-
1 Πρασιαι
-
2 πρασιαὶ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πρασιαὶ
-
3 κοσμητος
-
4 πρασια
I.эп.-ион. πρᾰσιή ἥ1) гряд(к)а Hom.2) огород Luc.3) рядII.ἡ сок (sc. τῆς βοτάνης Plut.)
См. также в других словарях:
Πρασιαί — fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασιαί — πρασιά bed in a garden fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίαι — πρασίᾱͅ , πράσιος vomitus fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρασιαῖς — Πρασιαί fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρασιῇσι — Πρασιαί fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρασιῇσιν — Πρασιαί fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρασιέων — Πρασιαί fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρασιῶν — Πρασιαί fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PASCHA — improprie significat agnum Paschalem, dies festos, totamque illam celebritatem et observationem, imo apud B. Paulum ipsummet Christum per agnum Paschalem adumbratum; proprie vero transitum notat, non enim trahit originem nominis a verbo πάχω,… … Hofmann J. Lexicon universale
πρασιά — (allium). Με την ονομασία αυτή (λέγεται και αγριοπρασιά), χαρακτηρίζονται 3 φυτά. Το 1ο, που επιστημονικά ονομάζεται άλλιο το μέλαν ανήκει στην οικογένεια των λειλιδών. Είναι πολυετής πόα, με βλαστό ισχυρό κυλινδρικό, ύψους 40 80 εκ., με βολβό… … Dictionary of Greek
ПРАСИЙ — • Prasĭae, Πρασιαί, 1. аттический дем, принадлежавший к Цандионовой филе, с храмом Апполона. Исходный пункт священного посольства в Делосе; н. Прасса на южной стороне бухты Порто Рафти. Thuc. 8, 95. Strab. 9, 399; 2.… … Реальный словарь классических древностей