-
41 αντισπαω
тянуть в другую сторону, отвлекать(τὸ θερμόν Xen.; τὰς ἰκμάδας ἔκ τινος Arst.; τοὺς μὲν τείνειν, τοὺς δ΄ ἀ. Arph.; τινα ἔκ τινος πρός τι Plut.)
ὁρμώμενόν (τινα) ἀ. Aesch. — сдерживать чей-л. порыв;ἀντισπάσασθαί τινα Polyb. — переманивать кого-л. на свою сторону -
42 αντισταθμος
-
43 αντιτιθημι
1) противопоставлять, ставить лицом к лицу2) противополагать, сопоставлять, сравнивать(τί τινι Her., Eur., Plat., τί τινος Thuc. и τι πρός τι Plat., Dem.)
3) заявлять в ответ Thuc.πρὸς τοῦτο ἀντιθετέον, οτι … Arst. — на это следует возразить, что …
4) подставлять, заменять(τί τινος Eur.)
5) возвращать или давать взамен, возмещать(τι Eur., Xen.)
ἀντιτιθέμενα ταῦτα ἀντισήκωσις γίνεται Her. — когда одно возмещается другим, наступает равновесие -
44 αντιτινω
1) нести кару, расплачиваться Soph.2) med. отплачивать, воздаватьἀντιτίσασθαί τινος φόνον Aesch. — отомстить убийством за что-л., но ἀ. φόνον Aesch. мстить за убийство;
ἀντιτίσασθαί τινα δίκην τινός Eur. — покарать кого-л. за что-л. -
45 αντιτυγχανω
получать или встречать вместо(τινὸς ἀπό τινος Thuc.)
ἐσθλὸς ἐὼν ἄλλου κρείττονος ἀντέτυχεν погов. Polyb. — случается и (великому) храбрецу встречаться с кем-л. похрабрее (его);ἀ. μάχας Pind. — попадать в сражение -
46 αντιβολεω
(impf. ἠντιβόλουν, aor. ἀντεβόλησα и ἠντεβόλησα)1) встречаться, сходиться (в бою)(τινι Hom.)
2) присутствовать, быть свидетелем(φόνῳ, τάφῳ ἀνδρῶν Hom.)
3) принимать участие, быть причастным(μάχης Hom.)
4) находить, получать в уделτάφου ἀντιβολῆσαι Hom., Arst. — быть погребенным;
γάμου ἀντιβολῆσαι Hes. — вступить в брак;5) становиться уделом6) обращаться с просьбой, молить(τινα Lys., Arph., Xen., Plut.)
ἀντιβοληθεὴς καὴ τέν ὀργέν ἀπομορχθείς Arph. — смягчившись мольбами;εἴπ΄, ἀντιβολῶ, τί ἔστι Arph. — скажи, пожалуйста, в чем дело -
47 αντιγραφω
1) давать письменный ответ, письменно возражать Thuc., Plut.2) med. предъявлять встречную жалобу(περί τινος Isae.)
3) med. делать отвод -
48 αντιδεομαι
-
49 αντιδιατασσομαι
атт. ἀντιδιατάττομαι (sc. λόγον) утверждать в противовес(τινι περί τινος Sext.)
-
50 αντιδικεω
(impf. ἠντιδίκουν и ἠντεδίκουν)1) вести тяжбу, судиться(περί τινος Xen.)
οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι Plat. — обе тяжущиеся стороны2) быть ответчиком, защищаться(πρός τινα Isae. и πρός τι Dem.)
ἀντιδικῶν Arph. — ответчик3) возражать Lys.ἀ. ταῖς διαβολαῖς Dem. — опровергать клевету
-
51 αντικαταλλαγη
-
52 αντικατηγορεω
1) обвинять со своей стороны, выступать с встречным обвинением(τινος Lys., Aeschin., Plut.)
2) лог. перемещать из одной категории в другую -
53 αντικρατεω
-
54 αντικτησις
-
55 αντιλαζομαι
-
56 αντιληψις
дор. ἀντίλαψις - εως ἥ1) получение взаменκατακομιδέ καὴ πάλιν ἀ. Thuc. — вывоз и обратный ввоз
2) захват, присвоение3) средство или возможность ухватиться: , τῷ ἀναβάτῃ ἀ. Xen. грива, за которую хватается всадник; οὐδεμίαν ἀντίληψιν βοηθείας ἔχειν Diod. не иметь никакой надежды на помощь4) перен. слабое или уязвимое место(ἀντιλήψεις καὴ ἀπορίαι Plat.; πολλὰς ἀντιλήψεις ἔχειν Plut.)
5) возражение, опровержение6) восприятие, ощущение(ἡδονῆς τε καὴ πόνου Diod.)
ὑπ΄ ἀντίλαψιν πίπτειν Plat. — быть предметом чувственного восприятия7) забота, занятие8) мед. поражение, заболевание(τῶν ἀκρωτηρίων, sc. τοῦ σώματος Thuc.)
9) pl. помощь, поддержка NT. -
57 αντιμιμησις
-
58 αντιμιμος
-
59 αντιπαρατασσω
атт. ἀντιπαρατάττω (sc. ἑαυτόν) преимущ. med.1) со своей стороны выстраиваться в боевом порядке, занимать позиции против(ἀλλήλοις Thuc.; ἀσπίδες ἀντιπαρατεταγμέναι Plut.)
ἀπὸ τοῦ ἀντιπαραταχθέντος Thuc. — в боевом порядке2) перен. готовиться к бою3) располагаться напротив Men. -
60 αντιπερισπαω
отвлекать в другую сторону(τὰς ὑγρότητας Arst.; ἀπό τινος ἐπί τι Diod.; τοὺς ἐξεληλυθότας Polyb.)
τοῦ πνεύματος ἀντιπερισπωμένου Plut. — с изменением направления ветра
См. также в других словарях:
χρηματίζω — ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α [χρῆμα, χρήματος] μέσ. χρηματίζομαι κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα νεοελλ. ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος») μσν. 1. καλώ, ονομάζω 2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή… … Dictionary of Greek
τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που … Dictionary of Greek
τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… … Hofmann J. Lexicon universale
ένεκα — και ένεκεν (AM ἕνεκα και ἕνεκεν Α και ποιητ. τύπος εἵνεκα και ιων. τύπος εἵνεκεν και εἵνεκε και αιολ. τύπος ἕννεκα και επιγρ. ἕνεκε και ἕνεκον) (πρόθεση) 1. δηλώνει τον λόγο για τον οποίο έγινε κάτι («ένεκα που έβρεχε δεν ξεκινήσαμε», «ένεκα… … Dictionary of Greek
αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek