-
1 τέλμα
τέλμα, ατος, τό, das zusammengetretene, sich sammelnde, stehende Wasser, Pfütze, Sumpf; Ar. Av. 1593; ὥςπερ περὶ τέλμα βατράχους, Plat. Phaed. 109 b; τὰ κοῖλα πάντα τέλματα γίγνεται, Xen. Oec. 20, 11; Sp., wie Pol. 10, 14, 13; Phot. erkl. τόπος πηλώδης ὕδωρ ἔχων. Dah. das fruchtbare Marschland der Niederungen; auch Moor, Schlamm, Lehm, zu Mauern, Her. 1, 179. – Bei Sp. der Zwischenraum in den Fugen der Steine, der mit Mörtel ausgegossen wurde.
-
2 τέλμα
τέλμα, ατος, τό, das zusammengetretene, sich sammelnde, stehende Wasser, Pfütze, Sumpf. Dah. das fruchtbare Marschland der Niederungen; auch Moor, Schlamm, Lehm, zu Mauern; der Zwischenraum in den Fugen der Steine, der mit Mörtel ausgegossen wurde -
3 τελμίς
См. также в других словарях:
τέλμα — standing water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλμα — το, ΝΜΑ έλος, βάλτος, βούρκος (α. «ο κάμπος μετατράπηκε σε ένα τεράστιο τέλμα» β. «ὥσπερ περὶ τέλμα μύρμηκας ἤ βατράχους», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. αδιέξοδο («η κατάσταση έχει περιέλθει σε τέλμα») αρχ. 1. η ιλύς που συγκεντρώνεται στην όχθη ποταμού 2 … Dictionary of Greek
τέλμα — το, ατος 1. στάσιμο νερό με λάσπη, βούρκος, βάλτος. 2. μτφ., αδιέξοδο: Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε τέλμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέλμ' — τέλμα , τέλμα standing water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελμάτων — τέλμα standing water neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλμασι — τέλμα standing water neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλμασιν — τέλμα standing water neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλματα — τέλμα standing water neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλματι — τέλμα standing water neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλματος — τέλμα standing water neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελματιαίος — α, ο / τελματιαῑος, αία, ον, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέλμα («ὕδατα τελματιαῑα», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που έχει ή που σχηματίζει τέλμα («ποταμοὶ τελματιαῑοι», Αριστοτ.) 2. φρ. «ζῷα τελματιαῑα» ζώα που ζουν σε τέλματα (Αριστοτ.).… … Dictionary of Greek