-
141 προσφερω
дор. ποτιφέρω (fut. προσοίσω, aor. προσήνεγκα; aor. pass. προσηνέχθην - ион. προσενείχθην или προσηνείχθην; aor. med. προσηνεγκάμην)1) подносить(τέν χεῖρα πρὸς τοῦ ἵππου τοὺς μυκτῆρας Her.; πῦρ τινι Eur.)
2) подводить, приводить, пододвигать, придвигать(μηχανὰς τῇ Ποτιδαίᾳ Thuc.)
3) pass. прибывать, приплывать(ἐς λιμένα Xen.)
4) pass. отправляться, направляться(τῇ Τρωάδι Luc.)
5) pass. встречаться(τοῖσι Κορινθίοισι Her.)
6) pass. нестись навстречу(τῷ σκοπέλῳ Luc.)
7) pass. устремляться, нападать(κατὰ τὸ ἰσχυρότατον Her.)
π. ἄπορος Her. — с которым трудно сразиться, неприступный, Plat. несговорчивый;τοὺς προσφερομένους δέχεσθαι Thuc. — давать отпор нападающим8) med. близко подходить, быть схожим, походить(ἔς τι Her.)
9) накладывать, налагать, прикладывать(βάσανόν τινι Plat.)
10) прилагать, применять, употреблять(ἴαμα Thuc.; πάσας μηχανάς Eur.; βίην τινί Her.)
π. πάντας ἐλέγχους Arph. — пускать в ход все доводы;πόλεμον π. τινί Her. — идти на кого-л. войной;γυμνάσια προσοιστέον Arst. — необходимо заниматься телесными упражнениями11) прибавлять, добавлять(τί τινι Soph. и τι πρός τι Her., Dem.)
12) подносить, (по)давать(τί τινι Soph., Arph., Arst.; τινὴ ἐμπιεῖν καὴ ἐμφαγεῖν Xen.)
προσφέρεσθαι σῖτον καὴ ποτόν Xen. — принимать пищу и питье;τὰ προσφερόμενα Xen. и τὸ προσφερόμενον Arst. — пища, питание;π. (= προσφέρεσθαι) φορβάν Soph. — принимать пищу13) предлагать, представлять, обращать(ся)(π. λόγον τινί Her.)
προσέφερον Ἀναξανδρίδῃ τάδε Her. — они предложили Анаксандриду следующее;π. λόγους τινὴ ποιεῖν τι Thuc. — предлагать кому-л. сделать что-л.;π. τινὴ λόγον περὴ σπονδῶν Thuc. — делать кому-л. предложение о перемирии;τὰ προσφερόμενα πρήγματα Her. — представляемые (для решения) вопросы14) med.-pass. обращаться, относиться(τινι καλῶς Thuc.; π. πρός τινα Plat.; τισι ὡς υἱοῖς NT.)
ἀπὸ τοῦ ἴσου τινὴ π. Thuc. — обращаться с кем-л. как с равным;ταῖς ξυμφοραῖς εὐξυνετώτερον π. Thuc. — относиться достаточно благоразумно к несчастьям;παρανόμως π. Lys. — выказывать пренебрежение к закону;πᾶσαν φιλοτιμίαν π. Dem. — проявлять всяческое рвение15) med.-pass. обращаться с речью, отвечать16) ( о доходах) приносить, давать(πεντήκοντα τάλαντα τοῦ ἐνιαυτοῦ Thuc.; ἄλλα πέντε τάλαντα NT.)
17) вносить, платить(μετοίκιον Xen.)
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek
СУДОПРОИЗВОДСТВО — • Iudicium, процесс. a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 … Реальный словарь классических древностей
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
παρατάσσω — ΝΜΑ (κυρίως για πρόσ.) τοποθετώ σε κανονική σειρά, βάζω τον ένα κοντά στον άλλο, κυρίως για μάχη («τὴν μὲν πλείστην τῆς στρατιᾱς παρέταξε πρὸς τὰ τείχη», Θουκ. νεοελλ. 1. (και για πράγματα) παραθέτω, αραδιάζω («παρέταξε τα εμπορεύματά του») 2.… … Dictionary of Greek
επίφθονος — η, ο (Α ἐπίφθονος, ον) [φθόνος] 1. αυτός που προκαλεί φθόνο, ο μισητός («αἱ λίην ἰσχυραὶ τιμωρίαι πρὸς θεῶν ἐπίφθονοι γίνονται», Ηρόδ.) 2. άξιος να φθονείται, επίζηλος («είναι η ζωή θαυμαστή και επίφθονη», Παπαντ.) αρχ. 1. αυτός που έχει φθόνο ή… … Dictionary of Greek
παρατρίβω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. τρίβω κάτι υπερβολικά, τρίβω πάρα πολύ, φθείρω, καταστρέφω κάτι με υπερβολικό τρίψιμο 2. μέσ. παρατρίβομαι φθείρομαι από την υπερβολική τριβή, από το πολύ τρίψιμο («παρατριφτήκανε τα ρούχα μου») μσν. αρχ. φρ. «παρατρίβω [ή… … Dictionary of Greek
σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… … Dictionary of Greek