-
21 κατά-πλατυς
κατά-πλατυς, υ, breit, Tzetz.
-
22 ἐπί-πλατυς
ἐπί-πλατυς, υ, oben breit, flach, Archim., Theophr.; vgl. Lob. zu Phryn. 539.
-
23 ὑπό-πλατυς
ὑπό-πλατυς, υ, etwas breit, flach, Sp.
-
24 ἰσό-πλατυς
ἰσό-πλατυς, dasselbe, Ath. IV, 128 d, wenn die Lesart richtig ist.
-
25 πλατυτέρω
πλατύςwide: masc /neut nom /voc /acc dualπλατύςwide: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————πλατύςwide: masc /neut dat sg -
26 πλατέα
πλατύςwide: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)πλατέᾱ, πλατύςwide: fem nom /voc /acc dual (epic ionic)πλατύςwide: fem nom /voc sg (epic ionic) -
27 πλατυτέρων
πλατύςwide: fem gen plπλατύςwide: masc /neut gen pl -
28 πλατυτέρως
πλατύςwide: adverbialπλατύςwide: masc acc pl (doric) -
29 πλατύ
πλατύςwide: masc voc sgπλατύςwide: neut nom /voc /acc sg -
30 πλατύτατον
πλατύςwide: masc acc sgπλατύςwide: neut nom /voc /acc sg -
31 πλατύτερον
πλατύςwide: masc acc sgπλατύςwide: neut nom /voc /acc sg -
32 πλατυτάταις
πλατύςwide: fem dat pl -
33 πλατυτάτη
πλατύςwide: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
34 πλατυτάτην
πλατύςwide: fem acc sg (attic epic ionic) -
35 πλατυτάτης
πλατύςwide: fem gen sg (attic epic ionic) -
36 πλατυτάτοις
πλατύςwide: masc /neut dat pl -
37 πλατυτέροις
πλατύςwide: masc /neut dat pl -
38 πλατέσι
πλατύςwide: masc /neut dat pl -
39 πλατέσιν
πλατύςwide: masc /neut dat pl -
40 πλατυτάτου
πλατύςwide: masc /neut gen sg
См. также в других словарях:
πλατύς — wide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… … Dictionary of Greek
πλατύς, -ιά, -ύ — 1. ο ευρύχωρος, φαρδύς, ευρύς. 2. μτφ., λεπτομερειακός: Πλατιά ενημέρωση του κοινού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πλατύς Γιαλός — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Μήλου, του νομού Κυκλάδων. Βρίσκεται στα νότια παράλια της Σίφνου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Απολλωνίας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία… … Dictionary of Greek
πλατέα — πλατύς wide neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πλατέᾱ , πλατύς wide fem nom/voc/acc dual (epic ionic) πλατύς wide fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυτέρω — πλατύς wide masc/neut nom/voc/acc dual πλατύς wide masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυτέρων — πλατύς wide fem gen pl πλατύς wide masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυτέρως — πλατύς wide adverbial πλατύς wide masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύ — πλατύς wide masc voc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύτατον — πλατύς wide masc acc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύτερον — πλατύς wide masc acc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)