-
1 επιδεχομαι
ион. ἐπιδέκομαι1) принимать (еще, сверх)(πολιήτας Her.; τοὺς παραγενομένους Polyb.)
μετὰ γυναικὸς ἐ. χρήματα Men. — брать за женой приданое2) принимать на себя, предпринимать(πόλεμον Polyb.)
3) принимать в себя, допускать(τέν μεσότητα Arph.)
πᾶσαν ἐ. κατηγορίαν Dem. — заслуживать всяческого порицания;μέ ἐ. δόξαν τινός Aeschin. — быть выше (всякого) подозрения в чем-л.;ἐ. τὸ μᾶλλον καὴ τὸ ἧττον Arst. — быть способным увеличиваться и уменьшаться
См. также в других словарях:
πολιήτας — πολιήτᾱς , πολίτης citizen masc acc pl (epic ionic) πολιήτᾱς , πολίτης citizen masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδέχομαι — (AM ἐπιδέχομαι) επιτρέπω («η εγχείρηση δεν επιδέχεται αναβολή») μσν. απρόσ. ἐπιδέχεται φαίνεται αρχ. 1. δέχομαι επί πλέον («ὡς ἐπεδέκοντο οί Θεσπιέες πολιήτας», Ηρόδ.) 2. δέχομαι κάποιον σπίτι μου ή αλλού, υποδέχομαι 3. αναλαμβάνω να επιχειρήσω… … Dictionary of Greek