-
1 ανθομολογεομαι
1) взаимно соглашаться, приходить к соглашению(πρός τινα Dem., Polyb. и τινι Polyb.)
2) открыто признавать(πρὸς οὐδὲν τῶν λεγομένων Polyb.; τὰς ἀρετάς τινος Diod.)
3) публично выражать(χάριν Plut.)
4) воздавать благодарность(τῷ θεῷ NT.)
-
2 ἐνθυμέομαι
A- ήσομαι Lys.12.45
, later- ηθήσομαι Philostr.VS2.26.3
, Epict.Ench.21, etc.: [tense] aor.ἐνεθυμήθην Ar.Ra.40
, Th.2.62, Lys.31.27, etc.: [tense] pf.ἐντεθύμημαι Th.1.120
: [tense] plpf.ἐνετεθύμητο Lys.12.70
:—lay to heart, ponder, ; ;πρὸς ἐμαυτόν And.1.50
; ἐ. καὶ λογίζεσθαι freq. joined in D., as 1.21,al.b c. gen., ἐνθυμεῖσθαί τινος think much or deeply of,τοῦ θανόντος Semon.2
;τούτων οὐδὲν ἐ. Hermipp.41
;τῶν λεγομένων Antipho 5.6
;ὧν ἐνθυμηθέντες Th.1.42
, cf. Pl.Mx. 249c, X.Mem.1.1.17;τῶν προγόνων ἐ. ὅτι.. Lys.16.20
; alsoπερί τινος Pl.R. 595a
.c folld. by a relat., ἐ. ὅτι.. notice or consider that.., Ar.Nu. 820, Th.5.111, etc.; ὡς.. how.., Ar.Ra.40, X.Mem.4.3.3, etc.;εἰ.. Isoc.15.60
;μὴ.. Pl.Euthd. 279c
, Hp.Ma. 300d.d c. part., οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος is not conscious that he is becoming excited, Th.1.120, cf.6.78, X.HG4.4.19.2 take to heart, be concerned or angry at, τι A.Eu. 222;ξυμφοράν Th.7.18
, cf. 5.32 (v. ἐνθυμίζομαι); εἰ μηδεὶς ὑμῶν μήτ' ἐνθυμεῖται μήτ' ὀργίζεται D. 4.43
: abs., to be concerned, Hp.Aër.22; = ἐνθύμιον ποιεῖσθαι, D.C. 57.4.3 form a plan,κράτιστος ἐνθυμηθῆναι Th.8.68
, cf. 2.60; take care, see to it,ἐ. ἵνα μηθεὶς ἀδικῇ PSI4.436.9
(iii B. C.).4 infer, conclude,τί οὖν ἐκ τούτων.. ἐνθυμεῖσθαι δεῖ; D.21.54
.II [voice] Act.,ἐνθυμέω Epich.99.4
, Aen.Tact.37.6 (s. v.l.); ἐνθυμέομαι, in pass. sense, to be in a person's thoughts, to be desired,κρατεῖν τῶν ἐνθυμουμένων App.BC5.133
: [tense] pf. (cf. 1.3), ;εὖ ἐντεθυμημένον Pl.Cra. 404a
(nisi leg. φιλοσόφου.. καὶ εὖ ἐντεθυμημένου).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνθυμέομαι
См. также в других словарях:
σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… … Dictionary of Greek
Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… … Dictionary of Greek
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek