-
81 ζυγοφορος
-
82 θυμικος
31) отважный, смелый(ζῷα, οἷον κύων Arst.)
2) пылкий, страстный(θ. καὴ ὀξύθυμος Arst.; βαρὺς καὴ θ. Polyb.)
3) ретивый, горячий(πῶλος θ. καὴ γοργός Plut.)
-
83 καλλιπωλος
-
84 κεντροραγης
-
85 κλυτοπωλος
-
86 κορωνιαω
1) изгибать, загибатьсяκορωνιόωντα (v. l. κορυνιόεντα) πέτηλα Hes. — изогнутые листья
2) высоко держать голову(ὅ πῶλος κορωνιῶν Anth.)
3) гордиться, чваниться(πρός τινα Polyb.)
-
87 κριθαω
-
88 κωδωνοφαλαροπωλος
2(ирон. подражание словообразованию у трагиков) правящий конями, чья сбруя увешана колокольчиками(Κύκνοι καὴ Μέμνονες Arph.)
-
89 λευκοπωλος
-
90 μοναμπυξ
-
91 μονοπωλος
-
92 νεοδμης
-
93 νεοζυγης
-
94 ουριοω
распускать по ветру:(ὅ πῶλος) ἐθείρας οὐρίωκεν ἐς δρόμον Anth. конь на бегу распустил гриву по ветру
-
95 Πειρηναιος
-
96 ταχυπωλος
-
97 τριπωλος
-
98 τροχηλατος
21) движущийся на колесах(σκηναί Aesch.; δίφροι Soph.; ἀπήνη Luc.)
2) изборожденный колесами(τρίοδος Aesch.)
3) влекомый колесницей4) влекущий, т.е. впряженный в колесницу(πῶλος Eur.)
5) кружащий колесом, т.е. не дающий покоя, преследующий(μανία Eur.)
6) обработанный или выделанный на гончарном круге(λύχνος Arph.)
-
99 φορβας
-
100 χειροηθης
21) прирученный, ручной, смирный(κροκόδειλος Her.; πῶλος Xen.; λέων Diod.; χειριήθη τινὰ ποιεῖν ἑαυτῷ Dem.)
2) привыкший, освоившийся(τοῖς πόνοις Plut.)
χ. τῇ ὕβρει Luc. — привыкший сносить обиды3) привычный, обычныйτὰ φαινόμενα δεινὰ ποιεῖσθαι τῇ διανοίᾳ χειριήθη Plut. — освоиться с тем, что казалось страшным;
τὰ ὅπλα τοῖς σώμασιν ἐγένοντο χειροήθη καὴ κοῦφα Plut. — оружие становилось удобным и легким
См. также в других словарях:
Πῶλος — foal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῶλος — foal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πώλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ακραγαντίνος σοφιστής και διδάσκαλος της ρητορικής, μαθητής του μεγάλου σοφιστή Γοργία. Αναφέρεται συχνά στους πλατωνικούς διαλόγους. Έγραψε την Τέχνη, ποίημα ρητορικό, γενεαλογία των Ελλήνων που είχαν πάρει μέρος… … Dictionary of Greek
Δακὼν δὲ στόμον ὡς νεοζυγὴς πῶλος. — См. Удила закусывать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πώλω — Πῶλος foal masc nom/voc/acc dual Πῶλος foal masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πῶλε — Πῶλος foal masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῶλε — πῶλος foal masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πῶλοι — Πῶλος foal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῶλοι — πῶλος foal masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πῶλον — Πῶλος foal masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῶλον — πῶλος foal masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)