Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(πάγκαρπος

См. также в других словарях:

  • πάγκαρπος — πάγκαρπος, ον (Α) 1. αυτός που αποτελείται από καρπούς διαφόρων ειδών 2. πλούσιος σε κάθε είδους καρπούς («πάγκαρπα φυτά», Πίνδ.) 3. μτφ. πλήρης πνευματικών ή διανοητικών καρπών (πάγκαρπος ἀοιδά», Ανθ. Παλ.) 4. πλήρης καρπού, κατάφορτος από… …   Dictionary of Greek

  • πάγκαρπος — of all kinds of fruit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγκαρπον — πάγκαρπος of all kinds of fruit masc/fem acc sg πάγκαρπος of all kinds of fruit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκάρπου — πάγκαρπος of all kinds of fruit masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκάρπων — πάγκαρπος of all kinds of fruit masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγκάρπῳ — πάγκαρπος of all kinds of fruit masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγκαρπα — πάγκαρπος of all kinds of fruit neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγκαρπ' — πάγκαρπα , πάγκαρπος of all kinds of fruit neut nom/voc/acc pl πάγκαρπε , πάγκαρπος of all kinds of fruit masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PANCARPUM vel PANCARPUS — PANCARPUM, vel PANCARPUS Idem cum silva. Iac. Cuiacio, Franc. Pithoeo, et Is. Casaubono, qui ex πανκάρπῳ θυσίᾳ Atheniensium translatum esse nomen rati sunt ad alia, quae similiter ex variarum rerum miscellâ constarent. Sic enim et πάγκαρπον… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • παγκάρπεια — ή παγκαρπία, ἡ (ΑΜ) [πάγκαρπος] 1. μίγμα διαφόρων καρπών που προσφερόταν ως άπυρη θυσία 2. (γενικά) καρποί κάθε είδους αρχ. 1. στην Αλεξάνδρεια) είδος πίτας 2. φρ. «παγκαρπία μελιττούτα» μίγμα διαφόρων καρπών με μέλι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»