-
1 στειλειον
τό топорище Hom. -
2 στειλειος
-
3 στελεον
-
4 εναραρισκω
1) (aor. ἐνῆρσα) прикреплять, прилаживать(σταθμούς Hom. - in tmesi)
2) (pf. ἐνάρηρα) быть прикрепляемым(στειλειὸν εὖ ἐναρηρός Hom.)
-
5 εναρηρως
См. также в других словарях:
στειλειόν — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειλειόν — τὸ, Α βλ. στελεόν … Dictionary of Greek
στειλειοῦ — στειλειόν neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειλειῷ — στειλειόν neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναραρίσκω — ἐναραρίσκω (Α) εναρμόζω, προσαρτώ, προσαρμόζω («στειλειόν... εὖ ἐναρηρός» στειλιάρι καλά προσαρμοσμένο, Όμ.) … Dictionary of Greek
στελεόν — και επικ. τ. στειλειόν, τὸ, Α η στελεά*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στελεά] … Dictionary of Greek
στειλειά — στειλειά̱ , στειλειή fem nom/voc/acc dual στειλειά̱ , στειλειή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) στειλειόν neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειλειῶν — στειλειή fem gen pl στειλειόν neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)