκίζω — ξανατοκίζω, κεφαλοποιώ τους τόκους, συνυπολογίζω στο κεφάλαιο και τους τόκους για να πάρω τόκο επί του συνόλου … Dictionary of Greek
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
CETE — Hebraeis iisdem nominibus appellantur, quibus draco, nempe thannin et leviathan: an ob formae similitudinem, an ratione molis et quia Cetus in aquatilibus tantum praestat, Ο῞ςςον αριςτεύουςιν εν ἐρπεςτῆρςι δράκοντες, Quantum in reptilibus… … Hofmann J. Lexicon universale
DICTAMNUM — I. DICTAMNUM et Dictynna, Cretae opp. Ptol. Nunc Dictamo: in territ. Cydoniae, sub Turcis. Baudr. Inde dictamnus herba. Virgil. Aen. l. 12. v. 412. Dictamnum genetrix Cretaea carpit ab Ida, Puberibus caulem foliis, et flore comantem Purpureo; non … Hofmann J. Lexicon universale
FOENUS — ex fetu, i. e. partu pecuniae, ut Gr. τόκος ἀπὸ τοῦ τίκτειν, Varro. Alii a fundo, quia fructus fundit: vel a fetendo, quod eiusmodi lucrum feteat in Rep. primitus appellabatur naturalis terrae fetus, postea per translationem, nummorum fetum… … Hofmann J. Lexicon universale
LUCINA — I. LUCINA Dea partuum praeses, quae et Iuno dicitur, et Diana. Dicta, quod lucem nascentibus tradere crederetur, unde et Lucetia. dicta est. Vel a luco, in quo ei aedes, ubi lotos erat mirae vetustatis, Thom. Dempster. ad Ioh. Rosin. Antiqq. Rom … Hofmann J. Lexicon universale
άτοκος — Μικρό ακατοίκητο νησάκι (υψόμ. 140 μ.) του νομού Κεφαλληνίας. Βρίσκεται ΒΑ της Ιθάκης. Υπάγεται διοικτικά στον δήμο Ιθάκης. * * * η, ο (AM ἄτοκος, ον) [τόκος] Ι. 1. ανίκανος για τεκνοποίηση, στείρος 2. αυτός που δεν έχει τεκνοποιήσει ακόμη 3.… … Dictionary of Greek
ανακεφαλαιώνω — (Α και ἀνακεφαλαιοῡμαι, όομαι), επαναλαμβάνω τα προαναφερθέντα τονίζοντας τα κύρια σημεία, κάνω συνοπτική επανάληψη, περίληψη νεοελλ. ενσωματώνω τους τόκους στο κεφάλαιο και ανατοκίζω το νέο ποσόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κεφαλαιοῦμαι. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek