-
101 πλατειῶν
πλατεῑῶν, πλατεῖαfem gen plπλατειάζωslap with the flat hand: fut part act masc voc sgπλατειάζωslap with the flat hand: fut part act neut nom /voc /acc sgπλατειάζωslap with the flat hand: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)πλατύςwide: fem gen pl -
102 πλατείαι
πλατεί̱ᾱͅ, πλατεῖαfem dat sg (attic doric aeolic)πλατείᾱͅ, πλατύςwide: fem dat sg (doric aeolic) -
103 πλατείαις
πλατεί̱αις, πλατεῖαfem dat plπλατύςwide: fem dat pl -
104 πλατείη
-
105 πλατείῃ
-
106 πλατείης
πλατεί̱ης, πλατεῖαfem gen sg (epic ionic)πλατύςwide: fem gen sg (attic epic ionic) -
107 πλατείησι
-
108 πλατείῃσι
-
109 πλατυτάτω
-
110 πλατυτάτῳ
-
111 πλατυτέραι
πλατυτέρᾱͅ, πλατύςwide: fem dat sg (attic doric aeolic) -
112 πλατυτέραν
πλατυτέρᾱν, πλατύςwide: fem acc sg (attic doric aeolic) -
113 πλατυτέρωι
πλατυτέρῳ, πλατύςwide: masc /neut dat sg -
114 πλατών
πλάτηflat: fem gen plπλάτηςplatform: masc gen plπλάτοςbreadth: neut gen pl (attic epic doric)πλᾱτῶν, πλατόςapproachable: fem gen plπλᾱτῶν, πλατόςapproachable: masc /neut gen plπλατύςwide: masc /neut gen pl (attic epic doric) -
115 πλατῶν
πλάτηflat: fem gen plπλάτηςplatform: masc gen plπλάτοςbreadth: neut gen pl (attic epic doric)πλᾱτῶν, πλατόςapproachable: fem gen plπλᾱτῶν, πλατόςapproachable: masc /neut gen plπλατύςwide: masc /neut gen pl (attic epic doric) -
116 πλατέεσσι
πλάτοςbreadth: neut dat pl (epic)πλατύςwide: masc /neut dat pl (epic aeolic) -
117 πλατέεσσιν
πλάτοςbreadth: neut dat pl (epic)πλατύςwide: masc /neut dat pl (epic aeolic) -
118 πλατέη
-
119 πλατέῃ
-
120 πλατέηι
πλατέῃ, πλατύςwide: fem dat sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
πλατύς — wide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… … Dictionary of Greek
πλατύς, -ιά, -ύ — 1. ο ευρύχωρος, φαρδύς, ευρύς. 2. μτφ., λεπτομερειακός: Πλατιά ενημέρωση του κοινού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πλατύς Γιαλός — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Μήλου, του νομού Κυκλάδων. Βρίσκεται στα νότια παράλια της Σίφνου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Απολλωνίας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία… … Dictionary of Greek
πλατέα — πλατύς wide neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πλατέᾱ , πλατύς wide fem nom/voc/acc dual (epic ionic) πλατύς wide fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυτέρω — πλατύς wide masc/neut nom/voc/acc dual πλατύς wide masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυτέρων — πλατύς wide fem gen pl πλατύς wide masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυτέρως — πλατύς wide adverbial πλατύς wide masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύ — πλατύς wide masc voc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύτατον — πλατύς wide masc acc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύτερον — πλατύς wide masc acc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)