-
21 σοφία
-ας + ἡ N 1 8-19-10-113-104=254 Ex 31,3; 35,26.31.33.35cleverness, skill Jb 38,36; (speculative) wisdom Is 29,14; wisdom (as an advantage given to a certain pers.) Jer 9,22; wisdom (which God imparts to those who are close to him) 1 Kgs 5,9; wisdom (of God)Ps 50(51),8; wisdom (hypostasis and personification of the divine agent in creation) Wis 7,21ἀρχὴ σοφίας φόβος θεοῦ fear of the Lord is the beginning of wisdom Prv 1,7Cf. CAIRD 1969=1972 145-146; DODD 1954 130-131.217-218.242; LARCHER 1983, 173; LE BOULLUEC1989, 350; WEVERS 1990, 507; →LSJ RSuppl; NIDNTT; TWNT -
22 σοφία
[софиа] ουσ θ мудрость. -
23 σοφία
мудроcтГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > σοφία
-
24 σοφία
sagesse -
25 σοφία
mądrość (f) rzecz. -
26 σοφία
moudrost -
27 σοφία
wisdomΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σοφία
-
28 φιλο-σοφία
φιλο-σοφία, ἡ, Liebe zur σοφία (s. d. W.); bes. Liebe zur Gelehrsamkeit, zu den Wissenschaften, Beschäftigung damit; bes. wissenschaftliche Behandlung der Redekunst u. Dialektik, ἡ περὶ τοὺς λόγους Isocr. 4, 10; Ggstz ἐμπειρία 2, 35; οἱ περὶ τὴν φιλοσοφίαν διατρίβοντες Oratt. – Liebe zur Weisheit, Philosophie, von Sokrates an gebräuchlich, Plat. Phaedr. 239 b Gorg. 484 c; ἡ φιλοσοφία κτῆσις ἐπιστήμης Euthyd. 288 d. – Uebh. kunstgemäße Behandlung, Untersuchung nach gewissen Regeln u. Grundsätzen, wissenschaftliche Forschung, auch im plur., ἐν ταῖς φιλοσοφίαις πολὺν χρόνον διατρίψαντες Plat. Theaet. 172 c.
-
29 ψευδο-σοφία
ψευδο-σοφία, ἡ, falsche Weisheit, Philostr.
-
30 κενο-σοφία
κενο-σοφία, ἡ, leere, eingebildete Weisheit.
-
31 δοκησι-σοφία
δοκησι-σοφία, ἡ, Weisheitsdünkel, Plat. bei Poll. 4, 9.
-
32 δοξο-σοφία
δοξο-σοφία, ἡ, Scheinweisheit; Plat. Phil. 49 a Soph. 231 b u. Sp.
-
33 θεο-σοφία
-
34 αὐτο-σοφία
αὐτο-σοφία, ἡ. die Weisheit selbst, K. S. als Eigenschaft Gottes.
-
35 ἀ-σοφία
-
36 ἀ-φιλο-σοφία
ἀ-φιλο-σοφία, ἡ, Verachtung der Philosophie, Plat. Def. p. 415 e.
-
37 ἀντι-φιλο-σοφία
ἀντι-φιλο-σοφία, ἡ, philosophische Gegenpartei, Sp.
-
38 allamelik
σοφία -
39 sagesse
σοφία -
40 moudrost
σοφία
См. также в других словарях:
σοφία — σοφίᾱ , σοφία cleverness fem nom/voc/acc dual σοφίᾱ , σοφία cleverness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις … Dictionary of Greek
σοφίᾳ — σοφίαι , σοφία cleverness fem nom/voc pl σοφίᾱͅ , σοφία cleverness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφία — η 1. ιδιότητα του σοφού, ορθοφροσύνη: Αντιμετώπισε με σοφία το ζήτημα. 2. πολυγνωσία, πολυμάθεια: Θαύμαζε τον καθηγητή του για τη σοφία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σοφία Σολομώντος — Ένα από τα λεγόμενα δευτεροκανονικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Αποτελείται από τρία μέρη. Το πρώτο αναφέρεται στην ψεύτικη σοφία του κόσμου αυτού, στο δεύτερο, ο άγνωστος συγγραφέας του έργου, συμβουλεύει στο όνομα του Σολομώντα τους βασιλιάδες … Dictionary of Greek
Σοφία, Αλεξέγιεβνα — Τσαρίνα της Ρωσίας, κόρη του τσάρου της Μόσχας Αλέξιου Μιχαήλοβιτς και ετεροθαλής αδελφή του Μεγάλου Πέτρου (1657 1704). Μετά τον θάνατο του αδελφού της τσάρου Θεόδωρου Γ’, στο θρόνο της Ρωσίας ανέβηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Πέτρος, μιας και ο… … Dictionary of Greek
Σοφία Σειράχ — Βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, που γράφτηκε το 190 π.Χ. Συγγραφέας του, σύμφωνα με τον πρόλογο του, είναι ο Ιησούς, γιος του Σειράχ, Ιεροσολημίτης. Το βιβλίο γράφτηκε στην εβραϊκή, αλλά ένας ανιψιός του συγγραφέα, το μετέφρασε στην ελληνική για… … Dictionary of Greek
Αγία Σοφία — I Ο ονομαστός βυζαντινός ναός της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση μετατράπηκε σε τζαμί και τώρα είναι μουσείο. Η Α.Σ. είναι ένα από τα λαμπρότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του χριστιανισμού και η οικοδόμησή της, σύμφωνα με μια παράδοση,… … Dictionary of Greek
Βέμπο, Σοφία — (Καλλίπολη Θράκης 1910 – Αθήνα 1978).Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της τραγουδίστριας και ηθοποιού Σοφίας Μπέμπου. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της το 1919 στον Βόλο. Πρωτοεμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη και, πολύ σύντομα, επιβλήθηκε στο ευρύ κοινό με… … Dictionary of Greek
Λόρεν, Σοφία — (Sofia Loren, Ρώμη 1934 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Ιταλίδας ηθοποιού του κινηματογράφου Σοφία Βιλάνι Τσικολόνε (Sofia Villani Scicolone). Έζησε τα παιδικά και νεανικά της χρόνια στη Νάπολη, αντιμετωπίζοντας σοβαρά οικονομικά προβλήματα,… … Dictionary of Greek
Αντωνιάδου, Σοφία — (Πειραιάς 1895 – 1972). Φιλόλογος, βυζαντινολόγος και ιστορικός. Σπούδασε και ειδικεύτηκε σε φιλολογικά θέματα στο πανεπιστήμιο του Παρισιού. Υπήρξε διαδοχικά καθηγήτρια της έδρας πρωτοχριστιανικής, μεσαιωνικής και ελληνικής γλώσσας και… … Dictionary of Greek