-
81 συνερχομαι
(fut. σύνειμι, aor. 2 συνῆλθον)1) идти вместе(τινι и σύν τινι NT.)
ξύν τε δύ΄ ἐρχομένω Hom. — если мы вдвоем пойдем2) вместе приходить, одновременно прибывать(ἀπὸ τῶν πόλεων Thuc.; ἐκ τῶν ἀγρῶν Arph.; πρός τινα NT.)
3) сходиться, собираться, встречаться(εἰς μίαν νῆσον Xen.)
συνεληλυθότες ἄνδρες ἐς Κλεισθένους Arph. — собравшиеся у Клисфена мужи;σ. εἰς μάχην Plat. и ἐπὴ ἀγῶνα Dem. — сходиться для борьбы, вступать в бой;ἥ μάχη ὑπὸ τῶν πόλεων ξυνελθοῦσα Thuc. — борьба, завязавшаяся между государствами;εἰς ἓν συνελθεῖν Eur. — сойтись вместе, встретиться лицом к лицу;4) договариваться, тж. вступать в союз Dem.5) вступать в связь(γυναικί Xen.)
6) вступать в брак NT.7) спариваться(τὰ ἔντομα συνέρχεται Arst.)
8) примирятьсяοὐ ῥᾳδίως σ. Plut. — с трудом мириться друг с другом
9) присоединяться, принимать участиеτέν στρατείαν ξυνελθεῖν Thuc. — принять участие в походе;
τὸ λέχος τινὸς σ. Soph. — разделять чьё-л. ложе10) соединяться, сочетаться, сливаться(εἰς τωὐτό Her.; εἰς ἕν Arst.)
11) складываться, составлять в сумме12) сходиться (во времени), совпадать(τῆς τύχης οὕτω συνελθούσης Plut.)
ταῦτα πάντα συνελθόντα Her. — ввиду совпадения всех этих обстоятельств13) спадаться, закрываться, смыкатьсяσυνελθούσης τῆς γῆς Plut. — когда расселина в земле закрылась - см. тж. σύνειμι II
-
82 φυω
(impf. ἔφυου, fut. φύσω с ῠ, aor. 1 ἔφῡσα, aor. 2 ἔφῡν, pf. πέφῡκα, ppf. ἐπεφύκειν с ῠ; med. - с aor. 2 и pf. act., part. φύς, inf. φῦναι; pass.: fut. φυήσομαι, aor. 2 ἐφύην) тж. med.1) производить на свет, взращивать, (по)рождать, создавать(τί τινι Xen.; σοφοὺς υἱεῖς Plat.)
καρπὸν φ. Her. — приносить плод(ы);ὅ φύσας (πατήρ) Eur. — родитель, отец;οἱ φύσαντες Eur., Arph. — родители;φ. ποίην Hom. — покрываться травой;φ. φύλλα καὴ ὄζους Hom. — пускать листья и ветви;φ. πώγωνα Her. — обрастать бородой;γλῶσσαν μοῦνον θηρίων οὐκ ἔφυσε Her. — это - единственное животное, не имеющее языка;τοὺς ὀδόντας φύει Plat. — у него прорезываются зубы;φ. τὰ πτερά Arph. — оперяться, Plat. окрыляться;φ. σάρκα и σάρκας Plat. — обрастать плотью:φ. φρένας Soph. — становиться разумным, но тж. становиться надменным и одарять разумом (φ. ἀνθρώποις Soph.);φύσει πεφυκώς Plat. — врожденный;ἀνθρώπῳ πεφυκότι εἴη ῥᾷον … Xen. — природа человека такова, что ему легче …;τὰ φύσει πεφυκότα Lys. — то, что создано природой, естественный порядок вещей;πιστὸν νομίζειν τινὰ φύσει φύεσθαι Xen. — считать кого-л. честным по природе;σοφὸς πεφυκώς Soph. — будучи по природе умным;εἰ μέ κακὸς πέφυκα Soph. — если я не зол по природе;ὡς πέφυκε Xen. — естественным образом, как обычно бывает;ὡς οὐ πέφυκεν Plut. — сверх всякого обыкновения;πᾶσι θνατοῖς ἔφυ μόρος Soph. — смерть присуща всем смертным;οὔτω δέ τούτων πεφυκότων Plat. — ввиду так сложившихся обстоятельств;εὖ πεφυκέναι πρός τι Xen. и κατά τι Dem. — быть созданным для чего-л., иметь природную склонность к чему-л.;πεφύκασι ἄπαντες ἁμαρτάνειν Thuc. — ошибаться свойственно всем2) вырастать, расти, рождаться, возникать(ἀνδρῶν γενεέ ἥ μὲν φύει, ἥ δ΄ ἀπολήγει Hom.; ῥόδα φύεται αὐτόματα Her.; τὰ φυόμενα ἐκ τῆς γῆς Xen.)
σῖτον εὔχεσθαι καλὸν φύεσθαι Xen. — молиться, чтобы хлеб хорошо уродился;ἥ κεφαλέ θριξὴ πεφυκυῖα Diod. — поросшая волосами (косматая) голова;πεφυκέναι (тж. φῦναι) τινός, ἔκ и ἀπό τινος Trag., Xen., Plat. — родиться от кого-л., быть рожденным кем-л.;πρᾶγμα φυομένον ἐν τῇ Ἑλλάδι Xen. — то, что происходит в Элладе3) med. припадать, прижиматьсяἐν χείρεσσι φύοντο Hom. — они пожали друг другу руки;
οἱ φῦ χειρί Hom. — она схватила его за руку;ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες Hom. — закусив губы -
83 μοίρα
η1) доля, часть;νόμιμος μοίρα — законная доля;
μοίρα γης — участок земли, выпавший по жребию;
2) удел, жребий, доля, участь, судьба;καλή μοίρα — счастливая доля;
μαύρη μοίρα — горькая участь:
δεν έχω στον ήλιο μοίρα — быть обездоленным;
είναι της μοίρας μου — или τώχει η μοίρα μου — судьба моя такая;
3) (М.) богиня судьбы, Мойра;4) воен, дивизион; ба- тальон; мор. эскадра; ав. эскадрилья;(ναυτική) μοίρα — эскадра;
μοίρα αντιτορπιλλικών — дивизион эскадренных миноносцев, эсминцев;
μοίρα πυροβολικοί — артдивизион;
(αεροπορίας) — эскадрилья;μοίρα νοσοκόμων — санитарный батальон;
5) геогр. градус;6) перен. ступень, уровень, ряд;βάζω στην ίδια μοίρα — ставить на одну доску, на одну ступень;
θέτω τί, τινά εν ιση (μείζονι, ελάσσονι) μοίρα — ставить кого-что-л. на равную (более высокую, низкую) ступень;
§ δεν ξέρει τα δυό κακά της Μοίρας του он круглый невежда, он ничего не смыслит в этом деле
См. также в других словарях:
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Anaximander — otheruses4|the Pre Socratic philosopherInfobox Philosopher region = Western Philosophy era = Pre Socratic philosophy color = #B0C4DE image caption = Detail of Raphael s painting The School of Athens , 1510–1511. This could be a representation of… … Wikipedia
Anaximandre — Pour les articles homonymes, voir Anaximandre (homonymie). Anaximandre de Milet Philosophe occidental Antiquité … Wikipédia en Français
Anaximandre de Milet — Anaximandre Pour les articles homonymes, voir Anaximandre (homonymie). Détail de l École d Athènes de Raphaël, 1510 1511 … Wikipédia en Français
τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική … Dictionary of Greek
Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος … Deutsch Wikipedia
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… … Dictionary of Greek
ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek