1 αυτοφορτος
(στείχων αὐ. τινι Aesch.)
(ὁλκάδες Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > αυτοφορτος
στείχων — στείχω walk pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)