Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(πόνοι

  • 1 область

    о́блас||ть
    ж
    1. ἡ περιοχή·
    2. (зона распространения чего-л.) ἡ περιοχή, ἡ ζώνη:
    \область вечной мерзлоты ἡ κατεψυγμένη ζώνη·
    3. (отрасль знаний, деятельности и т. п.) ὁ τομέας [-εύς], ὁ κλάδος:
    успехи в \областьти... ἐπιτυχίες στον τομέα...·
    4. анат. ἡ χώρα, τό μέρος τοῦ σώματος:
    боли в \областьти печени πόνοι στό σηκώτι, πόνοι είς τήν χώραν τοῦ ήπατος.

    Русско-новогреческий словарь > область

  • 2 схватка

    θ.
    1. σύγκρουση, συμπλοκή-πιάσιμο• άρπαγμα•

    рукопашная схватка πιάσιμο στα χέρια, μάχη σώμα με σώμα.

    || (αθλτ.) λαβή πάλης. || λογομαχία, λογοτριβή, αντεγκλίσεις.
    2. πλθ. схваткаи πόνοι, σφάχτης• σπασμοί•

    родовые -и οι πόνοι του τοκετού•

    схватка матки υστεραλγία, υστερόπονοι•схваткаи в животе σφάχτες στην κοιλιά, δυνατοί κοιλόπονοι.

    3. συνδετήρας, συνδέτης• πιάστρα.

    Большой русско-греческий словарь > схватка

  • 3 схватки

    мед. οι ωδίνες (πλ.)
    родовые - του τοκετού, οι πόνοι του τοκετού

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > схватки

  • 4 мука

    му́к||а I ж τό βάσανο[ν], ὁ πόνος, ἡ ταλαιπωρία:
    \мукаи творчества τά βάσανα τής δημιουργίας· родовые \мукаи οἱ ὠδίνες (или ὁ£ πόνοι) τοῦ τοκετοῦ· \мукаи голода τά βάσανα τής πείνας· ◊ хождение по \мукаам πορεία γεμάτη βάσανα.
    мука́ II ж τό ἀλεύρι, τό ἄλευρον / ἡ φα-ρίνα (тк. пшеничная)/ τό ἄμυλο[ν], ὁ νισεστές (картофельная):
    ржаная \мука τό ἀλεΰρι σίκαλης· ◊ перемелется, \мука бу́дет поел. ὀλα μέ τόν καιρό θά γίνουν.

    Русско-новогреческий словарь > мука

  • 5 родовой

    родов||ой I
    прил
    1. этн. τοῦ γένους:
    \родовой строй ἡ κοινωνία τοῦ γένους·
    2. биол. γενικός, ἀφορών τό γένος·
    3. (наследственный) κληρονομικός, πατρογονικός:
    \родовойо́е имение τό πατρογονικό κτήμα·
    4. грам.:
    \родовойое оконча́ние ἡ κατάληξη τοῦ γένους.
    родов||ой II
    прил мед. τοῦ τοκετοῦ:
    -\родовойые схватки οἱ ὠδΐνες τοῦ τοκετού, οἱ πόνοι τής γέννας.

    Русско-новогреческий словарь > родовой

  • 6 схватки

    схватки
    мн. (о приступах боли) ὁ σπασμός, ὁ πόνος:
    родовые \схватки οἱ πόνοι τής γέννας.

    Русско-новогреческий словарь > схватки

  • 7 labour

    ['leibə] 1. noun
    1) (hard work: The building of the cathedral involved considerable labour over two centuries; People engaged in manual labour are often badly paid.) σκληρή εργασία
    2) (workmen on a job: The firm is having difficulty hiring labour.) εργατικό δυναμικό, εργάτες
    3) ((in a pregnant woman etc) the process of childbirth: She was in labour for several hours before the baby was born.) τοκετός, πόνοι γέννας
    4) (used (with capital) as a name for the Socialist party in the United Kingdom.) το Εργατικό Κόμμα
    2. verb
    1) (to be employed to do hard and unskilled work: He spends the summer labouring on a building site.) εργάζομαι σκληρά, αγκομαχώ
    2) (to move or work etc slowly or with difficulty: They laboured through the deep undergrowth in the jungle; the car engine labours a bit on steep hills.) δυσκολεύομαι, πασχίζω
    - laboriously
    - laboriousness
    - labourer
    - labour court
    - labour dispute
    - labour-saving

    English-Greek dictionary > labour

  • 8 схватки

    [σχβάτκι] ουσ. πληθ. σπασμός, οι πόνοι της γέννας

    Русско-греческий новый словарь > схватки

  • 9 схватки

    [σχβάτκι] ουσ πληθ σπασμός, οι πόνοι της γέννας

    Русско-эллинский словарь > схватки

  • 10 ревматический

    επ.
    ρευματικός•

    -ие боли οι ρευματικοί πόνοι.

    Большой русско-греческий словарь > ревматический

  • 11 родовой

    επ.
    1. του γένους, των γενών•

    -ое общество η κοινωνία των γενών.

    || του είδους.
    2. κληρονομικός•

    -ое имение κληρονομικό (προγονικό) κτήμα.

    || ευγενούς καταγωγής, σοϊλήδικος•

    -ая знать η αριστοκρατία.

    3. συγγενικός, της συγγένειας.
    4. (ϊΡαμμ•) του γένους•

    -ые окончания οι καταλήξεις του γένους (αρσενικού, θηλυκού, ουδέτερου).

    επ.
    του τοκετού•

    -ые муки οι πόνοι (ωδινες) του τοκετού.

    Большой русско-греческий словарь > родовой

  • 12 Away

    adv.
    P. and V. ἐκποδών.
    Far off: Ar. and P. πόρρω, V. πρόσω, πόρσω; see Far.
    Be away: P. and V. πεῖναι.
    Be from home: P. and V. ἐκδημεῖν, Ar. and P. ποδημεῖν; see be abroad, under Abroad.
    Do away with: P. and V. φαιρεῖν (acc.), see Remove, Abolish.
    Make away with: P. and V. πεξαιρεῖν (acc.), φανίζειν (acc.).
    ——————
    interj.
    Ar. and V. ἔρρε, V. ἔρροις (opt.), Ar. παγε.
    Away with labours: V. χαιρόντων πόνοι (Eur., H.F. 575).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Away

  • 13 Sorrow

    subs.
    Grief: P. and V. λυπή, ἡ, να, ἡ, Ar. and V. ἄλγος, τό, χος, τό, V. δύη, ἡ, πῆμα, τό, πημονή, ἡ, οἰζς, ἡ, πένθος, τό (in P. outward signs of mourning), P. ταλαιπωρία, ἡ.
    Sorrows, troubles: P. and V. κακ, τά, πθη, τά, παθήματα, τά, V. δύσφορα, τά, πήματα, τά, πημοναί, αἱ, Ar. and V. πόνοι, οἱ; see Troubles (Trouble).
    Free from sorrow, adj.: V. πήμων, πενθής.
    With sorrow should I see them drunk with wine: V λυπρῶς νιν εἰσίδοιμʼ ἂν ἐξῳνωμένας (Eur., Bacch. 814).
    To your sorrow then shall you lay hands on them: P. κλάων ἄρʼ ἅψει τῶνδε (Eur., Heracl. 270).
    Repentance: P. and V. μεταμέλεια, ἡ (Eur., frag.), P. μετάνοια, ἡ, μετάμελος, ὁ, V. μετάγνοια, ἡ.
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. πενθεῖν, ὀδρεσθαι, ποδρεσθαι; see Lament.
    Be grieved: P. and V. λυπεῖσθαι, ἀνιᾶσθαι, V. ἀλγνεσθαι, Ar. and V. τείρεσθαι, πημαίνεσθαι (rare P.); see Grieve.
    Sorrow over: see Lament.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sorrow

  • 14 Tribulation

    subs.
    P. and V. κακόν, τό, δυσπραξία, ἡ, γών, ὁ, Ar. and V. πόνοι, οἱ; see Trouble.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tribulation

