-
1 τέκνου
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τέκνου
-
2 εκθεσις
- εως ἥ1) выставление, показ(ἀργυρωμάτων καὴ στρωμάτων Diod.)
2) (sc. ἐκ τοῦ πλοίου) высадка на берег Arst.3) оставление, подкидывание(τέκνου Her., Eur., Plut.)
4) лог. отбрасывание, абстракцияἔκθεσιν λαμβάνειν τινός Arst. — отвлекаться от чего-л.
5) ( о растениях) выпускание6) изложение, разъяснение, развитие(τῶν ὅρων Arst.)
-
3 θιγγανω
(fut. θίξω и θίξομαι, aor. 2 ἔθῐγον, part. θιγών; inf. aor. pass. θιχθῆναι Sext.)1) касаться, прикасаться, дотрагиваться(θ. τινὸς χερσί Aesch., χερί Eur. или διὰ χειρῶν Soph.; τῆς κεφαλῆς Xen.; ποτὴ χεῖλός τινος Theocr.)
θιγγαν όμενος ψυχρός Arst. — холодный на ощупь;μέ ἃ (= ταῦτα ὧν) μέ ἔθιγες ποιοῦ σεαυτῆς Soph. — к чему ты непричастна, в том не вини себя (досл. того и не делай своим);πατρὸς φιλότητι θ. Soph., — с любовью приникнуть к отцу;ὠλέναις θιγεῖν τέκνου Eur. — обнять руками дитя;εὐνῆς τινος θιγεῖν Eur. — осквернить чьё-л. ложе;θ. γλώσσῃ παντὸς λόγου κακοῦ καὴ πανουργίας Soph. — держать злые и преступные речи2) нападать(τινός и τινά NT.)
τίς ἂν ἔτλη σώματος τοῦ σοῦ θιγεῖν ; Eur. — кто осмелился поднять руку на тебя?;θ. θηρός Eur. — поражать зверя;ἔθιγε καὴ Ἀλεξάνδρου διαβολή Plut. — клевета задела и Александра3) затрагивать, трогать, волноватьθιγγάνει σέθεν τόδε ; Eur. — это волнует тебя?;
ἔθιγες ψυχῆς, ἔθιγες δὲ φρενῶν Eur. — ты поразил (все мои) чувства и мысли4) ( в речи) касаться, затрагивать, задевать5) достигать, получать, приобретать(τινός и τινί Pind.)
οὐ δυνάμενοι θιγεῖν ἄλλης αἰτίας Arst. — не будучи в состоянии найти другую причину -
4 τεκνον
τό1) дитя, ребенокνήπιον τ. Hom. — младенец (в зависимости от пола, может сочетаться со словами муж. или жен. рода):
φίλε τ.! Hom. — милый сын!;ὡς μούνης οἱ ἐούσης ταύτης τέκνου Her. — так как она была его единственной дочерью2) детеныш Hom., Her., Xen., Arst.3) перен. дитя, порождение, плод(ἄνθη, γαίας τέκνα Aesch.; τέκνα τοῦ φωτός NT.)
См. также в других словарях:
τέκνου — τέκνον child neut gen sg τεκνόω furnish pres imperat act 2nd sg τεκνόω furnish imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρότητα — (Νομ.). Η ιδιότητα εκείνου που δημιούργησε: «η πατρότητα του συγγράμματος» και φυσικά το να είναι κάποιος πατέρας. Η π. πηγάζει είτε από φυσικούς λόγους είτε από τη νομική τάξη. Κατά το ρωμαϊκό δίκαιο δεν αναγνωρίζεται η π. για τα παιδιά που… … Dictionary of Greek
εξώγαμο τέκνο — Το παιδί που δεν καλύπτεται από το τεκμήριο καταγωγής από γάμο, δηλαδή δεν γεννήθηκε εντός γάμου ή δεν γεννήθηκε εντός 300 ημερών από τη λύση του, προκειμένου να θεωρηθεί παιδί του συζύγου της μητέρας. Έτσι αποκαλείται και το παιδί εκείνο που… … Dictionary of Greek
υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… … Dictionary of Greek
υιοθεσία — η / υιοθεσία, ΝΜΑ η ενέργεια τού υιοθετώ, η επίσημη αναγνώριση από κάποιον ενός ξένου παιδιού ως δικού του με νόμιμη διαδικασία, υιοθέτηση νεοελλ. 1. (νομ.) η νομική απόκτηση τέκνου 2. μτφ. έγκριση, αποδοχή ενέργειας, γνώμης, ιδέας ή απόφασης… … Dictionary of Greek
γονέων και τέκνων, σχέσεις — (Νομ.).Ο δεσμός μεταξύ γονέων και τέκνων, σύμφωνα με τον οποίο καθορίζονται πολυάριθμες έννομες σχέσεις, όπως η γονική μέριμνα, η κληρονομική διαδοχή, η επιλογή απόκτησης του επώνυμου κλπ. Ο δεσμός αυτός έχει ως έρεισμα τη γέννηση από γάμο, τη… … Dictionary of Greek
γονική παροχή — Περιουσιακή επίδοση του γονέα προς το τέκνο είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος. Η γ.π., εφόσον δεν υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις,… … Dictionary of Greek
Agavvs — AGAVVS, i, Gr. Ἀγαυὸς, ου, (⇒ Tab. XXXI.) einer von Priams letztern 9 Söhnen, welcher zwar dem Namen nach so viel als Clarus. oder Illustris, heißt, auch bey dem Homer das Beywort δῖος, göttlich, hat: allein, da er von seinem Vater selbst unter… … Gründliches mythologisches Lexikon
απιστία — (Noμ.).Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει εκείνος που ζημιώνει την περιουσία άλλου όταν του έχει ανατεθεί η επιμέλεια ή η διαχείρισή της με βάση κάποιο νόμο ή δικαιοπραξία. Απαιτείται το στοιχείο της πρόθεσης και τιμωρείται με φυλάκιση (10… … Dictionary of Greek
αποκήρυξη — Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας προβλέπει τη διαδικασία με την οποία μπορεί ο σύζυγος να αποκηρύξει το παιδί που γέννησε η σύζυγός του, αποδεικνύοντας ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύλληψης ήταν αδύνατον να έχει συλλάβει από αυτόν. Ο νόμος… … Dictionary of Greek
αποκηρύσσω — (AM ἀποκηρύσσω, Α κ. ττω) 1. απαρνούμαι, αποδοκιμάζω δημόσια 2. αρνούμαι την πατρότητα τέκνου, αποκληρώνω 3. εκκλ. αποκόπτω κάποιον από τη χριστιανική κοινότητα, τον αφορίζω νεοελλ. απαρνούμαι όσα δεχόμουν προηγουμένως αρχ. 1. γνωστοποιώ δημόσια… … Dictionary of Greek