-
1 περικαλυπτω
1) (в виде завесы) расстилать, набрасывать(νέφος περὴ πάντα Hom.; σκότον τοῖσι πράγμασι Eur.)
2) покрывать кругом, окутывать(τὸ δένδρεον πίλῳ Her.; τινὰ ἐν ἱματίῳ Xen.; πάντοθεν χρυσίῳ NT.)
π. πάσῃ σωτηρίᾳ τοὺς νόμους Plat. — тщательно охранять законы3) скрывать, прятать(τι Plut.)
-
2 περικαλύπτω
A cover all round,πολέμοιο νέφος περὶ πάντα καλύπτει Il.17.243
, cf. 10.201 ;π. δένδρεον πίλῳ Hdt. 4.23
; τινὰ ἱματίοισι or ἐν ἱματίῳ, Hp.Aph.5.59, X.Cyr.7.3.14 : metaph.,π. σωτηρία τοὺς νόμους Pl.Lg. 793b
; τὸ θνητὸν περικάλυπτε τῷ θεῷ (sc. Διονύσῳ), i.e. get drunk, Diph.20 ;τὰ πάθη Plu.2.100f
; π. καὶ ἀρνεῖσθαι ib.1013e:—[voice] Med. and [voice] Pass., cover oneself all round, ib. 51d, etc.II put round as a covering, αὐτῷ.. περὶ κῶμα κάλυψα put sleep as a cloak around him, Il.14.359 ; τὸ σῶμα [ ψυχῇ] Pl.Ti. 34b ;π. τὰ Χερουβεὶν ἐπὶ τὴν κιβωτόν LXX 3 Ki.8.7
: metaph., π. τοῖσι πράγμασι σκότον throw a veil of darkness over the deeds, E. Ion 1522.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικαλύπτω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский