-
1 πόλεμοι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πόλεμοι
-
2 αποστασις
- εως ἥ1) отдаление, расстояние(τινος ἀπό τινος Xen.; ἀφεστάναι τῇ αὐτῇ ἀποστάσει Plat.)
ἐξ ἀποστάσεως и ἐν ἀποστάσει Polyb. — на расстоянии2) различие, разница(τινος πρός τι Plut.)
3) отложение, отпадение(τινος Thuc. и ἀπό τινος Her.)
4) прекращение(ἥ ἀφασία ἀ. ἐστι τῆς φάσεως Sext.)
ἀ. βίου Eur. — кончина, смерть;ἀ. κτημάτων Dem. — утрата имущества5) восстание(ἀποστάσεις καὴ πόλεμοι Plut.)
-
3 γυναικοποινος
-
4 εκδημος
21) находящийся вне (своей) страны, уехавший за границуὅταν ἔ. ᾖ Xen. — пока он в отъезде;
ἔ. ὢν τῆσδε τυγχάνει χθονός Eur. — он уехал из этой страны;ἔ. φυγή Eur. — изгнание из родной страны2) иноземный(ἔξοδος Thuc.)
3) ведущийся за рубежом(πόλεμοι Plut.)
-
5 επαλληλος
2 и 31) следующий непосредственно за другим, тесно примыкающий(φάλαγξ Polyb.; πόλεμοι Plut.)
2) взаимныйμόρον κοινὸν κατειργάσαντο ἐπαλλήλοιν (v. l. ἐπ΄ ἀλλήλοιν) χεροῖν Soph. — (Этеокл и Полиник) убили друг друга
-
6 πολεμος
эп. тж. πτόλεμος ὅ1) сражение, битва(πόλεμοί τε μάχαι τε Hom.)
2) войнаπόλεμον πολεμεῖν Xen. — вести войну;
ὅ τῶν βαρβάρων π. Thuc. — война против варваров3) спор, вражда(πρὸς ἀλλήλους π. Plat.)
4) кара, возмездие(ὅ π. θεῶν Xen.)
-
7 πυργοδαικτος
-
8 Σαρματικος
-
9 στασις
1) расстановка, устанавливание(τῶν δικτύων Xen.; τῶν κλιμάκων Polyb.)
2) стояние на месте, неподвижность, покой(κίνησις καὴ σ. Arst.)
σ. μελῶν Arph. = τὸ στάσιμον 13) остановкаστάσιν λαμβάνειν Polyb. — останавливаться
4) место стояния, стоянкаἔχειν στάσιν Her. — занимать позицию;
τῆς στάσεως παρασύρειν τὰς δρῦς Arph. — срывать дубы с места5) стойлоσ. ἵππων Eur. — конюшня
6) осанка, вид, внешность(ἥ Ἰνοῦς σ. Eur.)
ἐν τῇ καλλίονι στάσει ὤν Plat. — более красивый с виду7) положение, состояниеἡ σ. τῶν ὡρέων Her. — порядок времен года;
ἥ σ. τῆς μεσαμβρίης Her. — юг;μειρακιώδης σ. Polyb. — юность, юношеский характер8) точка зрения, (философское) направление(ἥ Καρνεάδου σ. Plut.)
9) политическая группировка, партия Her., Thuc.10) восстание, мятеж, раздор(πόλεμοι καὴ στάσεις Plut.; τὰς στάσεις ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Isocr.; στάσει νοσοῦσα πόλις Eur.)
σ. γλώσσης Soph. — пререкания, спор11) несогласие, расхождение(τῇ γνώμῃ Thuc.)
οὐκ ἔνι (= ἔνεστι) σ. Aesch. — разногласия нет12) бушевание(ἀνέμου Polyb.)
σ. ἀντίπνους Aesch. — встречный ветер;ἐτησίων στάσιν ἐχόντων Polyb. — когда непрерывно дуют этесийские ветры13) толпа, народ(σ. ἀκόρετος Aesch.)
См. также в других словарях:
πολεμοῖ — πολεμέω to be at war pres opt act 3rd sg (attic epic doric) πολεμόω make hostile pres ind mp 2nd sg πολεμόω make hostile pres opt act 3rd sg πολεμόω make hostile pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεμοι — πόλεμος war masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεσσηνιακοί πόλεμοι — Πόλεμοι με τους οποίους οι Σπαρτιάτες εξασφάλισαν την κυριαρχία τους στη Μεσσηνία. H σύγχρονη ιστοριογραφία, μεταβάλλοντας λίγο τις χρονολογίες που παραθέτει η αρχαία παράδοση, υποστηρίζει ότι ο πρώτος από αυτούς διεξήχθη στα τέλη του 8ου αι. (ή… … Dictionary of Greek
ρωσοτουρκικοί πόλεμοι — Δυο πόλεμοι μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. α. 1828 1829. Από ολόκληρη τη σειρά των πολέμων που έχουν γίνει ανάμεσα στη Ρωσία και στην Τουρκία, ο πιο σημαντικός από ελληνικής πλευράς είναι εκείνος του 1828 1829, γιατί αποτέλεσμα του ήταν η συνθήκη… … Dictionary of Greek
Βαλκανικοί πόλεμοι — Ονομάζονται έτσι οι δύο πόλεμοι των ετών 1912 13 που έγιναν στα Βαλκάνια, ο πρώτος μεταξύ των συμμάχων Ελλάδας, Σερβίας, Μαυροβουνίου και Βουλγαρίας εναντίον της Τουρκίας και ο δεύτερος της Ελλάδας και της Σερβίας εναντίον της Βουλγαρίας. Α’ Β.π … Dictionary of Greek
Διαδοχής, πόλεμοι — Τρεις ευρωπαϊκοί πόλεμοι του πρώτου μισού του 18ου αι., που διεξήχθησαν για τη διαδοχή των θρόνων της Ισπανίας, της Πολωνίας και της Αυστρίας. 1. Πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας (1701 13). Ο πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας ξέσπασε με… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
ανεξαρτησίας, πόλεμοι — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολεμικές επιχειρήσεις που έκαναν διάφοροι λαοί –κυρίως τον 19o αι.– εναντίον εθνών που κατείχαν τα εδάφη τους. Είναι ιδιαίτερα γνωστοί ο π.α. των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, οι επιμέρους π.α. των… … Dictionary of Greek
Αραβοϊσραηλινοί πόλεμοι — Βλ. λ. Μεσανατολικό … Dictionary of Greek
Θρησκευτικοί πόλεμοι — Σειρά μακροχρόνιων πολέμων που αναστάτωσαν την Ευρώπη κατά τον 16ο και 17ο αι., μετά τη θρησκευτική μεταρρύθμιση. Ως πρόδρομος των πολέμων αυτών, μεταξύ 1419 και 1436, μπορεί να θεωρηθεί ο πόλεμος εναντίον των Ουσιτών της Βοημίας, δηλαδή εναντίον … Dictionary of Greek
Περσικοί πόλεμοι — Με τον όρο αυτό δηλώνονται σε ευρεία έννοια οι εχθροπραξίες μεταξύ Ελλήνων και Περσών από το 498 π.Χ., οπότε οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς έστειλαν βοήθεια στους επαναστατημένους Ίωνες, μέχρι το 448 (Eιρήνη του Καλλία). Ο Θουκυδίδης, όμως, ονόμαζε … Dictionary of Greek