-
1 στάχυας
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στάχυας
-
2 ακρολογεω
-
3 τιλλω
(aor. pass. ἐτίλθην)1) щипать, вырывать(τρίχας Arst.; στάχυας NT.)
τ. κόμην и τίλλεσθαι χαίτας Hom. — рвать на себе волосы;τῖλαι τὸν στέφανον Theocr. — разорвать венок на части2) ( о хищных птицах) щипать, терзать(πέλειαν Hom.; αἰγυπιόν Her.)
ὑπό τινος τίλλεσθαι Arph. — быть жертвою чьих-л. преследований3) ощипывать(ἀηδόνα Plut.; λαγών Arph.)
τ. ἑαυτόν Arph. — щипать себя (за волосы), шутл. предаваться своим мыслям;4) ощипывать, обрывать(τὸ τᾶς χλαίνας κράσπεδον Theocr.; πλάτανον Plut.)
5) med. рвать на себе волосы, т.е. исступленно оплакивать(τινα Hom.)
-
4 ψωχω
См. также в других словарях:
στάχυας — στάχυς ear of corn masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχιος — α, ο (Α λόχιος, ία, ον, θηλ. και ίη) [λόχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στη λοχεία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λόχια τα εκκρίματα που αποβάλλονται από τη μήτρα κατά τη λοχεία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό… … Dictionary of Greek
τίλλω — ΝΜΑ 1. αποσπώ με βίαιο τρόπο τις τρίχες μου, μαδώ («πολιὰς δ ἄρ ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) τίλλομαι ξεριζώνω τις τρίχες τής κεφαλής μου ως… … Dictionary of Greek
ψώχω — και σώχω Α κατατρίβω, κονιορτοποιώ («καὶ ἔτιλλον οἱ μαθηταὶ αὐτοῡ τοὺς στάχυας καὶ ἤσθιον ψώχοντες ταῑς χερσί», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. ψη τού ψήω* / ψῆν «τρίβω», με ενεστ. επίθημα χω, δηλωτικό τού τέλους της πράξης (πρβλ.… … Dictionary of Greek