-
1 θωρακισμένος
η, ο бронированный; броневой;θωρακισμένο αυτοκίνητο — бронеавтомобиль, броневик;
θωρακισμένο όχημα — бронетранспортёр;
θωρακισμένο τραίνο — бронепоезд
-
2 αυτοκίνητο(ν)
το автомобиль;(авто)машина;φορτηγό αυτοκίνητο(ν) — грузовик;
(τε)θωρακισμένο αυτοκίνητο(ν) — броневик;
υγειονομικό αυτοκίνητο(ν) — санитарная машина;
σεληνιακό αυτοκίνητο(ν) — луноход;
πηγαίνω (ταξιδεύω) με αυτοκίνητο(ν) — ехать (путешествовать) в автомобиле
-
3 αυτοκίνητο(ν)
το автомобиль;(авто)машина;φορτηγό αυτοκίνητο(ν) — грузовик;
(τε)θωρακισμένο αυτοκίνητο(ν) — броневик;
υγειονομικό αυτοκίνητο(ν) — санитарная машина;
σεληνιακό αυτοκίνητο(ν) — луноход;
πηγαίνω (ταξιδεύω) με αυτοκίνητο(ν) — ехать (путешествовать) в автомобиле
См. также в других словарях:
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
πυργίσκος — ο, ΝΜΑ μικρός πύργος, πυργίο νεοελλ. 1. μικρό διαμέρισμα τών πολεμικών πλοίων που μοιάζει με πύργο και περιλαμβάνει και προστατεύει τα πυροβόλα τού πλοίου, τα όργανα διεύθυνσης τής βολής καθώς και το προσωπικό που τά χειρίζεται 2. (σε υποβρύχιο)… … Dictionary of Greek
Greek cruiser Georgios Averof — Georgios Averof (Greek: Θ/Κ Γεώργιος Αβέρωφ ) is a Greek warship which served as the flagship of the Royal Hellenic Navy during most of the first half of the 20th Century. Although popularly known as a battleship ( θωρηκτό ), it is in fact an… … Wikipedia
Georgios Averoff (1910) — Geschichte Schiffstyp: Panzerkreuzer Schiffsklasse … Deutsch Wikipedia
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
θωρακίζω — (ΑΜ θωρακίζω) [θώραξ] οπλίζω κάποιον με θώρακα, ενισχύω κάποιον με θώρακα νεοελλ. 1. επενδύω κάτι με σιδερένιες πλάκες ή ελάσματα για να γίνει απρόσβλητο από τα βλήματα («θωρακισμένο αυτοκίνητο») 2. προστατεύω ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή μια… … Dictionary of Greek
παρατηρητήριο — Ειδική θέση από την οποία παρακολουθούνται οι κινήσεις και οι δραστηριότητες του εχθρού. Π. χρησιμοποιούνται σε όλες τις μορφές της μάχης και η τοποθεσία του ορίζεται από τον διοικητή. Όταν η επίθεση βρίσκεται σε εξέλιξη, το π. μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek
τριγλίδες — (Triglidae). Οικογένεια ψαριών της υποτάξης των σκορπαινοειδών, της τάξης των σκληροπαρειών. Περιλαμβάνει ψάρια με μεγάλο και τετράγωνο κεφάλι, τα πλάγια (μάγουλα) του οποίου είναι θωρακισμένα, καλύπτονται δηλαδή από στερεές οστέινες πλάκες. Το… … Dictionary of Greek
χρηματοκιβώτιο — το, Ν θωρακισμένο ερμάριο ασφαλείας για τη φύλαξη και την προστασία χρημάτων και άλλων κινητών αξιών, καθώς και πολύτιμων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + κιβώτιο. Η λ., στον λόγιο τ. χρηματοκιβώτιον, μαρτυρείται από το 1868 στον Δ.… … Dictionary of Greek