  • 15 Trouble

    subs.
    Anxiety: P. and V. φροντς, ἡ, Ar. and V. μέριμνα, ἡ, V. σύννοια, ἡ, μέλημα, τό, ὄτλος, ὁ.
    Distress: P. and V. λύπη, ἡ, ἀχθηδών, ἡ, να, ἡ.
    Sorrow: P. ταλαιπωρία, ἡ, Ar. and V. πόνος, ὁ, χος, τό, V. πῆμα, τό, ἆθλος, ὁ, πημονή, ἡ, δύη, ἡ, οἰζς, ἡ.
    Bother: P. and V. ὄχλος, ὁ, δυσχέρεια, ἡ, Ar. and P. πράγματα, τά.
    Free from trouble, adj.: V. πήμων, πενθής.
    You would have been free from all subsequent troubles: P. πάντων τῶν μετὰ ταῦτʼ ἂν ἦτε ἀπηλλαγμένοι πραγμάτων (Dem. 11).
    Labour, effort: P. and V. πόνος, ὁ, Ar. and V. μόχθος, ὁ, V. ἆθλος, ὁ, κματος, ὁ.
    Without trouble: P. ἀκονιτί, ἀπόνως, V. μοχθ, P. and V. ἀπραγμόνως (Eur., frag.).
    With little trouble: V. βραχεῖ σὺν ὄγκῳ.
    Take trouble, v.: P. and V. σπουδάζειν; see take pains, under Pains (Pain).
    Difficulty doubt: P. and V. πορία, ἡ.
    met., of sickness: P. πόνος, ὁ (Thuc. 2, 49), or use P. and V. τὸ κακόν.
    Cause trouble, v.: Ar. and P. πράγματα παρέχειν, P. παραλυπεῖν; see trouble, v.
    Be in trouble: P. and V. πορεῖν, μηχανεῖν (rare P.), P. κακοπαθεῖν.
    Be troubled: P. and V. πονεῖν, κάμνειν.
    Get oneself into trouble: P. εἰς κακὸν αὑτὸν ἐμβάλλειν (Dem. 32).
    Zeal, energy: P. and V. σπουδή, ἡ.
    Troubles, difficulties: P. and V. κακ, τά, πθη, παθήματα, τά, P. τὰ δυσχερῆ, τὰ ἄπορα, V. τἀμήχανον, τὰ δύσφορα, τὰ δυσφόρως ἔχοντα, μοχθήματα, τά, παθαί, αἱ, Ar. and V. πόνοι, οἱ.
    Disturbance: P. ταραχή, ἡ, V. ταραγμός, ὁ, τραγμα, τό.
    ——————
    v. trans.
    Disturb: P. and V. ταράσσειν, θράσσειν (Plat. but rare P.), ὄχλον παρέχειν (dat.), Ar. and P. ἐνοχλεῖν (acc. or dat.), πράγματα παρέχειν (dat.), V. ὀχλεῖν, Ar. and V. στροβεῖν, κλονεῖν, P. διοχλεῖν.
    Distress: P. and V. λυπεῖν, νιᾶν, Ar. and P. ποκναίειν; see Distress.
    I do not trouble: P. and V. οὔ μοι μέλει.
    Trouble about: P. and V. σπουδάζειν περ or πέρ (gen.), φροντίζειν (gen.), P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, V. σπουδὴν ἔχειν (gen.).
    Not to trouble about: use disregard.
    Be troubled, be in doubt: P. and V. πορεῖν, μηχανεῖν (rare P.).
    Be distressed: P. and V. κάμνειν, βαρύνεσθαι, πονεῖν; see under Distress.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trouble

  • 16 Woe

    subs.
    P. and V. πθος, τό. πθημα, τό, λύπη, ἡ, να, ἡ; see Sorrow.
    Woes, troubles: P. and V. κακ, τά, P. τὰ δυσχερῆ, V. τὰ δύσφορα, τὰ δυσφόρως ἔχοντα, Ar. and V. πόνοι, οἱ; see Trouble.
    ——————
    interj.
    P. and V. φεῦ, οἴμοι, παπαῖ, ἰοῦ, Ar. and V. αἰαῖ, ἰώ.
    Woe for: P. and V. φεῦ (gen.), Ar. and V. οἴμοι (gen.), V. ἰώ (gen.).
    Cry woe, v. intrans.: Ar. and V. οἰμώζειν, V. φεῦξαι ( 1st aor. of φεύζειν), αἰάζειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Woe

См. также в других словарях:

  • πονοῖ — πονέω work hard pres opt act 3rd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόνοι — πόνος work masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόνου μεταλλαχθέντος οἱ πόνοι γλυκεῖς. — См. После дела и гулять хорошо …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δυσπαρευνία — Πόνοι που είναι αισθητοί στην είσοδο ή λίγο βαθύτερα στον κόλπο, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Διακρίνεται σε επιφανειακή και βαθιά δ. Κατά την πρώτη, ο πόνος εντοπίζεται στην είσοδο του κόλπου και μπορεί να οφείλεται σε φλεγμονή,… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Eta — Eta Inhaltsverzeichnis 1 Ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄρτυμα …   Deutsch Wikipedia

  • μυοσκελετικό σύστημα — Αποτελείται από το σκελετό, τους σκελετικούς μυς, τους τένοντές τους, τις αρθρώσεις και τους συνδέσμους. Ο σκελετός είναι η υποδομή και το στήριγμα του σώματος. Οι αρθρώσεις μεταξύ των οστών επιτρέπουν τις κινήσεις, που ξεκινούν από τις συσπάσεις …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Heracles — Herakles oder Herkules (griechisch Ἡρακλῆς – Hēraklēs: „Der, der sich an Hera Ruhm erwarb“, lateinisch Hercules) ist ein für seine Stärke berühmter allgriechischer Nationalheros, dem göttliche Ehren zukamen und der in den Olymp aufgenommen wurde …   Deutsch Wikipedia

  • Herakles — oder Herkules (griechisch Ἡρακλῆς – Hēraklēs: „Der, der sich an Hera Ruhm erwarb“, lateinisch Hercules) ist ein für seine Stärke berühmter altgriechischer Nationalheros, dem göttliche Ehren zukamen und der in den Olymp aufgenommen wurde …   Deutsch Wikipedia

  • εξαναισχυντώ — ἐξαναισχυντῶ, έω (Μ) [αναισχυντώ] 1. γίνομαι αναίσχυντος, ξεδιάντροπος 2. μτφ. γίνομαι υπερβολικός, περισσεύω («οἱ πόνοι ἐξηναισχύντησαν» οι πόνοι έγιναν πολλοί, περίσσεψαν, Γλυκάς) …   Dictionary of Greek

  • κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»