-
1 προσμένειν
προσμένωbide: pres inf act (attic epic) -
2 ακαματα
-
3 παρακαλεω
1) призывать, звать(τινα εἴσω Xen.; τινα ἐς πόλεμον Her.; τοὺς θεούς Dem.)
παρακαλούμενος καὴ ἄκλητος Thuc. — званый или незваный;2) звать, приглашать(ἐπὴ δαῖτα Eur.; ἐπὴ θήραν Xen.; τινα ἰδεῖν καὴ προσλαλῆσαι NT.)
3) звать, поощрять, ободрять, побуждать, увлекать(τινα ἐπὴ τὰ κάλλιστα ἔργα Xen.; τινα εἰς μάχην Eur.; τινα προσμένειν τινί NT.)
ἥ διάνοια παραχέκληται Arst. — мысль поглощена4) убеждать, просить(τινα NT.)
5) доводить(τινα ἐς δάκρυα Eur.)
π. (τινα) ἐς φόβον Eur. — пугать кого-л.6) советовать, рекомендовать(τὰ πρέποντα Polyb.)
τὰ παρακαλούμενα Dem. — предложения, требования7) звать на помощь или в свидетели(τινα Lys., Dem.)
8) утешать(μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὴ παρακληθήσονται NT.)
9) разжигать, раздувать, разводить(πολλέν φλόγα Xen.)
-
4 περιαρμοζω
1) прилаживать, прикреплять, приделывать(τί τινι Plut.; τι περί τι Arst.)
πώγωνας περιηρμοσμέναι Arph. — прицепив себе бороды2) плотно прилегать(προσμένειν καὴ π. τινί Arst.)
См. также в других словарях:
προσμένειν — προσμένω bide pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμνηστίνοι — αι, οἱ, αἱ, ΜΑ (επικ. τ.) 1. οι αλλεπάλληλοι 2. (κατά τον Ησύχ.) «προμνηστῑναι ἐπὶ μίαν ἀπὸ τοῡ προσμένειν» 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «προμνηστῑνοι κατὰ τάξιν, ἐφεξῆς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek