-
1 πολίτης
πολίτης, ὁ, der Bürger einer Stadt; Il. 15, 558. 22, 429 Od. 7, 131; Pind. P. 4, 117 u. öfter; Κάδμου πολῖται, Aesch. Spt. 1; ἄνδρες πολῖται, Ag. 829, wie Soph. O. R. 513 u. öfter, u. A. oft; auch ϑεοὶ πολῖται, die Götter einer Stadt, Aesch. Spt. 235 u. in Prosa. Auch Mitbürger, Landsmann, σὸς πολίτης, Plat. Prot. 339 e u. öfter, wie Folgde; πολίτην ποιεῖσϑαι, zum Bürger machen, Einem das Bürgerrecht verleihen, Dem. 13, 24 u. sonst; auch ποιεῖν, Plat. Polit. 293 d.
-
2 πολίτης
πολίτης, ὁ, der Bürger einer Stadt; ϑεοὶ πολῖται, die Götter einer Stadt; Mitbürger, Landsmann; πολίτην ποιεῖσϑαι, zum Bürger machen, einem das Bürgerrecht verleihen -
3 κοσμο-πολίτης
κοσμο-πολίτης, ὁ, Weltbürger, D. L. 6, 63; in derselben Aeußerung des Diogenes bei Luc. Vit. auct. 8 steht κόσμου πολίτης; Sp.
-
4 πρωτο-πολίτης
πρωτο-πολίτης, ὁ, der erste Bürger im Staate, Gloss.
-
5 συμ-πολίτης
συμ-πολίτης, ὁ, Mitbürger; ξυμπολίταις ἀνδράσι, Aesch. Spt. 587; Eur. Heracl. 826; unattisch nach Luc. Soloec. 5.
-
6 φιλο-πολίτης
φιλο-πολίτης, ὁ, die Bürger, seine Mitbürger liebend, Plut. Lyc. 20, öfter.
-
7 χαυνο-πολίτης
χαυνο-πολίτης, ὁ, ein Bürger, der sich durch windige Reden beschwatzen, aufblähen od. anführen läßt, Ar. Ach. 610; vgl. Lob. Phryn. p. 601.
-
8 μικρο-πολίτης
μικρο-πολίτης, ὁ, Bewohner einer kleinen Stadt, Kleinstädter; Ar. Equ. 814; Aesch. 2, 120.
-
9 μεγαλο-πολίτης
μεγαλο-πολίτης, ὁ, Bürger einer großen Stadt, Philo.
-
10 μιξο-πολίτης
μιξο-πολίτης, ὁ, ein Halbbürger (?), Osann zu Philem. lex. 15.
-
11 νεο-πολίτης
νεο-πολίτης, ὁ, der eben erst Bürger geworden, bes. von eben Freigelassenen, D. Sic. 14, 7; vgl. Lob. Phryn. 604.
-
12 νεᾱ-πολίτης
νεᾱ-πολίτης, ὁ, Neustädter, Bewohner von Neapolis, Sp.
-
13 δι-πολίτης
δι-πολίτης, ὁ, Bürger zweier Städte, Man. 5, 291.
-
14 μητρο-πολίτης
μητρο-πολίτης, ὁ, ein Bürger der Mutterstadt, Sp.
-
15 οὐρανο-πολίτης
οὐρανο-πολίτης, ὁ, Himmelsbürger, K. S., die auch das fem. οὐρανοπολῖτις haben.
-
16 αὐτο-πολίτης
αὐτο-πολίτης, ὁ, Bürger eines unabhängigen Staates, Xen. Hell. 5, 2, 14 nach Schaef. em.
-
17 μῑσο-πολἶτης
μῑσο-πολἶτης, ὁ, die Bürger hassend, Procl.
-
18 ἀ-πολίτης
-
19 ὁμο-πολίτης
ὁμο-πολίτης, ὁ, Mitbürger, Sp.
-
20 ἐρημο-πολῑτης
ἐρημο-πολῑτης, ὁ, Bürger einer öden Stadt, Eust.
См. также в других словарях:
Πολίτης — citizen masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίτης — ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, ίτιδος, ΜΑ κάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι… … Dictionary of Greek
πολίτης — ο θηλ. τισσα 1. κάτοικος πόλης. 2. μέλος, υπήκοος μιας πολιτείας, ενός κράτους: Όλοι οι πολίτες έχουν τα ίδια δικαιώματα μπροστά στο νόμο. 3. αυτός που δεν είναι ούτε στρατιώτης ούτε κληρικός: Καλός πολίτης (ευχή σε στρατιώτη). 4. ως κύρ. όν.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολίτης — πολί̱της , πολίτης citizen masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολίτης, Κοσμάς — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του συγγραφέα Πάρη Ταβελούδη, Αθήνα 1893 – 1974). Σε ηλικία δύο ετών πήγε στη Σμύρνη, όπου έζησε ως τη Μικρασιατική καταστροφή. Αργότερα, ως τραπεζικός υπάλληλος, γνώρισε τη ζωή της ελληνικής επαρχίας. Την πρώτη επίσημη… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Λίνος — (1906 – 1981). Φιλόλογος, συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια Βερολίνου, Μονάχου και Παρισιού. Διετέλεσε επιμελητής χειρογράφων της Εθνικής… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Νικόλαος — (Καλαμάτα 1852 – Αθήνα 1921). Κορυφαίος λαογράφος και θεμελιωτής των λαογραφικών σπουδών στην Ελλάδα. Μαθητής ακόμα του γυμνασίου έδειξε ενδιαφέρον για τα ήθη και τα έθιμα των αρχαίων και των νεότερων Ελλήνων, για τα γλωσσικά ιδιώματα, τα… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Φώτος — (Αθήνα 1890 – 1934). Έλληνας κριτικός και σκηνοθέτης του θεάτρου. Γιος του Νικολάου Πολίτη, δέχτηκε έως ένα σημείο την επίδρασή του στον ιδεολογικό και θεωρητικό προσανατολισμό του. Από νεαρή ηλικία τον τράβηξε το θέατρο. Όταν, μετά το… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Αθανάσιος — (1893 – 1967). Έλληνας διπλωμάτης. Διορίστηκε στο διπλωματικό σώμα το 1917 ως ακόλουθος και από τότε υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις στο εξωτερικό και την κεντρική υπηρεσία. Διετέλεσε σύμβουλος της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο (1935), στη… … Dictionary of Greek
Πολίτης, Ιωάννης — (Πειραιάς 1886 – Αθήνα 1968). Βοτανολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το 1904 γράφτηκε στη φυσικομαθηματική Σχολή, ύστερα δε από φοίτηση ενός έτους, αναχώρησε στην Ιταλία, όπου φοίτησε στα πανεπιστήμια Νάπολης, Ρώμης και Παβίας. Το… … Dictionary of Greek
πολιῆτα — πολίτης citizen masc voc sg (epic ionic) πολίτης citizen masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)