-
1 σημείων
знаменийзнаменияΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σημείων
-
2 διακρισις
- εως ἥ1) разделение, разложение(σύγκρισις καὴ δ. Plat., Arst.)
2) лощина, ущелье(διακρίσεις βαθεῖαι Xen.)
3) разбор, решениеοἱ δεόμενοι διακρίσεως Xen. — тяжущиеся стороны4) спор, разногласие(τῶν ἀνδρῶν πρὸς ἀλλήλοις Polyb.)
5) различение(διακρίσεως ἄξια γένη Plat.)
6) (ис)толкование(σημείων Diod.)
7) выделение, испарение(καπνώδης Arst.)
-
3 ενθυμημα
1) мысль, размышление, рассуждение(τῇ λέξει καὴ τοῖς ἐνθυμήμασιν Isocr.)
2) (новая) мысль, выдумка, замысел, план(τὸ μέν ἐ. χαρίεν, τὸ δ΄ ἔ. ἀδύνατον Xen.)
3) указание, наставление(ἀπό τινος Soph.)
4) довод, доказательство, признак5) лог. (тж. συλλογισμὸς ῥητορικός Arst.) энтимема, риторическое, т.е. предположительное умозаключение(ἐ. ἐστι συλλογισμὸς ἐξ εἰκότων ἢ σημείων Arst.)
6) лог. энтимема, умозаключение от противного (ex contrariis conclusa, quae enthymemata appellant Cic.)7) поздн., лог. энтимема, неполный силлогизм (syllogismus imperfectus) -
4 επιβολη
ἥ1) накидывание, набрасывание(ἱματίων Thuc.)
2) забрасывание, закидывание(χειρῶν σιδηρῶν ἐπιβολαί Thuc.)
3) прикладывание(σημείων ἐπιβολαί Luc.)
4) приложение, обращение(τῆς διανοίας Epicur. ap. Diog.L.)
5) кладка, слой, ряд(ἐπιβολαὴ τῶν πλίνθων Thuc.; sc. τῶν δοκῶν Diod.)
βυρσῶν ἐπιβολαί Luc. — сшитые из шкур паруса6) обложение, налог(βαρυνόμενοι ταῖς ἐπιβολαῖς Polyb.)
7) набор, мобилизация (sc. τῶν στρατιωτῶν Polyb.)8) пеня, штрафἐπιβολὰς ἐπιβάλλειν Lys., Xen. или ψηφίζεσθαι Arph. — облагать штрафами
9) замысел, намерение(ἐπιβολέν ἐκφροντίζειν Thuc.)
ἥ ἐ. τῆς ἱστορίας Polyb. — намерение написать историю;ἐξ ἐπιβολῆς Lys., Diod. — преднамеренно, предумышленно10) обхватывание, обхват(αἱ παλαιόντων ἐπιβολαί Plut.)
11) натиск, напор, вторжение(τῆς θαλάσσης Plut.)
12) нападение, набег Polyb., Plut. -
5 σημειον
ион. σημήϊον τό1) отличительный (при)знак, эмблема(ἐν ταῖς ναυσίν Arph.)
ἐπὴ τὰς ἀσπίδας τὰ σημήϊα ποιέεσθαι Her. — снабдить щиты эмблемами;ἥ τρίαινα σ. θεοῦ Aesch. — трезубец, эмблема бога ( Посидона)2) значок, отметка3) след(θηρός Soph.)
τὰ σημεῖα τῆς καταβάσεως Xen. — следы сошествия (Геракла в царство теней)4) (верный) признак, примета, доказательство, доводφανερόν τι σημείοις καταστῆναι Thuc. — привести ясные доказательства в пользу чего-л.;
ὡς ἄξιος τῆς βασιλείας ἐδόκει εἶναι, τάδε τὰ σημεῖα Xen. — вот доказательства того, что (Агесилай) оказался достойным царской власти5) знамение(τοῦ θεοῦ Xen., Plat.)
6) знак Зодиака, созвездие(πρῶτα δύεται σημεῖα Eur.)
7) условный знак, сигнал(ἀπὸ σημείου Thuc., Xen.; τὸ σ. τοῦ πυρός Thuc.)
τὰ σημεῖα αἴρειν Thuc. — поднять сигналы (к бою);ὕστερος ἐλθεῖν τοῦ σημείου Arph. — прийти после сигнала (о закрытии), т.е. опоздать8) отпечаток(δακτυλίων σημεῖα Plat.)
9) знамя, флаг, флажок(τὸ σ. τῆς στρατηγίδος Her.)
10) межевой знакἔξω τῶν σημείων Xen., Dem. — вне пределов
11) печать(γράμμασι σημεῖα ἐπιβάλλειν Plat.)
12) скорописный (стенографический) значок Plut.13) математическая точка(σημεῖα καὴ γραμμαί Arst.)
14) момент(σ. χρονου Arst.)
См. также в других словарях:
σημείων — σημεί̱ων , σημεῖον mark neut gen pl σημειόω mark imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σημειόω mark imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek
έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… … Dictionary of Greek
καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
παραστατική γεωμετρία — Το σύνολο των γεωμετρικών μεθόδων για την παράσταση σχημάτων του χώρου στο επίπεδο. Η παράσταση είναι τέτοια, ώστε να επιτρέπει την αντίληψη του ίδιου του σχήματος και την (έμμεση) μελέτη των ιδιοτήτων του. Από τις μεθόδους της π.γ. θα αναφερθούν … Dictionary of Greek
АРИСТОНИК — • Aristonīcus, Άριστόνικος, 1. марафонец, оратор и государственный человек, современник Демосфена, вместе с Гиперидом (см. Hyperides, Гиперид), по приказанию Антипатра, был казнен в 322 г. до Р. X.; 2. жестокий тиран… … Реальный словарь классических древностей