Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(σκόπελοι

См. также в других словарях:

  • σκόπελοι — σκόπελος lookoutplace masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αμαρίδες — Σκόπελοι στον δίαυλο Πάρου και Νάξου, νότια των υφάλων Τσάπμαν. Εκτείνονται περίπου μισό μίλι. Πριν από την τοποθέτηση φάρου στο ακρωτήριο Κράτζι της Πάρου αποτελούσαν μεγάλο κίνδυνο για τα πλοία και είχαν σημειωθεί εκεί πολλά ναυάγια …   Dictionary of Greek

  • Κυανέες — I Αρχαία πόλη της Λυκίας, η οποία επιβίωσε και κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο. Ερείπια της πόλης βρέθηκαν κοντά στο σημερινό χωριό Γιαχού. Στην πόλη υπήρχε μαντείο του Θυρξέως Απόλλωνα, στο οποίο ανάβλυζε πηγή, σύμφωνα με πληροφορίες του… …   Dictionary of Greek

  • MELANTHH — scopuli maris Ionii circa Samum. Strabo. Fornelli Bordoni. Furni Nigro. Lege Melanthii. Ita enim eos vocat Apollon. Argon. l. 4. uti videre est in his. Ἵκεο πέτρας ῾Πίμφα Μελαντίους ἀριήκοος, αἵ τ᾿ ενὶ πόντῳ ῟Ηνται. Ubi Scholiast. Μελάντιοι δὲ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Συμπληγάδες — οι / Συμπληγάδες, αἱ, ΝΜΑ, και στον εν. συμπληγάς, άδος Α (με ή χωρίς τη λ. πέτρες, πέτραι) δύο ψηλοί κάθετοι και απότομοι σκόπελοι που δημιουργούσαν ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα και οι οποίοι, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, άλλοτε προσέγγιζαν ο… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • αβαθής — ές (Α ἀβαθής, ές) [βάθος] ο χωρίς μεγάλο βάθος, ρηχός νεοελλ. αυτός που δεν έχει βάθος σκέψης, επιπόλαιος, κούφος. αβαθή, τα (κν. ρηχά νερά) όρος τής ναυτιλίας και τής υδρογραφίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι ανωμαλίες τού πυθμένα τής… …   Dictionary of Greek

  • κύνουρα — κύνουρα, τὰ (Α) πέτρες τής θάλασσας, σκόπελοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + οὐρά] …   Dictionary of Greek

  • χοιράς — άδος, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) στον πληθ. οι χοιράδες και αἱ χοιράδες εξόγκωση και σκλήρυνση τών αδένων τού λαιμού («αὐτὸν δὲ τὸν Βατίνιον ἔχοντα χοιράδας ἐν τῷ τραχήλῳ», Πλούτ.) αρχ. 1. ως επίθ. αυτή που μοιάζει με χοίρο ή με τα νώτα χοίρου («χοιράδες …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»